Η γραβάτα.
- Είναι να πάω σε γάμο και πρέπει να φορέσω πουτσοδείκτη.
Η γραβάτα.
- Είναι να πάω σε γάμο και πρέπει να φορέσω πουτσοδείκτη.
Got a better definition? Add it!
Οι πρωινές σηκωμάρες που συνδυάζονται με το κατούρημα, όπου δεν μπορείς να πετύχεις χέστρα.
Ξύπνησα με κάτι κατουρόκαυλες...
Got a better definition? Add it!
Πούτσος + ψωμί = πουτσόψωμο.
Λαϊκιστί και τρεντουλιστί, η λουκανικόπιτα.
- Να σου βάλω παιδί μου τίποτα να φας;
- Όχι, ρε γιαγιά, έφαγα ένα πουτσόψωμο το πρωί και δεν πεινάω...
Got a better definition? Add it!
Αναφώνηση που δηλώνει ένα μη ενδιαφέρον και μια επιδεικτική αδιαφορία για μια κατάσταση... Πιθανόν να έρχεται από τον γνωστό μποξέρ Leonard Sugar Ray, ο οποίος δεν μάσαγε γενικότερα κι έκανε το δικό του παιχνίδι. Από την άλλη βέβαια εξηγείται και πιο σουρεαλιστικά, υπό την έννοια δηλαδή ότι ο πουτσάνθρωπος κλαίει, δηλαδή ο πούτσος μου κλαίει με αυτό που γίνεται, αλλά δεν με αγγίζει, καθότι είναι γνωστόν ότι ο πούτσος δεν κλαίει αλλά μόνο γαμεί...
- Πάμε ρε ψηλέ να δούμε την φάση από κοντά!
- Ε σιγά τώρα, πούτσμανκλεη!
Got a better definition? Add it!
Σε χρήση επιφωνηματική σημαίνει:
1. Η κατάσταση έχει φτάσει στο μη περαιτέρω, αλλά επιθυμώ να ταλαιπωρηθώ κι αλλο.
2. Πάρ' τα μωρή άρρωστη.
3. Απλή έκφραση απογοήτευσης.
Χρησιμοποιείται κυρίως σε στατιωτικές κοινότητες.
Ετυμολογία (πιθανολογείται): από πορνογραφική ταινία του Γκουσγκούνη.
Ισοδυναμεί με το επιφώνημα «τρομπόνι» ή «τρομπόνι τώρα» ή «ρούφα το τρομπόνι (πουτανίτσα)».
- Πάλι εμένα βάλανε σκοπιά.
- Έτσι, και τις μπάλες.
- Και μετά την έβαλα στα τέσσερα...
- Πωπω μαλάκα, και τις μπάλες!
- Πώς πάει; Όλα καλά;
- Μπα, πίπα-κώλο. Και τις μπάλες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ξετρελαίνομαι, πεθαίνω, κόβω φλέβα.
- Πλάκα κάνεις; Για τέτοιο πλάσμα χύνω κασέρια!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όργανο αυνανισμού που συνίσταται σε έναν δονητή προσκολλημένο σε μια φουσκωτή μπάλα εκγύμνασης με δυο πλαστικά χερούλια. Λειτουργεί μέσω της εκούσιας αναπήδησης του υποκειμένου.
Το μαλακιστήρι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ανδρικό μόριο σε στύση, ο πούτσος.
- Έλα εδώ μωρό μου να σου δείξω μια καραπιστόλα με τα εργαλεία όλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.
Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!
Βλ. και βρωμόμουνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η απίστευτη γκόμενα που πραγματοποιεί κάθε ανδρική φαντασίωση, στάζει μέλι.
Τι μωρό η Λίτσα! Σκέτη ζαχαρομούνα, να την γλείψεις και να πάθεις διαβήτη!
Βλ. και φαρμακομούνα, -μούνα.
Got a better definition? Add it!