Selected tags

Further tags

Ο άντρας που έλκεται ερωτικά από την πεθερά του.

-Την είδες τη μάνα της Τασίας; Πεθεραστής θα γίνει ο Κώστας.

(από Hank, 08/02/09)the graduate (από allivegp, 23/05/09)Απ\' το 1.30. (από Hank, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλλίγραμμος, μικρού σχετικά μεγέθους κώλος. Το κωλαράκι.

Κοίτα τώρα που σκύβει! Τι κωλυθρίνι είν' αυτό μάνα μ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό.

  1. Ρε Γρηγόρη, σου βρίσκονται τίποτα καπότες ή πάλι με την κάλτσα θα την βγάλω;

  2. (www.bourdela.com) Χώρια που η Βέσυ έχει και κάποιο αφροδίσιο που ελπίζω να μη κόλλησα απο πίπα χωρίς καπότα.

  3. («Επώνυμη») Όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πνίγω το κουνέλι, κάνω πολύ συχνά sex. Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες.

-Το πνίγει το λαγουδάκι (κουνέλι) η Μαριάννα. Μη τον δει στα ξένα χέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρήση του λήμματος ως λιπαντικού.

  1. Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.

  2. - Χωρίς σάλιο θα σε πάρω πούστη... θά 'ναι σαν να σε περνάει τρένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρωματισμός - κόκκινο εξωτερικώς προς μαύρο αφότου ανοίξει η τρύπα - που αποκτάει ο πρωκτός μετά βάρβαρου πρωκτικού σεξ.

-Για έλα ρε μάγκα με την όπισθεν να σου κάνω τον κώλο παπαρούνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το «παρτούζα».

  1. (www.angelfire.com) «40άρα θέλει πάρτυ με ούζα στον κώλο της...»

  2. - Τι θα κάνουμε απόψε Χαράλαμπε;
    - Δεν λες στην αδερφή σου να περάσει για τίποτα πάρτυ με ούζα;
    - Άααα, δεν πίνω απόψε! (άσχετη)

Πάρτυ με ούζα (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρωκτικό σεξ, καθώς και «οθωμανικό δίκαιο».

  1. (τίτλος ταινίας πορνό) Σχολή Οθωμανικού Δικαίου.

  2. Η Γιώτα είναι αστέρι στο οθωμανικό (δίκαιο).

απόδοση οθωμανικού δικαίου, έστω και μεταχρονολογημένα  (από GATZMAN, 14/03/12)

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρός άντρας. Προέρχεται από τα «γκαλιαρντά», τη διάλεκτο του αδερφάτου.

Τι να σου λέω μωρή, ένα τεκνό μούρλια. Μούσκεψα την κυλότα μου σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παροχή σεξουαλικών «υπηρεσιών», μασάζ κ.τ.λ. κατ' οίκον.

- Καλά πώς βγάζει τόσα λεφτά η Σβετλάνα;
- Ξέρεις πόσα πληρώνουν για βίζιτες ρε; Πολλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified