Selected tags

Further tags

Απειλή, η οποία αναφέρεται στην σεξουαλική κακοποίηση άνω των δύο (2) ατόμων. Άμυνα απέναντι σε οργανωμένη ομάδα συνομιλητών, η οποία διαφωνεί μαζί μας. Καλαμάκι θεωρείται το πέος και κομματάκια κρέας οι κώλοι των συνομιλητών.

Ουδεμία σχέση με τη φράση «αγοράζω σουβλάκι».

- Πάρε Γιώργο και Νίκο και ελάτε από το σπίτι μου!
- Λέγαμε να αράξουμε απο το δικό μου...
- Έτσι και με κρεμάσετε θα σας πάρω σουβλάκι, ρε!

Got a better definition? Add it!

Published

Σεξουαλικό σύμπλεγμα με δύο άντρες και μία γυναίκα, στο οποίο η γυναίκα κάνει στοματικό σεξ στον ένα και πισωκολλητό με τον άλλο.

- Πού να σ' τα λέω ρε ψηλέ, χθες με το Μάκη καταφέραμε μιά σαραντάρα, την πήγαμε σπίτι και την τρελάναμε στη σούβλα.
- Αλήθεια ρε; Άντε μπράβο, που μου παραπονιόσουνα τόσον καιρό με τις νηστίσιμες.
- Άσε μεγάλε, ανάσταση.

Βλ. και πίπα-κώλο, πλάτη για τάβλι, πύργος του Άιφελ, χιώτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χείλος του γυναικείου αιδοίου. Χρησιμοποιείται και σαν βρισιά.

Κοινώς:
Έχω μια ελιά στο μουνόχειλο.

Βρισιά:
Άμα σε πιάσω ρε μουνόχειλο θα σε σκίσω!

Got a better definition? Add it!

Published

Βρισιά (μπινελίκι) το οποίο περιέχει αναφορά στα Θεία.

Ταμπού για κάποιους, αναπόσπαστο κομμάτι του καθημερινού λεξιλογίου για άλλους.

-Έλεος ρε πούστη μου, τι διαιτησία ειναι αυτή γαμώ το Χριστό μου!
-Άραξε ρε φίλε, όχι γαμοσταυρίδια με το παραμικρό!

(από joe909, 11/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόστυχος χαρακτηρισμός για το αιδοίο.

Υπονοείται πως η φέρουσα το αιδοίο ειναι εύκολη γυναίκα, με μεγάλη εμπειρία στο σεξ και ωσεκτουτού το όργανο ειναι υπερβολικά διεσταλμένο.

Όχι καπότα, σαμπρέλα χρειάζομαι για να το βάλω στη χοάνη σου μωρή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά γκομενιάρης, αυτός που το μόνο που σκέφτεται όλο το 24ωρο ειναι οι γυναίκες.

-Την είδες την καινούργια του Μάκη;
-Καινούργια; Πότε πρόλαβε ο πούστης;
-Αφού τον ξέρεις ρε, ειναι τρελός μουνάκιας!

Βλ. και φούστης.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρίζει κυρίως άτομα θηλυκού γένους με μειωμένες νοητικές ικανότητες και χαμηλό δείκτη iq... Συνήθως πατώνουν στα μαθηματικά (και γενικότερα στις θετικές επιστήμες) αφού το 1+1 το θεωρούν άλυτο μυστήριο... ενώ κατά έναν περίεργο λόγο διαπρέπουν στα θεωρητικά μαθήματα... Περισσότερες πληροφορίες στα φροντιστήρια «ΠΑΝΝΙΚΟΣ».

Χρησιμοποιείται ακόμα για γυναίκες που είναι απλά χαζές και είναι μουνιά.

Χαζή + μουνί (θηλ.) = χαζομούνα

καθηγητής: Γινόμενο 2 αγνώστων χ και ψ ίσον με -12. Τι συμπεραίνουμε από αυτό, χαζομούνα μου;
χαζομούνα: Ή το χ = -12 ή το ψ = -12...

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει άτομα που δεν έχουν στόχους, οράματα και που δεν προβληματίζονται ούτε για το παρόν ούτε για το μέλλον τους... Γενικότερα έχουν γραμμένους τους πάντες και τα πάντα... Αγαπημένο τους hobby το ξύσιμο των όρχεων... Συνήθως άτομα που δεν αξίζει να εμπιστεύεσαι ή να τους αναθέτεις εργασίες... Αποφύγετέ τους ευγενικά (σας έχουν γραμμένους έτσι κι αλλιώς)...

- Ρε μαλάκα, τέλειωσες με τις δουλειές;
- Μπάαα....
- Καλά ρε μαλάκα, τίποτα δεν κάνεις όλη μέρα; Τόσο γραφαρχιδιστής είσαι;

Βλ. και σταρχιδιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγάμητη, αυτή που σου βγάζει το άχτι για να την πηδήξεις (όλο μη και μη είναι). Επίσης χρησιμοποιείται και σαν έκφραση για κάποια που έχει πολύ σεμνό λουκ και μοιάζει με την προαναφερθείσα περιγραφή.

  1. Καλά, άσε μου λίγο να σου πιάσω τα βυζάκια, σαν την μυξοπαρθένα κάνεις!

  2. Πω, πω χάλια είναι αυτή ρε! Αυτή είναι μυξοπαρθένα!

(από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον πούτσο μου λουλούδια: Έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία από το άτομο για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Συνώνυμο με την έκφραση «στ’ αρχίδια μου», αλλά περισσότερο εύηχο. Εναλλακτική χρήση: «στον πούτσο μου γαρδένιες».

- Καλά ρε φίλε, χρησιμοποιείς τέτοιες λέξεις στο SLANG.GR;
- Φίλε εγώ γράφω ό,τι γουστάρω και στον πούτσο μου λουλούδια.

Got a better definition? Add it!

Published