Further tags

Α) Ανορθόγραφο υποκοριστικό του γνωστού «κρόσσι»: νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ. όπως διαβεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος εδώ.

B) Στα σινάφια των μηχανόβιων, χαϊδευτικό – υποκοριστικό για μηχανάκι για διαδρομές εκτός ασφάλτου (χώμα, λάσπη, ανώμαλος δρόμος, φευ! επαρχιακές οδοί).

Δεν υπάρχει έφηβος, κι όχι μόνο, με το πειραγμένο γονίδιο που να μην το πόθησε κολασμένα, συχνά περισσότερο κι από τη γκόμενα που έβαζε να καθίσει στο παπί του. Κάτι η εκτοξευμένη σε άλλη πίστα εκτίμηση των γύρω με τα ίδια μυαλά, κάτι η εντύπωση μιας επικίνδυνης αλητείας που σε πάει παντού και κυρίως, η σιγουριά που δίνει το μουγκρητό ανάμεσα στα σκέλια, πως το αντριλίκι αυξάνει με τα σκονισμένα χιλιόμετρα, δεν είναι και λίγα σαν ανταπόδοση μιας επένδυσης που κόστισε κάμποσες λιγότερο ή περισσότερο μίζερες εργατοώρες εδώ κι εκεί.

Προφανώς, από το αγγλικό «motocross»: αγώνες ανώμαλου εδάφους.
Συμπληρωματικό / εναντιωματικό: «στριτάκι».

Γ) Στα σινάφια μπουρδελιάρηδων και δη, όσων τους αρέσουν τα ξινά, νεαρός (συνήθως)… αρτιμελής έως αρτιμελέστατος, που τη βρίσκει με το να δίνει κώλο (αλλά και για το γάμιστρο) ντυμένος από ξέκωλο έως θεόμουνο, αντίστοιχο στοκάρισμα, περούκα και ανάλογα κοσμήματα, φρου φρου κι αρώματα.
Ασφαλώς, οι θηλυπρεπείς με τον αντίστοιχο… αέρα πείθουν περισσότερο ανεβάζοντας (μάλλον) τη… διάθεση.

Προφανώς από το αγγλικό «crossdresser»: παρενδυτικός.
Συνώνυμα: «τραβεστί» (συγκριτικά, σχεδόν κυριλέ), τραβέλι (συγκριτικά, κάπως πιο μπρουτάλ - υποτιμητικό).
Να μην συγχέεται με το τρανς.
Συντομογραφία: «cd».

  1. Επιεικώς γελοίο το βίντεο όμως.
    Έστω και διαφημιστικό που ήταν θα μπορούσαν να ετοιμάσουν το μηχανάκι (τακούνια καμιά ανάρτηση) να γυρίσουν κάνα πλάνο της προκοπής. Όχι να βάλουν τα SS και τα κροσάκια να σέρνονται για να φανεί ότι το στρώμα πάει. Και να πηδάει και 20 πόντους lol

(Η κριτική για το εδώ βίδεο).

  1. Είμαι 41 χρονών 1.85 υψος,110 κιλά, γυμνασμένος καθαρός και θα ήθελα να γνωρίσω ένα κροσάκι πολύ θηλυπρεπή (…sic) να ντύνεται με ρούχα γυναικεία, να έχει ωραίο σώμα, και να με βγάλει ωραία γούστα στο κρεβάτι. Είναι πρώτη φορά που βάζω αγγελία δεν έχω ξαναβάλει πότε. Και τέλος θα ήθελα να είναι μικρής ηλικίας.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ογκώδης και σφύζων ερωτικός σωλήν, η χονδροπούτσα.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...η χαρίεσσα κορασίς, αγαλιώσσα, εξετόξευσε πάλιν την γλώσσαν της και ήρχισε να γλείφη γρήγορα, ως έγκαυλος σκυλίτσα, το προ αυτής λιμνάζον σπέρμα, φανταζόμενη ότι το έγλειφε και το κατέπινε από την εμέσσουσαν αυτό μεγαλοπούτσαν του Μακ Γκρέγορ...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 133)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αι εκτοξευόμεναι κατά ριπάς ρουκέτται παχύρρευστου ψωλόχυματος.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Η απαλή ως μαγνόλια παις, καίτοι επνίγετο σχεδόν από τας επα΄΄ηλους ορμητικάς σπερμαρορουκέττας, κατέοιε όλον τον γλοιώδη αρσενικόν οπόν, αγβνιζόμενη απεγνωσμένως να μη της διαφύγη ούτε μία σταγών...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 139)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλιάρικο ή καυλιδερό υποκείμενο ή αντικείμενο, προκαλεί άμα τη εμφανίσει στύσεις. Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά, προσφιλής και στον σλανγιωτάτο ποιητή Ανδρέα τον Εμπειρίκο.

Ψευδογαλλιστί: καυλωτίκ.

Και η ψωλή του ανδρός, επάνω εις το μουνέττον, τι κολοσσός, πόσον σκληρά και πόσον φουσκωμένη! Και η χειρ του, επάνω στα βυζέττα της, πόσον αδρά και ισχυρά! Και τα μάτια των εραστών, πόσον στιλπνά και λιγωμένα! Και η κορασίς, πόσον καυλωτική και καυλωμένη!
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 41)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουκέτες ή ρουκέτται: Η εκτοξευόμενη κατά λαυκάς παχύρρευστας ριπάς ψωλόκρεμα.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Τρία ή τέσσερα λεπτά αργότερον, η Φλώσσυ έχυνε εν νέου, εν μέσω ομοίας με την προηγουμένην τρικυμίας γλυκασμού, ενώ ο πιπιλίζων και καταπίνων τον μουνοχυμόν της άνδρας εξετόξευε πάλιν τας λιπαράς, λευκάς ρουκέττας του εις τον αέρα. (Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 59)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό σπέρμα, άκα το ψωλόχυμα, το ερωτικόν γλεύκος, το παχύρρευστον πίαρ.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Αχ νάξερες -σ'τό ξαναλέω- νάξερες πόσο σου πάει το το ψωλόχυμα στο πρόσωπό σου... Σού το γέμισα παντού... Σού το έκανα μούσκεμα... θ'αθελα να είχα έναν καθρέφτη νε το έβλεπες και συ... Θαρρώ όμως πως θ'ελεις και άλλο σπέρμα.... Μπόλικη, παχειά ψωλόκρεμα... Δέν είναι έτσι, Φλώσσυ;
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ.23).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμαρτωλό καυλάκι, η ευειδής και ηδυπαθής θεραπαινίς, ο καυλοπυρέσσων μουνάγγελος.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Και ενώ ο οργασµός τής Φλώσσυ εξηκολούθει, καθ' όλην τήν διάρκειάν του, ο φύλαξ, φλεγόµενος από τήν διέγερσίν του, µε τό βλέµµα του καρφωµένον εις τήν σφύζουσαν μουνότρυπαν τής κορασίδος, εκ τής οποίας έρρεε εκ νέου ο ερωτικός χυµός της, ο µεγαλόσωµος πυρρόθριξ άνδρας, δονούµενος από τόν ίµερόν του, εκοίταζε κεχηνώς τήν εµέσσουσαν ροδαλήν οπήν, και απεταµίευε εις τήν µνήµην του και εις τήν ψυχήν του, ως ανεκτίµητον θησαυρόν, τό εξαίσιον θέαµα τού οργασµού και τό γλυκύ ακρόαµα τών στεναγµών και τών κραυγών τής ηδονής που εξέφευγαν από τά χείλη τής ασπαιρούσης κόρης, και εξηκολούθησε να τής τρίβη τό αιδοίον, έως που εβεβαιώθη ότι όσον μουνόχυμα είχε να διάθεση τήν στιγµήν εκείνην η ωραία καυλόπαις, είχε εξέλθει εκ τού ερωτικού οργάνου της.

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ερωτικόν γλεύκος που εκτοξεύει κατά λιπαρά κύματα ο σφύζων ερωτικός πίδαξ του ανδρός. Μια από τις πολλές ερωτικές κρέμες κι αφρούς που πραγματεύεται ο σλανγιώτατος Ανδρέας ο Εμπειρίκος.

Βλ. επίσης ψωλοχυμός, ψωλόχυμα, μουνόχυμα, μουνόγαλα et al.

1.
και είδα να ξεπετιούνται από τήν πούτσα του µε ορµή, σαν αστραπές, πολλές άσπρες ρουκέττες από παχύ ψωλόγαλα

2.
Όταν κατάλαβα πως ήμασταν και οι δυο έτοιμοι να εξαπολύσουμε τους ερωτικούς μας χυμούς, τραβήχτηκα και πολλές άσπρες ρουκέτες από μπόλικο παχύ ψωλόγαλα πετάχτηκαν με ορμή από τον καυλό μου και κατέληξαν πάνω στην οθόνη του υπολογιστή – εκεί που ήταν το μέιλ. Τα χύσια μου γλιστρούσαν πάνω στην οθόνη και πίσω τους έπαιζαν οι λέξεις.

3.
συσκευη αρμέγματος για “ψωλογαλα”. Αυτο δε χρησιμοποιειται τοσο για ικανοποιηση αναγκης αλλα για συγκεκριμενο φετιχ

(από Khan, 18/12/14)Καυλοπυρέσσων καυλάγγελος πίνων γάλα εν είδει ψωλογάλακτος. (από Khan, 18/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ροδαλού κι ελαφρώς βελουδένιου ωσάν βερίκοκο-ρίκο-ρίκο-ρίκοκο μουνιού - πρόσφορο. Οι φέρουσες τοιαύτα αιδοία αποκαλούνται καϊσοµούνες. Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Εκ του καϊσί (< τουρκ. kaysι, βερίκοκο).

Μόλις άφησε η µικρή κοκκινοµαλλούσα τό άθλιο κουρελοφόρεµά της να σκεπάση τό ωραιότατο καϊσοµούνι της ...
(εδώ)

(από σφυρίζων, 18/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά το μουνί στην ιδιότυπη αργκό του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Εμπειρικικά συνώνυμα: μουνέλο, μουνέττο, μουνίδιο, ερωτικόν κογχύλιον, χαίνον αιδοίον. Βλ. σχέση ινσέψιο με τον έτερο εμπειρικισμό κάμνω μιμί.

- Μπορείτε, µικρή µου Μίς, να κάνετε άλλη µια φορά εν συνεχεία; Έχετε ένα τόσο ωραίο µιµί, και κάνετε τόσο όµορφα και τόσο πολύ, για τήν ηλικία σας, που θάθελα να σας τό ξανατρίψω...; (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified