Selected tags

Further tags

Οχι το λήμμα αυτό δεν αναφέρεται στο γνωστό κεφαλοχώρι της Αρκαδίας. Το λήμμα αναφέρεται σε ξεχασμένα γυναικεία εσώρουχα, π.χ: στριγκάκια, ζαρτιέρες, σουτιέν, καλτσόν, στο ερωτικό πεδίο της μάχης (κρεββάτι) όπου ο ανήρ πρωταγωνιστής τα κέρδισε με το σπαθί (καυλί) του.

Η Τούλα παίρνει τηλέφωνο τον Μάκη μετά από μια βραδιά αχαλίνωτου σεξ
Τούλα:
- Ξέρεις έχω ξεχάσει ένα καλτσόν και κάτι ζαρτιέρες στο σπίτι σου. Πότε θα μου τα φέρεις;
Μάκης:
- Κοίτα, κι άλλα έχεις ξέχάσει αλλά... ξέχασ' τα
Τούλα:
- Τι λες ρε μεγάλε. Τα θέλω τώρα.
Μάκης:
- Καλά... τραγούδα. Ουδεμία απώλεια αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση από το σπίτι μου. Αυτά κορίτσι μου, είναι λάφυρα πολέμου. Είναι τρόπαια. Κι αν θέλεις να τα πάρεις, τότε Ψολών λαβέ.

Τροπαια Αρκαδίας (από GATZMAN, 13/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση, συνώνυμο συγκεκαλυμμένο της ερωτικής περίπτυξης.

- Τι έγινε Γιωργάκη, περάστε καλά με τη Μαίρη το Σαββατοκύριακο; - Μια χαρά, επιτέλους βουτήξαμε τον κολιό στο ξίδι, μετά από δύο μήνες. Καιρός ήταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί σπεύδουν να το ερμηνεύσουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές εκεί που δεν πιάνει ήλιος.

Γνωστό και ως τσουλόσημο ή ξεκωλοτυπία.

- Μπρέ σύντεκνε, ίντα γρικούν τα μάθια μου;
- Ξεκολώσημο, Μανούσο, πιάσε την λύρα επειγόντως!
- Ωωωωωω ... είδα το ξεκωλόσημο κι εζήτηξά του χάρη, πριν βασιλέψει εγώ και συ να γίνουμε ζευγάρι... Ωωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις πλέον ιστορικές ατάκες της κυρά Όλγας, στη θρυλική κασέτα των Πατρινών φαντάρων με τις τηλεφωνικές φάρσες. Από το company ή compania, δημιουργείται ο ελληνισμός «κούμπανιν», δηλ. ομαδικώς. Το ΣΙΑ παραπέμπει στην εταιρική σχέση συνεταίρων.

Παράθεση από τη φάρσα «εγώ μωρή καργιόλα, εσείς γαμιόστε κούμπανιν και ΣΙΑ στα ξενοδοχεία».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο στήθος στα καλιαρντά.

Ίσα μωρή λούγκρα, που μου έσκασες μύτη στο κλαμπ με καρφωτό κατσικανό και κουραδοκόφτη....

Ίσα μωρή λούγκρα, που μου έσκασες μύτη στο κλαμπ με καρφωτό κατchικανό και κουραδοκόφτη.... (από BuBis, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Οι τρίχες της ευαίσθητης ανδρικής περιοχής αποτελούν πρόβλημα μόνο σε περίπτωση μικρού μεγέθους.

Σταμάτα ρε να παραπονιέσαι και να μας ζαλίζεις τ' αρχίδια, τον κοντό τον πούτσο οι τρίχες τού φταίνε.

Της κοντής ψωλής, οι τρίχες της φταίνε. (από Cunning Linguist, 15/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως γνωστό και ως κωλομέρι, ο κώλος αποτελείται από δύο κωλομάγουλα, εν είδει ανθρωπομορφισμού: το πρόσωπο έχει δύο μάγουλα, κι ο κώλος τα δικά του κωλομάγουλα.

Για δες κωλομάγουλο το Κατερινάκι... Ωραίο θέαμα!

(από tasurmata, 03/12/10)(από tasurmata, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παριστάνει τον γκέι για να γνωρίζει λεσβίες-ζευγάρια και μετά γαμάει την γκόμενα.

λεσβία - άντρας :
- Το αρχίδι... μας έκανε την αδερφή, αλλά όταν πήγα τουαλέτα μου ξεμονάχιασε το γκομενάκι και μου το γάμησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο γένους θηλυκού, το οποίο εμφανίζει έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, στο σημείο που να στραγγίζει τους ανδρικούς όρχεις από σπέρμα.

Η Ματούλα είναι μεγάλη στραγγαρχίδω, πρέπει να έχει πάρει όλο το στρατόπεδο, δεν τη σταματάει τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που υποδηλώνει ότι εχει πέσει πάρα πολλή δουλειά ή χώσιμο.

Ο ιδιωματισμός αυτός προήλθε από το αρχαιότερο επάγγελμα, στο οποίο ο βαρύς φόρτος εργασίας ενίοτε προκαλεί την εν λόγω παρενέργεια.

Αγγλιστί, our vagina has coagulated.

Σε τρέχουν οι μεγαλύτερες σειρές; Είσαι το κωλόψαρο του λόχου; Έχει πήξει το μουνί σου στις αγγαρείες; Σου έχει τεντώσει το κορμάκι ο Λοχαγός; Πάρε τον Τηλε-Παλιό!
(από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified