Συνδυασμός του σεξ και του έξαλλος. Προσδιορίζει κατά βάση θήλεα για να υποδηλώσει ερεθιστική, προκλητική, επιθυμητή γυναίκα.
Το κοντό φορεματάκι που φοράς μωρό μου είναι τέλειο. Είσαι πολύ σέξαλλη σήμερα.
Συνδυασμός του σεξ και του έξαλλος. Προσδιορίζει κατά βάση θήλεα για να υποδηλώσει ερεθιστική, προκλητική, επιθυμητή γυναίκα.
Το κοντό φορεματάκι που φοράς μωρό μου είναι τέλειο. Είσαι πολύ σέξαλλη σήμερα.
Got a better definition? Add it!
Λόγιος και γλαφυρός ορισμός της μαλακίας.
- Τί κάνει ο Μάκης; Λες να είναι με καμιά τώρα;
- Μπα, πάω στοίχημα ότι επιδίδεται στην αγαπημένη του ασχολία, την χειράντληση σπέρματος.
Got a better definition? Add it!
Η εκθαμβωτική, προκλητική, ψηλή πολυκάμπυλη μακρυμάλλα γκομενάρα που τερματίζει τα λιμπιντόμετρα στο πέρασμα της, προκαλώντας: αύξηση των καρδιακών παλμών των αρσενικών που συναντά στο διάβα της, αύξηση των επιπέδων της τεστοστερόνης και πεοφλεβίτη ένεκα της πεοορθοστασίας που προκαλεί. Όσο πιο αργά και προκλητικά κινείται και κοζάρει τόσο πιο έντονα είναι τα αποτελέσματα.
- Ρε δικέ μου κοίτα εκείνο το αφηνιασμένο άτι που 'ρχεται κατά δω.
- Αν αυτή είναι άτι, έχω και εγώ Βουκεφάλα. Δεν βλέπω την ώρα να τον αφήσω ξέφρενο να ιππεύσει το άτι.
- Μαλάκα όλο λόγια είσαι. ήδη μας προσπέρασε και πάει για αλλού. Γι 'αυτό λέω: άσε το άτι και πιάσε το ραχάτι.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος κάνει λάθη και δικαιολογείται με άσχετες ή πολύ ασήμαντες δικαιολογίες.
- Πώς έπαιξες έτσι χθες ρε; Σαν ξυλοπόδαρος ήσουν.
- Ρε, δεν με βόλευε η μπάλα.
- Της στραβιάς της πούτσας, οι τρίχες την φταίνε.
Got a better definition? Add it!
Οτιδήποτε σου μικραίνει το πουλί ή σ' το κρατάει χαμηλά, π.χ. κανέλα, κρύο κτλ.
- Πωπωπωπωπω, πολύ κρύο...
- Άσ' τα να παν, παπαροκτόνο!
Got a better definition? Add it!
Επιβραδυντικά, δηλαδή ουσίες που σου κρατάνε το πουλί χαμηλά (βλέπε παπαροκτόνο).
Προέρχεται από το αντικούκου, όμως σε ένα περιβάλλον που οι άλλοι δε θέλεις να καταλάβουν το καμουφλάρεις και το λες αντικουκουρούκου.
- Ρε συ, έφαγα ρυζόγαλο και δε μου σηκώνεται.
- Αφού βρε άσχετε η κανέλα είναι αντικουκουρούκου!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χαρακτηρίζει κάποιον που τα θέλει όλα δικά του, κάποιον που θέλει και την πίτα γερή και τον σκύλο χορτάτο, κάποιον που θέλει και τον Παναθηναϊκό πρωταθλητή και τον Ολυμπιακό στη Β Εθνική (ή το ανάποδο), κάποιον που σε τελική ανάλυση δεν ικανοποιείται με τίποτα.
- Κοίτα το μαλάκα, δεν φτάνει που κέρδισε το τζακποτ στο τζόκερ , παραπονιέται γιατί υπάρχει και άλλος νικητής. Εμ βρήκαμε μουνί εμ το θέλουμε και ξυρισμένο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύνθετη λέξη από το πίπα και το πιπεράτο. Καταλαβαίνετε όλοι τι σημαίνει.
- Χθες πέρασα ένα πιπαράτο βράδυ με τη Μόνικα...
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη από το παπάρι και τη λεσβία. Αναφέρεται στις λεσβίες εκείνες που έχουν κάνει αλλαγή φύλου και τώρα έχουν παπάρι. Άλλοι πάλι χαρακτηρίζουν έτσι τις δήθεν λεσβίες (παπάρια λεσβίες).
- Καλώς την Τασία την παπαρολεσβία...
- Α να χαθείς μωρή κρυόκωλη!
Got a better definition? Add it!
Τα ανδρικά γεννητικά όργανα, τα παπάρια.
- Άσε μαλάκα, προχτές ήμουνα στο σπίτι της Αννούλας και πήδαγα... και ξαφνικά ακούω «κλατς»-το κλειδί στην εξώπορτα..
- Και;
- Τι «και» ρε μαλάκα, μπαίνει μέσα ο πατέρας της και μπουκάρει στο δωμάτιο της, ευτυχώς είχα προλάβει να βγω στο μπαλκόνι...
- Και;
- Μέρα μεσημέρι και πρώτος όροφος το σπίτι. Γάμησέ τα, περνούσε ο κόσμος από κάτω και βλέπανε εμένα να στέκομαι σα μαλάκας με τα καντηλέρια έξω... ρομπιά ολκής μαλάκα μου!
- Πωω μαλάκα μου ότι'νάναι...
Got a better definition? Add it!