Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το απύθμενο βάθος αιδοίου γυναικείου ή κώλου unisex, και λέγεται πάντοτε με μπάσα βραχνή φωνή, μιμούμενη αυτή των πρωταγωνιστών στις καλτ ελληνικές τσόντες. Πολλές φορές χρησιμοποιείται στην τύχη, κατά την θέαση π.χ. καλλίγραμμων γυναικείων οπισθίων. Έχει και παραπλανητικό τύπο άπαράτατα!

  1. - Τι έγινε με την Κική βρε μαλάκα, τη γάμησες;
    - Τη γάμησα...
    - Πώς ήταν;
    - Άπατα...

  2. - Πώω ρε, τι άλογο είναι αυτό;
    - Άααπαράτατα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:

Η πεολειχία, το τσιμπούκι, η πίπα.

- Άβγαλτο κοριτσάκι μου φάνηκε η Μαρία...
- Τι λες ρε μαλάκα; Αυτή είναι εξπέρ στη ρουφοκαβλέτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την κλασσική πορνοταινία του 1972 «Deep Throat» (= «Το βαθύ λαρύγγι»), κατά το σενάριο της οποίας η πρωταγωνίστρια είχε την κλειτορίδα της στο πίσω μέρος του λαιμού της λόγω γενετικού προβλήματος. Η εν λόγω ταλαιπωρημένη ηρωίδα πήγε λοιπόν σε γιατρό ο οποίος της πρότεινε μια απλή θεραπεία...

Ο χαρακτηρισμός το βαθύ λαρύγγι χρησιμοποιείται λοιπόν για να εκφράσει γυναίκες (ή πισωγλέντηδες) που είναι εξπέρ στη ρουφοκαβλέτα, το βάζουν όλο μέσα και άστα να πάνε...

Συνώνυμα: πιπόζα, τσιμπουκλού.

  1. - Σου πήρε πίπα η Δεσποινούλα;
    - Άσε, με τρέλανε η γκόμενα, όλο μέσα το χώρεσε!
    - Α κατάλαβα, το βαθύ λαρύγγι δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια φάση με την έννοια της ερωτικής περίπτυξης, συνώνυμη της λέξης παρτούζα. Αν οι συμμετέχοντες (άνδρες/γυναίκες, σε τυχαία αναλογία) είναι τρεις, τότε μιλάμε για φάση τριφασική. Αν πάλι είναι περισσότεροι από τρεις, τότε έχουμε φάση πολυφασική. Σχηματικά (x=άτομο):

(1x = μαλακία, ψωλοβρόντι, πεοκρουσία, κατά μόνας ηδονή) 2x = φάση 3x = φάση τριφασική
(3+v)x = φάση πολυφασική.

(Γκομενάκι) - Θα πάμε για βραδινό μπάνιο μετά; Έχω φέρει και μαύρο...
(2+ν Άντρες, μουρμουρίζουν όταν δεν τους παίρνει χαμπάρι το γκομενάκι)
- Ω ρε φάση που έχει να γίνει... Πολυφασική!

Το παρόν μήδι καλύπτει όλες τις υποπεριπτώσεις που αναφέρονται στον ορισμό. (από Galadriel, 06/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλίζουσα εκδοχή του αξιαγάμητος/-η. Ηπιότερη διατύπωση που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας ή/και παντρεμένες κλπ. Περιέχει ισχυρή δόση συγκατάβασης.

- Τι έγινε, Μαράκι; Βγήκατε με τον έτσι; Πώς ήταν;
- Να σου πω, χρυσό μου... Κρεβατάμπλ, απολύτως κρεβατάμπλ... Αλλά, βρε, δεν έχει μία... Κι εγώ, ξέρεις, κυττάζω πια να αποκατασταθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει τη δουλειά (διάβασμα) που οι δάσκαλοι/καθηγητές βάζουν στους μαθητές να κάνουν στο σπίτι, αλλά η σημασία αυτή δεν μας απασχολεί εδώ. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η μεταφορική σημασία της έκφράσης, η οποία σημαίνει ότι κάποιος επιδίδεται σε οφθαλμόλουτρο και κατόπιν επιστρέφει σπίτι του, όπου βροντάει την ψωλή του με την ησυχία του (η δουλειά που λέγαμε)...

- Τι γίνεται παιδάκια; Την έχετε φάει με τα μάτια την καινούρια γυμνάστρια...
- Ε, παίρνουμε δουλειά για το σπίτι... Τι άλογο είναι αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυνανίζομαι. Έκφραση σαφώς πιο εμφατική από το απλό τραβάω μαλακία. Χρησιμοποιείται τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά.

  1. - Τι γίνεται αυτός ο Τάσος, πώς έχει ρέψει έτσι;
    - Ε, αφού ανακάλυψε την μαλακία και βροντάει την ψωλή του από το πρωί μέχρι το βράδυ!

  2. - Άσε, κουράζομαι πολύ στο Συμβούλιο της Επικρατείας... Συνέχεια τρέχω πάνω-κάτω...
    - Ναι, γι' αυτό με παίρνεις τηλέφωνο κάθε μέρα και μιλάμε με τις ώρες... Την ψωλή σου βροντάς μαλάκα και παίρνεις κι ένα σωρό λεφτά!

Βλ. και ψωλοβρόντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ώριμη γυναίκα, που αναζητά νεαρά αγόρια (τεκνά), για να συνουσιαστεί μαζί τους (ουσιαστικά για να τα «ξεζουμίσει»).

Η γριά κότα έχει το ζουμί Μήτσο, κοίτα αυτήν εκεί, σκέτη ξεζουμίστρα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχαιότερο άθλημα ενόργανης γυμναστικής. Ατομικό, σε ζευγάρια ή σε αγέλες.

- Είδες ο Κωστάκης ένα ασφαλιστικό; Πρωταθλητής στο πούτσωμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το παίζει εξπέρ στο σεξ και έχει μια έτοιμη απάντηση για οποιαδήποτε ερώτηση πάνω σ' αυτό, όμως ακόμα δεν έχει εφαρμόσει στην πράξη τίποτε απ' αυτά που λέει.

- Κοίτα τον ρε τον πηδομαλάκα, το παίζει Ασκητής χωρίς να έχει γαμήσει ούτε μύγα...

(από vip, 27/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified