Further tags

Υπερθετικός του πάτος, που αντιστοιχεί στα οπίσθια (κυρίως γυναικεία). Χρησιμοποιείται επαινετικά για μια γυναίκα με ωραία οπίσθια.

-Κοίτα την ξανθιά με το μίνι! -Πώπω μια πατούρα που έχει! Πολύ θα ήθελα να την είχα για ένα βράδυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με μυαλό κότας και μεγάλα... μπαλκονια.

- Αυτή η Βέρα ρε παιδιά είναι κορμάρα μπαλκονάτη, αλλά μόλις ανοίξει το στόμα της τρέχεις και δεν φτάνεις. Αμολάει τις κοτσάνες με ρυθμό οπλοπολυβόλου! Σκέτο βυζόμπαζο το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο αδερφή που δεν πάει άλλο.

- Κοίτα που μας έγινε γκέι και ο Τάκης!
- Γκέι;;; Χα! Αυτός είναι μια καράπουστα του κερατά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παλιοαδερφή.

Oυστ παλιοκουδουνίστρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Γυναίκα με ωραίο σώμα, χωρίς απαραίτητα να 'ναι και όμορφη. Γενικά δηλώνει γυναίκα που είναι ό,τι πρέπει για κρεβάτι.

Συνώνυμα: τούμπανο.

- Δες την αυτήν που περνάει. Δες σωματάρα, αν και από φάτσα δεν λέει και πολλά.
- Ωραίο σκυλί ρε.

Κυριολεκτικό σκυλί, μεταφορική πούτσα. (από patsis, 02/05/10)(από Vrastaman, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι ξανθές γυναίκες είναι λιγότερο εύστροφες από τις υπόλοιπες.
Μύθος ή πραγματικότητα, αποδεδειγμένο ή κακία από τις μελαχροινές που δεν τους έκατσε καλά η βαφή, το θέμα είναι ότι χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ανόητη, τη χαζή, τη γυναίκα που δεν καταλαβαίνει με την πρώτη.

-...και που λες, τη Μαρία τη χώρισε ο Τάκης γιατι την έπιασε να ανταλάσσει μηνύματα με τον πρώην της, πήρε το κινητό της και τα είδε ολα! -Καλά και αυτή δε μπορούσε να τα σβήνει; Μα πόσο ξανθιά είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ όμορφη, η εντυπωσιακή μελαχρινή γυναίκα.

Χτες στο πάρτι του Γιώργου, γνώρισα την ξαδέρφη του, ένα μελανούρι να το δεις να ζαλιστείς!

(από joe909, 19/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι κίναιδος, ελληνιστί gay.

- Ρε συ Μάκη; Τ' ειν' τούτος ρε; Πώς κυκλοφορεί έτσι...
- Αφού τον βλέπεις ρε... Τη σιδερώνει τη γραβάτα...

Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, το και την τρίζει την όπισθεν για περισσότερες αντίστοιχες εκφράσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα του πεζοδρομίου, η πόρνη στο επάγγελμα. Χρησιμοποιείται επίσης ως χαρακτηρισμός για μια «εύκολη» γυναίκα.

Ο όρος προέρχεται απο τον Αθηναϊκό υπόκοσμο.

-Μη μπλέξεις μαζί της, ειναι γνωστή καλντεριμιτζού.

(από electron, 23/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Η τσούλα, η εύκολη, η γυναίκα του πεζοδρομίου.

-Ίσα μωρή χαμούρα που θες και να τα ξαναβρούμε! Όταν μου φόραγες το κέρατο ήταν καλά, ε;

(από xalikoutis, 17/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified