Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.
Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.
Got a better definition? Add it!
Φουσκωτή κούκλα με τα ανατομικά και γεννητικά χαρακτηριστικά της γυναίκας, που εξυπηρετεί παθολογικούς αυνανιστές και περιστασιακούς αυνανιζόμενους.
Προτιμάται και από φανατικούς εργένηδες.
Προφανώς, ο όρος προέκυψε απ' το προτέρημα της φουσκωτής έναντι της αληθινής, ν' αναδιπλώνεται και να περιορίζεται, χωρίς πολλά-πολλά, σε μια βαλίτσα μετά τη χρήση.
- Τι μούτρα είναι αυτά ρε Ευγένιε; Μη μου πεις... Τσακώθηκες πάλι με την Τασούλα;
- Άσε ρε Γιωργάκη... ΓΥΝΑΙΚΕΣ... δεν τις ξέρεις ρε; Μ' άρχισε πάλι τα τρελά της, και την έστειλα σούμπιτη... Έτσι όπως πάει, θα ψωνίσω και γω μια απ' αυτές τις μαντάμ ντε σακ ντε βουαγιάζ να βρω επιτέλους την υγεία μου...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Κάνω πρωκτικό sex. Κυρίως ως απειλή. Επίσης το συναντάμε και ως «γεμίζω κρέας το κωλάντερο».
- Εσύ ήπιες όλες τις μπύρες ρε;
- Ναι...
- Ε, θα σου γεμίσω τον κώλο κρέας για να μάθεις να μην το ξανακάνεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Το σπέρμα. Εκ του: πέος + τζους (juice= χυμός)
- Λες να τα πίνει η Γεωργία;
- Αυτή; Τρελαίνεται για πεοτζούς.
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτή που εκφράζει τα συναισθήματά της έντονα, φωνάζοντας ουρλιάζοντας και τονίζοντας επιδεικτικά κάθε της κίνηση ... όπως ακριβώς κάνει η χήρα στο κρεβάτι.
Πώς κάνει έτσι αυτή Λίτσα μωρέ παιδί μου, λες και δεν έχει ξαναδεί τσαπού στην τηλεόραση, σαν τη χήρα στο κρεβάτι κάνει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Βλέπε: χτυπάω γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Είναι από τις εκφράσεις που την λένε οι άντρες συνήθως μεταξύ τους και μάλιστα κάπως επιδεικτικά. Συνώνυμο: βγάζω γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.
Συνώνυμα:
- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...
%
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός της παλάμης, χρησιμοποιείται στην περιγραφή της πράξης της μαλακίας.
- Καλά, αυτός πως την βγάζει τόσο καιρό;
- Δουλεύει την χείρα με τα πέντε ορφανά!
Got a better definition? Add it!