Selected tags

Further tags

Η παταγώδης ανταπόκριση του θηλυκού πληθυσμού για έναν άντρα, προφ για έναν γκραν γαμάω τύπο που σκάει μύτη σε έναν χώρο, ή στην πιάτσα γενικώς. Αλλά και για έναν κοινό θνητό, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που όμως δείχνει στις γκόμενες πως είναι ο άντρακλας α λα Humphrey Bogart, με λίγα λόγια και αντρίκια και βλέμμα που κάνει τα λιοντάρια γατούλες.

Ανάλυση της έκφρασης: Όπως σλανγκικώς έχει καταδειχτεί από το φαινόμενο του γραμματοσήμου και άλλα ηχηρά παρόμοια, το γυναικολογικό επακόλουθο ενός τέτοιου εξ αποστάσεως σεξουαλικού ερεθίσματος είναι το νιμού να σαγηνευτεί και να ετοιμαστεί όλο προσμονή για δράση υγραίνοντας τα σκέλια του, αρκεί να να μην το παρακάνει και τελειώσει εντυπωσιακά ον δε σποτ. Υπερβολικό; Άβυσσος το μουνί της γυναίκας!

Υ.Γ. Να μην συγχέεται με το κατούρημα!

  1. - 'Ασε κολλητέ, η δικιά μου άρχισε να μου κάνει νερά...
    - Ξύνεται το μουνάκι της να σου τα φορέσει;
    - Εκεί πάει το πράγμα. Μου 'χει φάει τ' αυτιά γι' αυτόν τον ζεν πρεμιέ τον Γιάννη από το γραφείο. Και τι συμπαθητικός τύπος είναι, και να βγούμε μια φορά με τα παιδιά από τη δουλειά σου και τέτοιες πίπες. Σε τα μας τώρα το Δεσποινάκι;
    - Πάντως φίλε να την προσέχεις τη φάση, γιατί γι' αυτόν τον τυπά βρέχονται βρακάκια όπου περνάει, έχει μεγάλο σουξέ.

  2. - Καλά ρε μαλάκα, πώς ντύθηκες έτσι; Για ένα καφέ θα πάμε, όχι στα μπουζούκια.
    - Καλός είμαι;
    - Ζαγοραίος! Θα βραχούνε βρακάκια για την πάρτη σου!

  3. - Και που λες, γίνεται του μουνιού το ξέσκισμα, αυτός ο λεχρίτης απειλεί γενικώς για απολύσεις και μαλακίες, εμείς έχουμε μείνει παγωτό, δυο-τρεις γκόμενες κλαίνε...
    - Και μετά;
    - Μετά εμφανίζεται από το πουθενά ένα παλικάρι από άλλο τμήμα, ψύχραιμος κι ωραίος, και του λέει «άνθρωπέ μου, ηρέμησε, άσε τις απειλές γιατί είμαι μάρτυρας και θα σου φέρω εδώ επιθεωρήσεις, δικηγόρους και κανάλια να πάρεις και για το σπίτι». Είχε μια φωνή, ψάρωσαν όλοι. Έκανε τουμπεκί ο ρουμάνος, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια κι έφυγε. Οι κοπέλες λιώσανε, βρέξανε βρακάκια, αφού μετά πήγανε να τον βρουν και τον αγκάλιαζαν...

(από patsis, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως στο αρσενικό. Γεννήθηκε στους εκπαιδευτικούς κινηματογράφους της πρόσφατης αρχαιότητας (δεκαετία '70-'80), όπου προέβαλλαν «2 έργα σεξ και 2 έργα καράτε».

Με αναφορά αρχικά στην ικανότητα τού, κατά κανόνα, ανήλικου να μπαίνει στην εν λόγω αίθουσα παρά την πινακίδα «Απαγορεύεται η είσοδος σε ανηλίκους», ή/και τσάμπα, επεκτάθηκε σε απανωτές, εν μέρει απρόσμενες, επιτυχίες με τουρίστριες στα νησιά, αλλά στις μέρες μας χρησιμοποιείται ελαφρώς ειρωνικά για όποιον το παρακάνει στις μούφες για τις επιτυχίες του.

– Άσε, με ξεζουμίσανε στην Ίο. 7 γκόμενες σε 6 μέρες... Η μια να φανταστείς πήρε τηλέφωνο την αδερφή της και ήρθε με τσάρτερ από Λονδίνο να με γνωρίσει.
– Ε, είσαι θεός του σεξ και του καράτε.

Αθάνατη Σλοβακία!!! (από Hank, 05/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται το ίδιο επιτυχώς κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά.

Μελωδικό και με ρίμα, ελαφρώς αυτοκριτικό και μοιρολατρικό, εν μέρει ειρωνικό, αλλά κυρίως δείγμα συνειδητοποίησης και αυτοψαξίματος καλύπτει κάθε δραστηριότητα, στην οποία άλλα περιμέναμε και άλλα (και από νωρίς) μας ήρθαν.

Πρόωρη εκσπερμάτιση, γκολ του αντιπάλου από τα αποδυτήρια, ρεστάρισμα στην πρώτη παρτίδα κούκο μονό αβολοντέ, γκόμενα που σε παρατάει στο πρώτο ραντεβού για το σερβιτόρο κ.α.

.....- Τα 200 σου και τα ρέστα μου.
- Μέσα. Τι έχεις;
- Δυο βαλέδες. Εσύ;
- Καρέ του Άσσου.
- Ακόμη δεν αρχίσαμε, χύσαμε, χύσαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό fuck και με γαλλική προφορά, είναι μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά από άντρες στην θέα μιας γυνής που δεν θα τους χάλαγε να πηδήξουν.

Είναι δυο φίλοι σ' ένα πάρτι και ξαφνικά σκάει τύπισσα, ούτε πανέμορφη, αλλά ούτε άσχημη... Ο πρώτος σκουντάει τον διπλανό του δείχνοντας διακριτικά το θηλυκό... Και ο δεύτερος απαντάει...
- Μμμ!... Fuckable...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προαιώνιο ταμπού που αποτρέπει το σεξ μεταξύ παντρεμένων οικογενειορχών.

Βλ. και στάση 96.

Λίλιαν: Τελικά φιλενάδα, πώς είναι το σεξ μεταξύ παντρεμένων;

Δεβόρα: Είσαι σοβαρή; Σεξ με τον πατέρα των παιδιών μου; Μα αυτό είναι αιμομιξία!

Got a better definition? Add it!

Published

Η οικογένεια που δεν έχει ηθικούς φραγμούς και αιμομιξιάζεται ασυστόλως.

Μαρία: Κωστάκη, γαμάς καλύτερα από τον μπαμπά.
Κωστάκης: Nαι, μου το έχει πει και η μαμά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ω ρε πράμα που σαλεύει και τον μουστερή γυρεύει...

  • εκλεκτή πραμάτεια για εκλεκτούς πελάτας που την φωνάζει πλανόδιος πραματευτής,
  • ή και η τσατσά για τα κορίτσια της,
  • ή και ο εμποράκος ναρκωτικών για του εξαρτημένους,
  • ή και στον τεκέ ο τεκετζής, από όπου και πρωτοακούστηκε το ανωτέρω...
  • και η ψωλή καθώς αρχίζει να ανατέλλει,
  • και οι κάποιας ηλικίας κυρίες το παίρνουν μάτι και αναστενάζουν λέγοντας «ΕΡΕ πράμα που σαλεύει!»,
  • και ο έχων την ψωλή αναφωνεί «έχω πράμα που σαλεύει και το κωλομούνι γυρεύει».

Και τα στήθια τα βλέπαμε μόνο σε απαγορευμένα περιοδικά για το σεξ, και τώρα είναι από τα χαράματα φόρα παρτίδα: σαλεύουν και τον μουστερή γυρεύουν. ...

Όταν όμως τυχαίνει και πέφτει στα χέρια σου, «πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει», όλα αυτά, αποκτούν σχετική μόνο σημασία.

οι κάποιας ηλικίας κυρίες (από ο αυτοκτονημενος, 06/04/09)Μαχαιρίτσας. "και πράγμα που σαλεύει"... (από Hank, 06/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, είναι το γλειφοκώλι. Βέβαια ο όρος χρησιμοποιείται καταχρηστικά για την πρωκτολειχία, γιατί το 6 θα έπρεπε να είναι ανεστραμμένο.

Ο κυριολεκτικός ορισμός είναι αυτός του Βράσταμαν. Όμως, με λίγη φαντασία, οι μπουρδελιάρηδες επιμένουν ότι μπορεί το γλειφοκώλι να χαρακτηριστεί «στάση 96» αντιστρόφως προς το «στάση 69».

Βλ. σχόλια Χάνκι.

Έκανε 69 και μετά 96. Μιλάμε για κοπέλα τελειωμένη!

Σταθμός 96: Από μπρος virgin, από πίσω... (από Hank, 06/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρωκτολειχία. Αν δεν ξέρετε τι είναι η «πρωκτολειχία», είναι το γλειφοκώλι. Με τον πρώτο μεζέ η λέξη θα σας εντυπωθεί για πάντα! Με την κακή έννοια!

Να μην συγχέεται με το «γλυφοκώλι», που το κάνουν όλοι οι μεγάλοι γλύπτες, όπως ο Πραξιτέλης, ο Φειδίας και άλλοι...

- Μια ερωτηση συνάδελφοι. ειναι επικύνδινο για μεταδωση νοσιμάτων το γλειφοκώλι; γνωρίζει κάποιος;
- Eτσι κι αλλιως απιστευτη ερωτηση.Αν εκανες εσυ πως το βλεπεις; Ειναι το υγειηνοτερο πραγμα στο κοσμο; Αν σου εκαναν τι φανταζεσαι; Οτι στη συνεχεια το γλωσσοφιλο η το τσιμπουκι που ενεδεχομενως σου εκαναν τι ακριβως βακτηρια περιείχε;
(Από μπουρδελοσάιτ)

(από ironick, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύστερα από το λήμμα σύσκεψη της συντρόφισσας ironick, σλανγκίζεται για να σημάνει:

  1. Ρίχνω χέσιμο. Θα διευκρίνιζα: Λεπτή και επιμήκη κουράδα.

Επίσης, θα προσέθετα:

  1. Ρίχνω πούτσο.

Ορισμένοι στοχασμοί στην αγάπη σας για να εξηγηθώ:

Ο οβολός παράγεται από την συγγενική αρχαία λέξη οβελός. Ο οβελός είναι η σιδερένια και επιμήκης ράβδος στην οποία περνιούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο. Δηλαδή ένα μεγάλο σουβλάκι. Εξ ου και ο ήρωας Οβελίξ, που είχε αδυναμία στους οβελούς. Οβολός ήταν αρχαίο νόμισμα, που ισοδυναμούσε με το 1/6 της αττικής δραχμής. Λεγόταν έτσι γιατί ήταν πράγματι οβελός, μεταλλική ράβδος. Ήταν ένα εξαιρετικά δύσχρηστο μαζοχιστικό νόμισμα για τους Αθηναίους. Και ήταν το 1/6 της δραχμής γιατί ακριβώς 6 οβολοί μπορούσαν να αδραχτούν από μία ανθρώπινη παλάμη.

Τελειώνει η κρεψινιά (με την καλή έννοια) και αρχίζει η σλανγκ. Η έκφραση «ρίχνω τον οβολό μου» σημαίνει κάνω την ελάχιστη καλή προσπάθεια που μπορώ να κάνω. Επειδή ο οβολός ήταν πολύ μικρό νόμισμα, σαν να λέμε «πενταροδεκάρα», ήταν το νόμισμα που πρόσφεραν ως φιλανθρωπία οι πρωκτικάντζες σφιχτοκώληδεςή οι φτωχομπινεδιάρηδες. Πλην όταν πρέπει να ενισχυθεί μια προσπάθεια πάση θυσία, λέμε «να ρίξει ο καθένας τον οβολό του», εννοώντας «να βάλουμε ο καθένας από ένα λιθαράκι». Στην χριστιανική κουλτούρα σημαίνει να βοηθήσουμε «από το υστέρημά μας».

Πλην ο οβολός/οβελός είναι πουτσόσχημος ως επιμήκης ράβδος κι έτσι η φράση μπορεί να σλανγκιστεί εύκολα για να δηλώσει το γαμήσι του ελέους, ήτοι ψυχικό, ήτοι εξυπηρέτηση, αγγλιστί mercy fuck. Ρίχνουμε δηλαδή τον οβολό, όχι για εμάς, αλλά για τη φουκαριάρα τη μάνα μας... Εξίσου σλανγκίσιμη είναι η πάγια φιλανθρωπική έκφραση «ρίξατε τον οβολό σας εντός του κυτίου». Γενικά, το «ρίχνω τον οβολό μου» σημαίνει μάλλον ένα φιλανθρωπικό γαμήσι, ή ένα ταπεινόφρον γαμήσι, που το κάνω ως ελάχιστη φιλότιμη προσπάθεια για να συμβάλω στην ικανοποίηση του ρητού γαμάτε γιατί χανόμαστε. Achtung, όμως, Σλάνγκοι. Η αρχική σημασία του οβολού είναι ο οβελός, οπότε η φράση μπορεί να παραπέμπει σε φαινόμενα, όπως το σουβλάκι.

Τέλος, η φράση παραπέμπει και στην ρίψη επιμήκους κουράδας στην λεκάνη του καμπινέ, ιδίως σε ορισμένες μορφές ευκοιλιότητας, πάλι με την ίδια ταπεινοφροσύνη για το επίτευγμά μας... Γενικά, για κουράδες που θυμίζουν γλυπτά της Εύας Χέσε.

Trivia: Συναφώς, ως «δραχμή» μπορεί να σλανγκιστεί το πολυφραπέ έξι «οβολών» από ταλαντούχο ανασεισίφαλλο. Όχι τίποτα άλλο, σκοπός του σάιτ είναι να διατηρούνται και εκφράσεις που τείνουν προς εξαφάνιση, όπως η δραχμή.

Μένιος: Πώς πήγε ρε Άρη με την Αφροξυλάνθη;
Άρης: Πώς να πάει; Απλώς έριξα τον οβολό μου για την επίλυση του δημογραφικού.
Μ.: Τι; Την γκάστρωσες κιόλας;
Ά.: Μπα, απλώς λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα...

Γλυπτό της Εύας Χέσσε, γλύπτρια όνομα και πράγμα! Ρίχνει τους οβολούς της για την προώθηση της μοντέρνας τέχνης.  (από Hank, 06/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified