Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.
Τι λέει ο αστραπόγιαννος;
Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.
Τι λέει ο αστραπόγιαννος;
Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μετωνυμία, εκ του παλαιού ιχθυοποιού (sic) Φαίδωνος, που δηλώνει τον καθηλωμένον άνδρα σε σεβεντίστικα πρότυπα, ιδίως στο άνοιγμα των κουμπιών του πουκαμίσου μέχρι τον αφαλό, για να φαίνεται το θυσανωτόν τρίχωμα, όπου υποφώσκει και χρυσή καδένα (ασορτί με την καρδιά του φέροντος). Επί 80’ετίας διανθίσθηκε με πακέτο «μάλμπορο», τυλιγμένο στο ανασκουμπωμένο μανίκι της πουκαμίσας ή σφιγμένο στο μαγιώ, τσόκαρο «γάτα με πέταλα», ανώνυμο γυαλί ηλίου και ψάθινο καου-μπόικο…
Λέγεται και τραβόλτας ο τύπος, ενώ ο βιρτουόζος Ζώρζ Πιλαλί, υπήρξε και ο πρώτος που γιουχάισε μουσικώς και στυλιστικώς το φαινόμενον.
Πρόκειται λοιπόν για μια εκ της σειράς μετωνυμιών, που αποδίδουν σε διάφορους σελεμπριτέους, ορισμένην ιδιότητα, όπως:
(για να μη μείνουν 13=γρουσουζιά) Καΐλας, για τον αναξιοπαθούντα πτωχό-πλην-τίμιο δουλευταρά
και άπειρα άλλα, αφού της επινοητικότητος ουκ έσται τέλος...
- Κλείσε κανά κουμπί, θα πουντιάσεις ρε Γεωργίτση!
- Τι ξέρεις εσύ από μόστρα ρε λεκέ;
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας ο χτυπημένος από τη ζωή και τις κακουχίες της που παίζει μπουζούκι για να παρηγορηθεί.
Ο όρος έχει βγεί από τον μεγάλο ηθοποιό του έθνους Νίκο Ξανθόπουλο, από την ομώνυμη ταινία Γιακουμής - μια Ρωμαίικη καρδιά.
Συνήθως χρησιμοποιείται για αυτούς οι οποίοι κλαίγονται συνεχώς για την πάρτη τους, με απώτερο σκοπό να τους λυπηθείς και να τους καβατζώσεις (κυρίως οικονομικά). Συνηθίζεται η έναρξη της κλάψας να γίνεται με την λέξη: «Μάνααα...», αφού συνήθως κλαίγονται στη μάνα τους για λύπηση και χαρτζιλίκι.
Υπάρχει φυσικά και η δεύτερη και σημαντικότερη χρήση, η οποία αναφέρεται σε υπερβολικά πλούσια ή νεόπλουτα άτομα, με απαραίτητη προϋπόθεση την κατοχή σκάφους ως μουνοπαγίδα. Συνήθως κυκλοφορούν με πουλοβεράκι στους ώμους και σορτσάκι Nautica και κόβουν βόλτες στις μαρίνες σε ακτίνα κοντινή στο σκάφος. Μιλάνε στο κινητό μεγαλόφωνα και κανονίζουνε το επόμενο μπακουροπάρτυ στο σκάφος. (Ο Γιακουμής της ταινίας κοιμότανε σε βάρκα και όλο το story έπαιζε γύρω από αυτό).
Η χρήση αυτή του όρου γίνεται με εντελώς αντίστροφη λογική από αυτήν του αγαπητού παιδιού του λαού! Σε αντίθεση με τον Ξανθόπουλο - που ήταν χαμάλης στο καρνάγιο - τα άτομα αυτά συνήθως δεν δουλεύουν.
Τάσος:
- Ρε συ Πάμπο, πού να σου λέω τι έπαθα... Πάνω που ερχόμουνα με πιάνει λάστιχο, παίρνω λεωφορείο και μου κλέβουνε το πορτοφόλι, με πιάνει εισπράκτορας και τρώω πρόστιμο, το κινητό δεν έχει μονάδες και δεν έχω και τηλεκάρτα! Έχεις κάνα ψιλό για δανεικά; και θα στα φέρω αύριο...
Πάμπος: - Πού 'σαι Γιακουμή; Το μπουζουκάκι σου και σ' άλλη παραλία...
- Μαλάκα, τι σκάφος είναι αυτό που έχει το πουρέιντζερ;;;;
- Ναι, ναι... Γιακουμής ο δικός σου...!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified