Further tags

Χαρακτηρισμός λόγω μικρού πέους. Χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψουμε κάποιον που το παίζει μεγάλος σε δύναμη.

-Θα σε δείρω ρε μαλάκα!
-Για ηρέμησε ρε μικρούλη μη σε βάλω κάτω και σε αχίσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που λόγω της σπαστικής της συμπεριφοράς, διώχνει τους άντρες (διώχνει μακριά το γκαβλί), η αγάμητη.

Theo: Και για το πιο απλό θέμα να μιλήσουμε, δεν μπορεί, θα μου τα σπάσει τα παπάρια. Sakis: Ναι μωρέ, χέσ' τηνα τη ξούγκαβλη .

Να ποιά είναι η πραγματική Αλεξάνδρα. (από GATZMAN, 14/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος που γουστάρει σεξ.

Μαγκουρογαμόσαυρος ο αιτωλοακαρνάνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιδέξια χειρίστρια του ανδρικού μορίου. Το αριστοτεχνικό και ενδελεχές του παίξιμο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με solo, επομένως σολίστ -> ψωλίστ.

- Πώς ήταν ρε μαλάκα το πιπίνι στο κρεβάτι;
- Πού να στα λέω... Μεγάλη ψωλίστ φίλε!

Άξια χειροκροτήματος! (από Vrastaman, 09/10/08)(από pavleas, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπίπτει απόλυτα και με το γνωστό φάκαμπλ, εξ ολοκλήρου αγγλικό, εκ των fuck και την κατάληξη -able.

- Τσέκαρε εκεί ρε απέναντι αυτά τα γκομενάκια!
- Ε όχι ρε φίλε είπαμε!
- Γιατί ρε μαλάκα σε χάλαγαν; Μια χαρά φάκαμπλ τις κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Γυναίκα που εύκολα συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις. Ενίοτε αναφέρεται και επιτιμητικά.

(Teo) - Πω πω μανάρα μου, τι ντύσιμο έχει αυτή, όλα έξω τα'χει!

(Sakis) - Nαι ρε φιλάρα μου κοίτα τη, θα είναι πολύ ρουφογκαβλέτα αυτή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεξία αυτός που κατά την ερωτική συνεύρεση δεν έχει αρκετή στύση. Μεταφορικά χρησιμοποιείται ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός.

  1. - Αυτόν τον καιρό είμαι πολύ ντεκαυλέ...
    - Τι, δεν γαμάς καθόλου;
    - Γαμάω μωρέ, αλλά είμαι μαλακοκαύλης.

  2. - Κοίτα τον Γιώτη, πάλι σε γκόμενα την πέφτει! - Τι πηγαίνει μωρέ ο μαλακοκαύλης; Αφού όλο χυλόπιτες τρώει!

Βλ. και κάμα σούπα, μαλακογάμης, -καύλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρσενικός διευθυντής οίκου ανοχής. Συνήθως κραγμένος ομοφυλόφιλος.

- ... πήγα που λες στο μπουρδέλο που μου είπαν, και βγαίνει ο τσάτσος την ώρα που περίμενα. Μου την έπεφτε αγρίως, και έτσι ξενέρωσα και σηκώθηκα και έφυγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξελιγωμένος για γυναίκα, ο σεξομανής, αλλά και ο αγάμητος.

-Πω, κοίτα αυτή ρε τι γκομενάρα!
-Χαλάρωσε ρε, μην κάνεις σα λιγούρης!

Βλ. και λιγούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικό, μαλάκας και αρχίδης μαζί.

- Δεν με άφησε να μπω στα κλαμπάκι.
- Άντε ρε τον μαλακαρχίδη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified