Selected tags

Further tags

Τα φαινόμενα απατούν. Το περιτύλιγμα, το σασί δεν δείχνει το ερωτικό καθαρόαιμο άτι και την τεράστιας ορμής ερωτική τίγρη, που κρύβει μέσα του. Η βιτρίνα δηλαδή λειτουργεί δυσφημιστικά, ωστόσο η έκπληξη έρχεται μετά. Ο τύπος είναι τίγκα στις κλινικές αρετές. Σπάει κάθε λιμπιντόμετρο. Λάβα το σπέρμα του.
Ωστόσο η ατάκα αυτή μπορεί να λεχθεί και με ειρωνικό τρόπο. Υποδηλώνεται τότε πως κάποιος που είναι ατάλαντος και γραφικός σε έναν τομέα θα μπορούσε να είναι δυναμίτης στον ερωτικό τομέα. Αυτή η μορφή της χρήσης της συγκεκριμένης ατάκας έχει ειπωθεί και ως κοροϊδευτικό πολιτικό σύνθημα από παρέα πλακατζήδων για κάποιον γνωστό πολιτικό, πριν αρκετά χρόνια, κάτω από την εξέδρα όπου μιλούσε. Μισή ώρα πριν την επίσημη έναρξη του λόγου του, το κοινό του ήταν ελάχιστο, τα αυτοκίνητα διέρχονταν κανονικά κάτω από το μπαλκόνι του ομιλούντος, ωστόσο για λόγους μπούγιου οι δικοί του άφησαν τους πλακατζήδες να περιφέρονται ανάμεσά τους. Σε λίγο ξέσπασε το γέλιο της αρκούδας.

- Καλά τι κάνει η Μαρία, 2 μέτρα καλλίγραμμη κοπελάρα με αρκετό μαϊντανό στις τράπεζες και με τόσα ακίνητα, με αυτόν τον κακομούτσουνο, κοντό, χλέμπουρα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα;
- Απ' ό,τι ψιθυρίζεται ο τύπος είναι μικρός στο μάτι, μεγάλος στο κρεββάτι.

Στο κρεββάτι μέγκαφλιξ. Στο μάτι μέγκαφαξ. (από Galadriel, 25/02/09)Ο πολιτικός του ορισμού (από GATZMAN, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις, τα αρχίδια, τα καλαμπαλίκια. Χωρίς αυτά, κοκό γιοκ!

«...οι μονίμως ανικανοποίητοι δημόσιοι υπάλληλοι απεργούν γράφοντάς μας στα κοκόβια τους, ζητώντας αυξήσεις και προνόμοια που θα πληρώσει ο φορολογούμενος που δεν βγάζει ούτε τα μισά για διπλή εργασία...»
Από forum

Πρώην μον-άρχης, νυν Κοκός. (από Vrastaman, 26/08/08)Αντίο κοκόβια (από Vrastaman, 26/08/08)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει ότι εχει πέσει πάρα πολλή δουλειά ή χώσιμο.

Ο ιδιωματισμός αυτός προήλθε από το αρχαιότερο επάγγελμα, στο οποίο ο βαρύς φόρτος εργασίας ενίοτε προκαλεί την εν λόγω παρενέργεια.

Αγγλιστί, our vagina has coagulated.

Σε τρέχουν οι μεγαλύτερες σειρές; Είσαι το κωλόψαρο του λόχου; Έχει πήξει το μουνί σου στις αγγαρείες; Σου έχει τεντώσει το κορμάκι ο Λοχαγός; Πάρε τον Τηλε-Παλιό!
(από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο γένους θηλυκού, το οποίο εμφανίζει έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, στο σημείο που να στραγγίζει τους ανδρικούς όρχεις από σπέρμα.

Η Ματούλα είναι μεγάλη στραγγαρχίδω, πρέπει να έχει πάρει όλο το στρατόπεδο, δεν τη σταματάει τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που παριστάνει τον γκέι για να γνωρίζει λεσβίες-ζευγάρια και μετά γαμάει την γκόμενα.

λεσβία - άντρας :
- Το αρχίδι... μας έκανε την αδερφή, αλλά όταν πήγα τουαλέτα μου ξεμονάχιασε το γκομενάκι και μου το γάμησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως γνωστό και ως κωλομέρι, ο κώλος αποτελείται από δύο κωλομάγουλα, εν είδει ανθρωπομορφισμού: το πρόσωπο έχει δύο μάγουλα, κι ο κώλος τα δικά του κωλομάγουλα.

Για δες κωλομάγουλο το Κατερινάκι... Ωραίο θέαμα!

(από tasurmata, 03/12/10)(από tasurmata, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τρίχες της ευαίσθητης ανδρικής περιοχής αποτελούν πρόβλημα μόνο σε περίπτωση μικρού μεγέθους.

Σταμάτα ρε να παραπονιέσαι και να μας ζαλίζεις τ' αρχίδια, τον κοντό τον πούτσο οι τρίχες τού φταίνε.

Της κοντής ψωλής, οι τρίχες της φταίνε. (από Cunning Linguist, 15/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο στήθος στα καλιαρντά.

Ίσα μωρή λούγκρα, που μου έσκασες μύτη στο κλαμπ με καρφωτό κατσικανό και κουραδοκόφτη....

Ίσα μωρή λούγκρα, που μου έσκασες μύτη στο κλαμπ με καρφωτό κατchικανό και κουραδοκόφτη.... (από BuBis, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Από τις πλέον ιστορικές ατάκες της κυρά Όλγας, στη θρυλική κασέτα των Πατρινών φαντάρων με τις τηλεφωνικές φάρσες. Από το company ή compania, δημιουργείται ο ελληνισμός «κούμπανιν», δηλ. ομαδικώς. Το ΣΙΑ παραπέμπει στην εταιρική σχέση συνεταίρων.

Παράθεση από τη φάρσα «εγώ μωρή καργιόλα, εσείς γαμιόστε κούμπανιν και ΣΙΑ στα ξενοδοχεία».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί σπεύδουν να το ερμηνεύσουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές εκεί που δεν πιάνει ήλιος.

Γνωστό και ως τσουλόσημο ή ξεκωλοτυπία.

- Μπρέ σύντεκνε, ίντα γρικούν τα μάθια μου;
- Ξεκολώσημο, Μανούσο, πιάσε την λύρα επειγόντως!
- Ωωωωωω ... είδα το ξεκωλόσημο κι εζήτηξά του χάρη, πριν βασιλέψει εγώ και συ να γίνουμε ζευγάρι... Ωωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified