Selected tags

Further tags

Κοινώς η σούφρα.

Όταν κάνεις μπάνιο... ιδρώνει το πισπίλι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποία δύο άντρες πασάρουν μια γκόμενα ο ένας στον άλλο και μετά την στέλνουν με ένα κρεμαστό σουτάκι στο ράφι.

- Χέσε Φίλιππα και τη βαρέθηκα τη Μυρτώ.
- Σέντρα σουτ, φιλαράκι! Σέντρα σουτ!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Η αδερφή του Μπρους-Λη ή η ελευθέρων ηθών κοπέλα, η τσούλα, η πουτανίτσα.

-Καλά, η Ελένη βγαίνει με τον Κώστα; Αφού τα έχει με τον Μανώλη...
-Μόνο με τον Μανώλη; Αυτή έχει πάρει όλη την ευρωπαϊκή ένωση... είναι πολύ Τσου-Λη!

μαλλιοτραβήγματα (από xalikoutis, 29/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος θυμίζει αρχαία διονυσιακή μορφή τόσο εμφανισιακά, όσο και στη συμπεριφορά του. Μούσια, γένια, μαλλιά, αχανές βλέμμα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του. Αρέσκεται στις πλάκες, κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου και η συμπεριφορά του είναι έκφυλη... Ενίοτε η λέξη χρησιμοποιείται και ως τιμητικός τιτλος μεταξυ φίλων...

-Πού πήγατε χθες;
-Βγήκαμε με τον τραγόμορφο τον Θύμιο...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Κάνω έρωτα, καταφέρνω να συνουσιαστώ μ' αυτήν που θέλω. (χυδαία)

  2. Την φέρνω πισώπλατα σε φίλο, συνάδελφο, κ.λ.π.

  1. - Χτες το βράδι την πηγα σπίτι μου και της τον φόρμαρα.

  2. - Μας τον φορμάρει συνέχεια στη δουλειά ο Τάδε, όλο κοπάνες κάνει.

Βλ. και φερμάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίπα-κώλο.

- Δεν είναι εύκολα τα θέματα μάγκα.
- Θα μας πάνε (=8 Β=8!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.

Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.

Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρίχνω ένα μανίκι = μανικώνω = γαμάω.
Μανίκι = sleeve.
Σλιβώνω.

Σλίβωσες χτες τελικά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα η οποία συλλέγει οτιδήποτε βρίσκεται σε όρθια στάση, κυρίως πούτσες, ανεξαρτήτως σχήματος, μεγέθους και χρώματος. Κάτι σαν φιλοτελιστής.

-Μαρία πόσες πούτσες μάζεψες σήμερα;
-Μόνο μία, ήμουν ντεφορμέ! Εσύ;
-5!!!
-Ο Χριστός κι η μάνα του, εσύ είσαι επαγγελματίας πουτσομαζώχτρα!
-Ναι είμαι, η Professional.

Βλ. και πουτσαρπάχτρα, η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ στα γρήγορα, πριν ζεστάνει η κατάσταση, χωρίς προκαταρκτικά.

Την πήγα στις τουαλέτες του μαγαζιού και της έριξα έναν κρύο και ξεχαρμάνιασα.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified