Αυτός που σαβουριάζει ό,τι φαγητό βρει μπροστά του, ιδίως τα βρώμικα, π.χ. σουβλάκια και πίτσες.
- Ρε μαλάκα, τον είδες τον Βαγγελάκη πόσο πάχυνε;
- Λογικό είναι ρε φίλε, αφού είναι του πούτσου φασφουντάς.
Αυτός που σαβουριάζει ό,τι φαγητό βρει μπροστά του, ιδίως τα βρώμικα, π.χ. σουβλάκια και πίτσες.
- Ρε μαλάκα, τον είδες τον Βαγγελάκη πόσο πάχυνε;
- Λογικό είναι ρε φίλε, αφού είναι του πούτσου φασφουντάς.
Got a better definition? Add it!
Μοναχός εν στύσει. Κατ' ορισμένους, χρόνια κατάσταση.
- Ξέρεις και τι λέει ο λαός... «Φυλάξου από τα πισινά του μουλαριού και τα μπροστινά του καλόγερου»...
- Του καυλόγερου εννοείς...
- 'Εεεετσι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχει 2 κύριους ορισμούς :
Προέρχεται από την διακωμώδηση του ονόματος γνωστού πολιτικού προσώπου.
- Δεν την παλεύω με το κρύο εδώ έξω. Τομπούλογλου!
- Τι έπαιξε χθες με τη Ρένα; Έγινε τίποτα;
- Τομπούλογλου, με το πουλί στο χέρι έμεινα!
Got a better definition? Add it!
Η φράση χρησιμοποιείται:
(Η φράση συναντάται επίσης ως εξής: Τον πούτσο κλαίγανε και τον μοιρολογούσανε, Μην κλαις τον πούτσο, Κλαψ' τον πούτσο κλπ)
- Πωπω ρε μαλάκα, άμα με βρεί ο γκόμενος της Ράνιας θα με ανασκολοπήσει!
- Τον πούτσο κλαίγανε φίλε.
- Μαλάκα τι αμαξάρα έχει αυτός ο παλιάτσος ρε;
- Τον πούτσο κλαίγανε.
- Έτσι όπως είσαι μαλάκα σα γελοτοποιός, τον πούτσο κλαίγανε.
- Χτύπησα μια Ντότα πριν απο λίγο φάρμαρα, έβρισα μάνες, ταίσα και λίβαρα ΓΙΑΤΙ ΜΠΟΡΩ. Τον πούτσο κλαίγανε!
Got a better definition? Add it!
Σκωτζέζικο ντους, αναπάντεχο γεγονός που μας κατάπληξε.
Αλλιώς: σερβίρω κρύα πούτσα / ψωλή / καυλί σερβίρω ωμή ψωλή / πούτσα / καυλί σερβίρω σκέτη πούτσα / ψωλή / καυλί
-Του σέρβιρε μια ξερη ψωλή η Μαρία χτες που τον απέρριψε, γάμησέ τα!!
Got a better definition? Add it!
[επίσης: αρχίδια ριγανάτα]
Εκφραση υποτιμητική καταστάσεως, που περιγράφει δύσκολες συνθήκες.
- Έγραψες καλά στο μάθημα;
- Αρχίδια με τη ρίγανη έγραψα!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητική έκφραση που αναφέρεται σε πρόσωπο ή σε κατάσταση.
Το «μισό» δίνει υπερθετικό βαθμό.
- Είσαι ένα αρχίδι και μισό, ρε!
- Πήρες την αύξηση που ζήτησες;
- Πήρα ένα αρχίδι και μισό!
Got a better definition? Add it!
Θετικός χαρακτηρισμός ανδρός. Ο έχων μεγάλα αρχίδια.
Ο μάγκας, ο ικανός, αυτός που δεν κωλώνει, ο ατρόμητος, ο άφοβος.
- Αρχιδάτος ο αδερφός σου, πέρασε με την πρώτη στις εξετάσεις!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση δυσαρέσκειας μετά από επιμονή του συνομιλητή. Σημαίνει: με κούρασες, με ζάλισες, με φόρτισες.
- Πότε θα πάμε να δούμε το φόρεμα που σου είπα;
- Μου έπρηξες τα αρχίδια με το φόρεμα, πήγαινε μόνη σου!
Για παρόμοιες εκφράσεις δες και μας τα ζάλισες.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση υποτιμητική, που συμπληρώνει συνήθως μιαν άλλη φράση.
Λογαριασμοί, δάνεια, έξοδα και το μουνί της Χάιδως.
Got a better definition? Add it!