Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά.
Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα.
Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ.
Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι.
Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010.
Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει....είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές.
… και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά….
Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα…
-όλα διχτυωτά.
![λήμμα [σχολής βράστα] (από xalikoutis, 26/01/09)](http://s.slang.gr/media/200901/7385b2807e54f6153997-1428190116_320x180.jpg)