Ο θηλυκός άνθρωπος
- Ποια είναι η γνώμη σου για την Καίτη;
- Και γαμώ τις ανθρώπισσες ναούμε
Ο θηλυκός άνθρωπος
- Ποια είναι η γνώμη σου για την Καίτη;
- Και γαμώ τις ανθρώπισσες ναούμε
Got a better definition? Add it!
Ο όρος Κουρής είναι παρμένος από τη ζωή, δηλαδή από τις εκπομπές του Βασίλη Λεβέντη στο Κανάλι 67-όχι 69-οι οποίες μας χάρισαν πλήθος γέλιου και σλαγκιών τύπου καθίζημα και λοιπά.
Κουρής λοιπόν στα λεβέντικα, είναι το πορνό, και μάλιστα το τηλεοπτικό. Κάποτε το 1997, ο Πρόεδρος αποφάσισε να κάνει ζάπι. Οι διαφημίσεις για περιοδικά γάμου δε του άρεσαν, ούτε οι πολιτικές συζητήσεις, ούτε οι ταινίες. Και τότε συντονίζεται στο Κανάλι 5(ιδιοκτησίας Κουρή).
Και τι δεν είδε.
-Βάλε Κανάλι 5, έχει Κουρή της Χύνος Φιλμ
Got a better definition? Add it!
Published
Η αρχιδοσύνη είναι μια από τις ιδιότητες των σούπερ αντρακλαρων και συγκεκριμένα είναι η ιδιότητα του αρχιδάτου.
Αυτό το πατριαρχικό κατάλοιπο, η τακτική του πουλάω αντριλίκι και μαγκιά και μετά βάζω την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια θα ήταν μια φορά γραφικό αν το έκανε κάποιος άλλης ιδεολογίας. Όταν όμως ακολουθείται από τους τύπους που σαν κεντρική ιδεολογία προτάσσουν αυτό το “αντριλίκι”, την ντομπροσύνη, την παρωχυμένη πατριαρχική αρχιδοσύνη, τότε γίνεται δέκα φορές πιο γραφικό και κυρίως χρήσιμο.
Πηγή:https://www.blogopaignio.gr/mparmparousis-o-tupos-tou-paroxumenou-patriarxikou-arsenikou/
Got a better definition? Add it!
Published
΄Άνδρας, ώριμος, της ερωτικής μάχης μπαρουτοκαπνισμένος. Αναζητά και ενίοτε επιτυγχάνει, χωρίς περιστροφές, άσκοπα λόγια και φιάλες με ακριβή αλκοόλη, την ερωτική συνεύρεση με γυναίκες κοινών ενδιαφερόντων.
Ο Σέβος ο σοβαρογάμης μόλις έδεσε το καΐκι, φόρτωσε την βυζαρού στο παπάκι και έγινε καπνός. Ο άλλος ο χαζοκάυλης Ο Ποθητός, ο χαφταλέυρας ακόμη είναι με την κοντή και τις φίλες της στο μπαράκι με το δεύτερο μπουκάλι Belvedere και έχουν ακόμη μέλλον...
-
Got a better definition? Add it!
Published
Μην μπερδεύεστε. Το λήμμα δεν αποτελεί ούτε προσταγή, ούτε προτροπή. Είναι επιθετικός προσδιορισμός που χαρακτηρίζει περιφραστικά μια γυναίκα θελκτική, παθιάρα, με ωραίες αναλογίες και καμπύλες, με σαγηνευτικό ντύσιμο και βλέμμα, έναν κόμματο, μια μουνάρα, μια θεογκόμενα και πάει λέγοντας.
Ο αφηγητής στην αντροπαρέα: -Κι εκεί που καθόμαστε στο καφέ, σκάει η Σούλα μαζί με την ξαδέλφη της απ το χωριό, που ήρθε να την δει στην Αθήνα. Μια γκόμενα, μα τι γκόμενα ?! :"μαζευτείτε να την παίξουμε".
Got a better definition? Add it!
Τελικά γούσταρε το γκομενάκι και μάλιστα νομίζω ότι άρεσα και στην φίλη της οπότε ό,τι και να γίνει έχω και καβλάτζα.
Καβάτζα σε γκόμενα. Ρήμα: Καβαλατζώθηκα
Got a better definition? Add it!
Published
Παράδειγμα εδώ - Πω πω ρε μάγγα τι σκυλαίουρος ήταν αυτός? Να πιω τα ζουμιά της και ας πάθω ζάχαρο - Πούτσα και ξύλο ρε μάγγα, πούτσα και ξύλο.
Σώμα αιλουρίσιο, πρόσωπο σκυλί.
Φονικός συνδυασμός για πολύ ματομούνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Το "Εμμανουέλα" σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια γυναίκα ψωλού σε βαθμό εκπόρνευσης. Όμως ο γνήσιος σλανγκιάρης* γυμνοσάλιαγκας της ασφάλτου το χρησιμοποιεί για να πειράξει ή να μειώσει αρσενικά είτε για κάποια αντιαρσενική τους ενέργεια είτε εντελώς αυθαίρετα για τον ανδρισμό τους.
Συνώνυμα/σπέκια: πουστάρα, πουσταρά, πουστράτζα, (κωλ)αδερφή, πούστη νέε, ξεκωλιάρη, γαμιόλη, ψωλορουφήχτρα, πιπαδόρε κτλπ.
Το "Εμμανουέλα" βέβαια είναι πιο ιδιαίτερο και χρησιμοποιείται κυρίως από μερακλήδες αστειάτορες μέσης ηλικίας με φωνή για ντάτσουν. Απαντάται συνήθως σε εξέδρες ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, κυρίως από Β' εθνική και κάτω. Είναι εξάλλου μια λέξη που απαιτεί κοινό και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της.
Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τη σειρά ταινιών σοφτ πορνό "Emmanuelle" με την αψεγάδιαστη Ολλανδή και-παρθένα-και-πουτάνα Σίβλια Κριστέλ (28 Σεπτ. 1952 – 17 Oκτ. 2012)
*Το σλανγκιστής είναι πολύ ιντελεκτουέλ για τα συμφραζομενα
Σε αγώνα μπάσκετ β΄εθνικής από την εξέδρα:
-Ρε μαλάκα Σορώκο! Βγάλε τον έξω τον Υφαντή να πουμε! Τι κοιτάς μωρή Εμμανουέλα! Άντε και γαμήσου μωρή σημαδούρα!
Got a better definition? Add it!
Σύντμηση των λέξεων ομοφυλόφιλος και πούστης. Χρησιμοποιείται περιπαικτικά για να καυτηριάσει την πολιτική ορθότητα στο λόγο, αναδεικνύωντας την αντίθεση μεταξύ του πολιτικά ορθού όρου "ομοφυλόφιλου" και του ανεπίσημου και καθημερινού όρου "πούστης", για τον προσδιορισμό κυρίως ομοφυλόφιλων αντρών.
-Αφού τον πούτσο αγαπάς, τι με παιδεύεις με τους όρους αμφιφυλόφιλος, πανηδονιστής και πολυάμορους, ρε ομοφυλόπουστα;
Got a better definition? Add it!
Το πατοστούμπι, είναι η αρχαιοκατωαχαγιώτικη μετάφραση της αγγλικής λέξης butt plug, που αναφέρεται σε εκείνο το σεξουαλικό παιχνίδι που είναι σχεδιασμένο να εισέρχεται στο κόλον ή αλλιώς στον πάτο.
-Το πατοστούμπι μη ξεχάσεις να φέρεις.
- Δυστυχώς έλιωσε λόγω ζέστης και τώρα δεν στουμπώνει.
Got a better definition? Add it!