Το σπέρμα.
.
Το σπέρμα.
.
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Το σπέρμα. Από το χύσι + αμολάω.
Εκεί που παρακολουθούσαμε με αγωνία τον Πήτερ Νορθ να εκτοξεύει τα χυσαμόλια του στο υπερπέραν, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν οι γονείς μου που είχαν γυρίσει νωρίτερα...
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Με καλυμμένα τα νώτα, με προσοχή μην τον φας καταλάθος...
- Τι λέει αυτό το μπαράκι;
- Για πουστόμπαρο το κόβω. Αν πας, το νου σου! Με τον κώλο στον τοίχο...
Βλέπε και τοίχο-τοίχο.
Got a better definition? Add it!
Αυτό που προηγείται της έκφρασης και σκοπίμως το παραλείπει ο λαϊκός ποιητής είναι το «δεν τη γαμώ...», δηλαδή μιλάμε, είτε για μπάζο ολκής, είτε για πολύ εκλεκτικό γαμίκο, ο οποίος μπρος στον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί σαβουρογαμόσαυρος δε γαμεί ούτε με ξένο πούτσο. Έκφραση τίγκα σουρεάλ λέμε.
- Πω πω πω πω! Τι απίστευτος μούνος είναι αυτή η Φρόσω ρε δικέ μου.
- Ποια Φρόσω; Όχι η Φρόσω η γνωστή που είναι σα μαούνα...
- Αυτή είναι γυναίκα! Τρία στρέμματα.
- Ούτε με ξένο πούτσο αδερφέ. Δε μου λες, ήσουν πάντα τέτοιος σαβουρογάμης ή έχεις καιρό να γαμήσεις και έχεις σαλτάρει;
Got a better definition? Add it!
Παροιμία που χρησιμοποιούμε ειρωνικά για μία καθώς πρέπει κοπέλα που στην πραγματικότητα είναι ελευθέρων ηθών. Ενώ είναι παρθένα και όλοι το γνωρίζουν, αυτή βρίσκει τρόπους να κάνει σεξ από διαφορετικές οδούς, εξού και το τραγούδι "τι κι αν έχω περίοδο, γνωρίζω κι άλλη δίοδο", γνωστής λαϊκής καλλιτέχνιδος.
- Ρε κρατάς μυστικά; Χτες το έκανα με τη Ρένα... Τι να λέμε, παρθενάκι και πρώτη της φορά.. λεπτό το ζήτημα, καταλαβαίνεις τώρα...
- Με την ποια; Τη Ρένα που είναι απο μπρος παρθένα και απο πίσω μπαίνουν τρένα; Χαχαχα μπράβο ρε επιβήτορα παρθενοκυνηγέ, χαχαχα
- Ε άντε και γαμήσου ρε Φρίξο...
Got a better definition? Add it!
Ακούστηκε πρώτη φορά από τον μεγάλο μας πορνοστάρ παλιότερης εποχής Γκουζγκούνη, και ήταν αποτέλεσμα του ερωτικού του παροξυσμού στην διάρκεια μιας πίπας, που ήταν τόσο καλή (η πίπα), που ο μεγάλος καλλιτέχνης αντάμειψε την νεαρή κορασίδα με τα συγκεκριμένα επίθετα. Μόνο που όταν ξεκίνησε να την πει «πουτάνα», σκέφτηκε ότι η πίπα άξιζε κάτι καλύτερο και τελευταία στιγμή το γύρισε στο «καριόλα» αλλά δυστυχώς του είχε ξεφύγει το πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης, δηλαδή το Πι.
Σχετικά: άξιος άξιος!!!, βάστα τοίχο, θα σμπρώξω, βεντούζα, δε γαμώ κώλο που κλάνει, έεετσι!, έγια μόλα έγια λέσα, βάλε και τις μπάλες μέσα, και τα αρχίδια μέσα, και τις μπάλες, με την αρμύρα, Μπεν Χουρ, παλαμάρι, σκύψε ευλογημένη, σπάω τον πάγο, υπονοούμενο, υπόθεση σε τσόντα, ζμπρώγνω
Got a better definition? Add it!
Στις Ένοπλες Δυνάμεις, σημαίνει 124 Πτέρυγα Βασικής Εκπαιδεύσεως. Μεταξύ των φαντάρων όμως γίνεται συχνά γνωστή και ως "124 Πούστηδες Βαράνε Εμένα", ανάλογα με το ποιος είναι δίκας εκείνο τον καιρό· συνήθως διοικείται από αποτυχημένους αξιωματικούς.
Όπως παραπάνω...
Got a better definition? Add it!
Published
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάτι απείρως ενοχλητικότερο κι από την διαόλου κάλτσα (η οποία συνήθως είναι κάτι το χαριτωμένο). Κάτι / κάποιος που, κατά σατανικό τρόπο, βρίσκεται στο διάβα μας και τότε πάνε όλα σκατά.
Οδηγός Α, φωνάζοντας έξαλλος σε αυτόν που τον τράκαρε άσχημα:
- Άει μωρή πούτσα του διαόλου, πώς στο διεάολο πετάχτηκες έτσι, είχες στοπ, δεν το είδες;
Οδηγός Β, εξίσου έξαλλος:
- Εμένα είπες 'μαλάκα';
...
- Τι κάνεις εκεί;
- Παλεύω μ' αυτή την πούτσα του διαόλου που έφυγε από την θέση της και δεν ξέρω πώς να την ξαναφτιάξω...
Got a better definition? Add it!
Πούτσα.
Η Σάσα είναι μεγάλη ψώλα. Αν βάλεις στη σειρά τις καρέσες που έχει φάει, φτάνεις στην Αμερική!
Got a better definition? Add it!