Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.
- 3Μ
 - Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
 - Chamonix
 - mea colpa
 - άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
 - αγαθομούνα
 - αγαρμπομούνα
 - αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
 - αιδοιόκυνος
 - Αιδοίον πέλαγος
 - αιδοιοφόρο
 - αιδοιοφόρος ορίζοντας
 - ακατάσχετη μουνορραγία
 - άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
 - Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
 - ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
 - αναμουνή
 - αναρχομούνι
 - αντρικό μουνί
 - άπατα
 - Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
 - από φωνή... μουνάρα!
 - αραχνομούνα
 - αρχιμύδεια
 - αρχοντομούνα
 - αχλαδομουνοπατσαβούρα
 - βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
 - βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
 - βρωμομούνα
 - γαμώ το μουνί που σε πέταγε
 - γαμώ το μουνί της Εύας
 - γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
 - γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
 - γατάκι
 - γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
 - γκόμενα με αρχίδια
 - γλειφομούνι
 - γλωσσίδι
 - δαγκωτό
 - εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
 - εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
 - έλα μουνί στον τόπο σου
 - εμού του αιδοίου
 - επική μουνάρα
 - έχει να δεί μουνί από βάφτιση
 - έχει πήξει το μουνί μας
 - έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
 - ζαχαρομούνα
 - Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
 - η ωραία μέρα του μήνα
 - θεομουνία
 - θεόμουνο
 - θρυλική μουνάρα
 - καβλομούνα
 - και οι παντρεμένες έχουν μουνί
 - κάλπη
 - καμένο ντουί
 - καμηλό
 - κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
 - κλαμμένο μουνί
 - κλαψομούνα
 - κουτί
 - λεβεντομούνα
 - λιβαδομούνι, φυλάω
 - μαδομούνι
 - μαλλιαρομούνα
 - Μανάρα
 - μαυρομούνα
 - με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
 - μύδι
 - μι εις τη νιοστή
 - μινέτο
 - -μούνα, -γκόμενα
 - μουνάθροιση
 - μουνάκιας
 - μουνάντερο
 - μουνάρα
 - μουναρδέλι
 - μουνάρχιδο
 - μουνάτο
 - μουνί απ' τα Καλάβρυτα
 - μουνί καλλιγραφία
 - μουνί καπέλο
 - μουνί κλαμένο
 - μουνί με ρύζι
 - μουνί της λάσπης και του αγρού
 - μουνί τραγιάσκα
 - μουνί τσοκολάτα
 - μουνιδάκι
 - μουνίκακας
 - μουνίλα
 - Μουνιόθ
 - Μουνιόθ Καπέλο
 - μουνιού, του
 - μουνισμός
 - Μουνίτις, Πέδρο
 - μουνίτσα
 - μουνοβατερλώ
 - μουνόγαλα
 - μουνοείλωτας
 - μουνόλυσσα
 - μουνομάχος
 - μουνοπλαγιά
 - μουνοπλακέτα
 - μουνοπλημμύρα
 - μούνος
 - μουνόσκυλο
 - μουνότριχα
 - μουνοτρύπανο
 - μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
 - μουνόχειλο
 - μούνστορμ
 - μουνώνας
 - μουτζό
 - μούτι
 - μπαγαποντοξούρα
 - μπαγαποντοπλαστική
 - μπαργομούνα
 - μπερδεψομουνιά
 - μπικίνι
 - μπουζουκομούνι
 - μπροστομούνα
 - μύδι
 - νάρα
 - νιμού
 - ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
 - ξεκωλόμουνο
 - ξεμουνιάζω
 - ξινομούνα
 - ξινομουνίαση
 - ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
 - οδοντογλειφίδα
 - παλιομούνι
 - παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
 - πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
 - πηγαδομούνα
 - πηγάδω
 - πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
 - πιάνω αράχνες
 - πινελάκι
 - πινέλο
 - πλακομούνα
 - πλακομούνι
 - πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
 - πουνάνι
 - πουτόπιστος
 - πουτσοπαγίδα
 - πούττος
 - πυξλαμούν
 - ραδίκι σγουρό
 - σάντομουνιτς
 - σεισμομούνα
 - σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
 - σκαντζόχοιρος
 - σκεφτόμουνα
 - σπαθί
 - στο μουνί μου το ιδιότροπο
 - στρειδομούνα
 - τεστ ντράιβ
 - την έγλειφα και άπλυτη
 - της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
 - της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
 - τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
 - το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
 - το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
 - το μούνι πηγάδι, της έκανα
 - το μουνί σέρνει καράβι
 - το μουνί στο πιάτο
 - το μουνί της Χάιδως
 - το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
 - το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
 - το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
 - του μουνιού το πανηγύρι
 - Τουβλομούνα
 - τούνελ
 - τρε μουνι
 - τριφασικό μουνί
 - τρύπα
 - βγάζω το φίδι από την τρύπα
 - τρώω το μύδι με το τσόφλι
 - φαρμακομούνα
 - φλίτσι-φλίτσι
 - χαζομούνα
 - χαυνομούνης
 - χοάνη
 - χωρίστρα
 - ψωλότσεπη
 - ωδείο
 





