Ο ευρισκόμενος υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών από το τουρκικό mastor.

Μάρκος Βαμβακάρης, Θέλω μαστούρης να γινώ, 1933.

Θέλω μαστούρης να γίνω να ρθω να μαι μαζί σου

γιατί εσένα αγαπώ βρ αμάν αμάν κι όχι την άδελφή σου

Μπαγάσηδες τ αδέρφια σου για μένα δεν τους νοιάζει

με κλείσανε στην φυλακή βρ αμάν αμάν κι έχω γι αυτούς μαράζι

με κλείσανε μες στου Συγγρού βρ αμάν αμάν κι έχω γι αυτούς μαράζι

Τη στρίγκλα τη μανούλα σου που όταν με δει με βρίζει

της εύχουμαι στα γηρατειά βρ αμάν αμάν σαν σκύλα να γαυγίζει.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.

-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.

-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified