Κοινώς η σούφρα.
Όταν κάνεις μπάνιο... ιδρώνει το πισπίλι σου;
Η κατάσταση στην οποία δύο άντρες πασάρουν μια γκόμενα ο ένας στον άλλο και μετά την στέλνουν με ένα κρεμαστό σουτάκι στο ράφι.
- Χέσε Φίλιππα και τη βαρέθηκα τη Μυρτώ.
- Σέντρα σουτ, φιλαράκι! Σέντρα σουτ!!!
Got a better definition? Add it!
Η αδερφή του Μπρους-Λη ή η ελευθέρων ηθών κοπέλα, η τσούλα, η πουτανίτσα.
-Καλά, η Ελένη βγαίνει με τον Κώστα; Αφού τα έχει με τον Μανώλη...
-Μόνο με τον Μανώλη; Αυτή έχει πάρει όλη την ευρωπαϊκή ένωση... είναι πολύ Τσου-Λη!
Got a better definition? Add it!
Αυτός ο οποίος θυμίζει αρχαία διονυσιακή μορφή τόσο εμφανισιακά, όσο και στη συμπεριφορά του. Μούσια, γένια, μαλλιά, αχανές βλέμμα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του. Αρέσκεται στις πλάκες, κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου και η συμπεριφορά του είναι έκφυλη... Ενίοτε η λέξη χρησιμοποιείται και ως τιμητικός τιτλος μεταξυ φίλων...
-Πού πήγατε χθες;
-Βγήκαμε με τον τραγόμορφο τον Θύμιο...
Got a better definition? Add it!
Κάνω έρωτα, καταφέρνω να συνουσιαστώ μ' αυτήν που θέλω. (χυδαία)
Την φέρνω πισώπλατα σε φίλο, συνάδελφο, κ.λ.π.
- Χτες το βράδι την πηγα σπίτι μου και της τον φόρμαρα.
- Μας τον φορμάρει συνέχεια στη δουλειά ο Τάδε, όλο κοπάνες κάνει.
Βλ. και φερμάρω.
Got a better definition? Add it!
Πίπα-κώλο.
- Δεν είναι εύκολα τα θέματα μάγκα.
- Θα μας πάνε (=8 Β=8!
Got a better definition? Add it!
Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.
Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.
Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα η οποία συλλέγει οτιδήποτε βρίσκεται σε όρθια στάση, κυρίως πούτσες, ανεξαρτήτως σχήματος, μεγέθους και χρώματος. Κάτι σαν φιλοτελιστής.
-Μαρία πόσες πούτσες μάζεψες σήμερα;
-Μόνο μία, ήμουν ντεφορμέ! Εσύ;
-5!!!
-Ο Χριστός κι η μάνα του, εσύ είσαι επαγγελματίας πουτσομαζώχτρα!
-Ναι είμαι, η Professional.
Βλ. και πουτσαρπάχτρα, η.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάνω σεξ στα γρήγορα, πριν ζεστάνει η κατάσταση, χωρίς προκαταρκτικά.
Την πήγα στις τουαλέτες του μαγαζιού και της έριξα έναν κρύο και ξεχαρμάνιασα.
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!