Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Selected tags

Further tags

Να σου κάνω σεξ, να συνουσιαστώ μαζί σου.

- Πωω παιδαρά μου, μανάρι μου θα με πάρεις και με μαζί σου; Ζαχαροπλάστης ήταν ο παππούς σου; Να 'ρθώ να σου πάρω λίγο τα πάσα, πασά μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα στα τούρκικα.

(Τσιμπουκλού ετοιμάζεται να απολαύσει το τσιμπούκι της)
- Έλα παιδαρά μου δώσ' μου το σορόπι σου να γιάνω η έρμη!
- Ποιο σορόπι μωρή άρρωστη; Ζιγκολό είμαι. Δεν είμαι ντόκτορας!
- Ντόκτορας είσαι και δεν το ξέρεις. Άντε κόψε τη συζήτηση τώρα και δωσ' μου μια καλή δόση τσουτσού σορόπ.
- ΟΚ αλλά να ξέρεις πως πρέπει να παίρνεις τη δόση σου μετά το φαγητό...
- Έφαγα. Κι αν συνεχίσεις τα κουλά σου θα φάω και το εργοστάσιο παπαροπαρασκευής του τσουτσουσορόπ σου και μετά θα φάω και εσένα.
- Πάρτο τότε μωρή άρρωστη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Χαρακτηρισμός πίπας κατά την οποία μετά την εκσπερμάτιση το γλείψιμο συνεχίζεται.

Του πήρα (/έκανα) μία ρουφοκαυλέτα... Με παρακάλαγε να σταματήσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ύπαρξη ετεροφυλικής έλξης για συγγενικό πρόσωπο (ξαδέρφες/ξαδέρφους κυρίως).
Χρησιμοποιείται και για λόγους «taunting» σε καβγάδες με περιστασιακούς τραμπούκους.

— Τι έγινε μόρτη; Παίζει κάνα κόλλημα με την ομοαίματη;
— Όχι ρε ηλίθιε... Με την ξαδέρφη μου;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατίθασος και έχων μικρό πέος ομοφυλόφιλος, με παρουσιαστικό παραπλήσιο με αυτό ενός τρωκτικού που επιδίδεται με ιδιαίτερη επιτυχία στον στοματικό έρωτα.

- Αχ καλέ Γιάννη ομόρφυνες πολύ!!!
- Πωωωω!!! Πάλι να μου πάρεις τσιμπούκι θες ρε πουσταρά τσιμπουκομικρούλη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.

Εκ του Francis Ford Copprola.

- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρησμένο και ερεθισμένο σε τρομακτικό βαθμό από τη στύση υπερμεγέθες ανδρικό μόριο! Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν θεοποιήσει την απόλυτη αυτή κάβλα και λάτρευαν τον ομώνυμο θεό. Ο Πυρόκαβλος ήταν ο 13ος θεός του Ολύμπου και μαρτυρίες λένε ότι το καβλί του ξεπερνούσε ουρανοξύστη στο περίπου! Τη σήμερον ημέρα ή χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή αναφερόμενοι σε καραπουτσακλάρα ή καρατουμπανιασμένο παπάρι,το μήκος του οποίου είναι μεγαλύτερο από 20 εκατοστά.

- Πώς πήγε χτες ρε; ;Το γάμησες το Μαράκι;
- Άσε με ρε μαλάκα... Μια χαρά πήγαινε η δουλειά αλλά μόλις είδε τον πυρόκαβλο τρόμαξε και έφυγε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί το στρινγκ και το τάνγκα να έχουν τόση σχέση όση ο Στίνγκ με τον Τράγκα, αλλά αμφότερα έχουν ακόμη μικρότερη με το περιοδόβρακο.
Βασικό του χαρακτηριστικό είναι ότι διαγράφεται βασανιστικά πάνω στα κολλητά παντελόνια και μέσα απ' τ' αέρινα φορέματα. Καλύπτει ό,τι θεωρείται από ιατρικής τε και εμπειρικής απόψεως κώλος φτάνοντας στις παρυφές του μπουτιού, και σκεπάζει τα κωλομάγουλα χωρίς να αφήνει αμφιβολίες.
Πλέον απαντάται συστηματικά μόνο σε μη μεσογειακούς λαούς (κεντρική ευρώπη κατά κύριο λόγο, ούναμουχαθείτε άκωλες) και στους μεσογειακούς εξαιρετικά σπάνια, και πάλι με αίσθημα ενοχής από την περιοδοβρακοφορούσα.
Εκτός και είναι φέτα, μπαζόλα και τα λοιπά συναφή επαγγέλματα από τη μία, ή του κατηχητικού από την άλλη. Αν είναι και τα δύο, μάλλον δεν έχει απασχολήσει ποτέ κανέναν τι εσώρουχο φοράει.

Μαλάκα, καλό κωλαράκι αυτή η Γερμανίδα. Πώς κι έτσι!
— Ναι ρε συ, αλλά αυτό το περιοδόβρακο είναι παπαροκτόνο σκέτο να πούμε...

(από ironick, 28/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγοράκι των βορείων ως επί το πλείστον προαστίων με λεπτά χαρακτηριστικά, προσεγμένο μαλλί, λεπτεπίλεπτη συμπεριφορά και καμιά φορά διακριτικό μακιγιάζ. Ξεχωρίζει για τη γλυκύτητά του και τις χαριτωμένες κινήσεις του. Τον όρο πρώτος χρησιμοποίησε ο άρχοντας Κωστόπουλος στο περιοδικό NITRO.

- Κοίτα τον Γιαννάκη, πολύ γλυκό αγορίτσι...
- Τσάμπα τα λεφτά που έδωσε ο πατέρας του στο μαιευτήριο όταν έμαθε ότι έκανε αγόρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πακέτο υπεραισθησιακών καλλονών από το Ρίο ντε Τζανέιρο που λικνίζεται σε ρυθμούς σάμπα και σε άλλους ρυθμούς λάτιν μουσικής. Το λικνιζόμενο πακέτο δύναται να ωθήσει σε ντελίριο άτομα του ανδρικού πληθυσμού. Ούτοι στην προσπάθειά τους να εστιάσουν σε επίμαχα σημεία, δύναται να οδηγηθούν σε σπερματοέκχυση όπως και σε αύξηση της οφθαλμολογικής πιέσεως που μπορεί να προκαλέσει παρέμβαση του εγκεφάλου όστις δύναται να αποστείλει μήνυμα στους δακρυγόνους αδένες μέσω του νευρωνικού δικτύου με απώτερο στόχο την παραγωγή, απελευθέρωση και έκχυση μικρής ποσότητας δακρύων. Εκ ταύτης της ιδιότητας του το κωλοίριο δύναται να δράσει ως κολλύριο.
Η λέξη κωλοίριο προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων: Κώλοι, Ρίο

Σε πλατεία του Μοσχάτου, την εποχή των Αποκριών, Βραζιλιάνες χορεύτριες συμβάλλουν στην ανύψωση της θερμοκρασίας καταμεσής του Φεβρουαρίου, παρά το κρύο που επικρατεί, πετώντας τα όλα. Σα να λέμε: ...ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει.
Δυο φίλοι σχολιάζουν:
- Μαλάκα, ντελίριο!
- Τι ντελίριο; Για κωλοίριο πρόκειται!

(από GATZMAN, 30/06/08)Κάτω από την κόκκινη ομπρέλα φαίνονται οι 2 φίλοι (karn2) (από GATZMAN, 30/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified