Ο άντρας που έλκεται ερωτικά από την πεθερά του.
-Την είδες τη μάνα της Τασίας; Πεθεραστής θα γίνει ο Κώστας.
Ο άντρας που έλκεται ερωτικά από την πεθερά του.
-Την είδες τη μάνα της Τασίας; Πεθεραστής θα γίνει ο Κώστας.
Got a better definition? Add it!
Ο καλλίγραμμος, μικρού σχετικά μεγέθους κώλος. Το κωλαράκι.
Κοίτα τώρα που σκύβει! Τι κωλυθρίνι είν' αυτό μάνα μ'!
Got a better definition? Add it!
Το προφυλακτικό.
Ρε Γρηγόρη, σου βρίσκονται τίποτα καπότες ή πάλι με την κάλτσα θα την βγάλω;
(www.bourdela.com) Χώρια που η Βέσυ έχει και κάποιο αφροδίσιο που ελπίζω να μη κόλλησα απο πίπα χωρίς καπότα.
(«Επώνυμη») Όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου...
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του πνίγω το κουνέλι, κάνω πολύ συχνά sex. Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες.
-Το πνίγει το λαγουδάκι (κουνέλι) η Μαριάννα. Μη τον δει στα ξένα χέρια!
Got a better definition? Add it!
Χρήση του λήμματος ως λιπαντικού.
Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.
- Χωρίς σάλιο θα σε πάρω πούστη... θά 'ναι σαν να σε περνάει τρένο!
Got a better definition? Add it!
Ο χρωματισμός - κόκκινο εξωτερικώς προς μαύρο αφότου ανοίξει η τρύπα - που αποκτάει ο πρωκτός μετά βάρβαρου πρωκτικού σεξ.
-Για έλα ρε μάγκα με την όπισθεν να σου κάνω τον κώλο παπαρούνα!
Got a better definition? Add it!
Προκύπτει από το «παρτούζα».
(www.angelfire.com) «40άρα θέλει πάρτυ με ούζα στον κώλο της...»
- Τι θα κάνουμε απόψε Χαράλαμπε;
- Δεν λες στην αδερφή σου να περάσει για τίποτα πάρτυ με ούζα;
- Άααα, δεν πίνω απόψε! (άσχετη)
Got a better definition? Add it!
Το πρωκτικό σεξ, καθώς και «οθωμανικό δίκαιο».
(τίτλος ταινίας πορνό) Σχολή Οθωμανικού Δικαίου.
Η Γιώτα είναι αστέρι στο οθωμανικό (δίκαιο).
Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.
Got a better definition? Add it!
Νεαρός άντρας. Προέρχεται από τα «γκαλιαρντά», τη διάλεκτο του αδερφάτου.
Τι να σου λέω μωρή, ένα τεκνό μούρλια. Μούσκεψα την κυλότα μου σου λέω.
Got a better definition? Add it!