Selected tags

Further tags

Ευφημισμός για το σεξ. Ασαφής όρος. Μπορεί να αναφέρεται σε ο,τιδήποτε από ένα απλό φάσωμα έως ένα χαλαρό φίκι-φίκι ως και ένα γαμήσι τρικούβερτο.

Είναι έκφραση που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες. Πιο συγκεκριμένα, από κοπέλες καλών οικογενειών - λέμε τώρα - οι οποίες θέλουν να δείξουν ότι δεν έχουν, φυσικά, κανένα πρόβλημα με το σεξ αλλά, βέβαια, δεν δίνουν και πολύ μεγάλη σημασία σ' αυτές τις ανοησίες και, έτσι κι αλλιώς, η ανατροφή τους δεν τους επιτρέπει να μεταχειρισθούν, αν και τις ξέρουν, τις χυδαίες εκφράσεις που έχουν συνέχεια στο στόμα τους (μαζί με διάφορα άλλα πράγματα) εκείνες οι άλλες οι ξετσίπωτες. Έτσι, λοιπόν, λένε τα σαχλά και, μεταξύ τους τουλάχιστον, συννενοούνται.

Είναι μια έκφραση που οι κοπέλες αυτές μπορούν άνετα να χρησιμοποιήσουν μιλώντας π.χ. στην μεγάλη αυστηρή ξαδέλφη και, μάλλον, και στη μαμά. Την χρησιμοποιούν επίσης και σε παρέα όπου υπάρχουν και άντρες, αν νιώθουν μια σιγουριά - δηλαδή, ότι κάποιος από τους παρόντες δεν θα το χοντρύνει απότομα (βλ. και εδώ). Μπορεί να τη χρησιμοποιήσουν μιλώντας και προς τον γκόμενο/άντρα τους - και τότε πρέπει να εκληφθεί ως ένδειξη γουτσισμού.

Άντρες μεταξύ τους δεν χρησιμοποιούν αυτή την έκφραση, απ' όσο ξέρω. Ένας άντρας που την μεταχειρίζεται μιλώντας σε γυναίκες είναι γενικώς φλούφλης και, πιθανώς, γυναικοθόδωρος και καληνυχτάκιας. Ή, η άλλη περίπτωση, το πάει λάου-λάου για να γαμήσει στα μουλωχτά.

Είναι πάντα τα σαχλά και ποτέ το σαχλό. Στον ενικό, απαντάται πιο σπάνια και πάντα με την αόριστη αντωνυμία κανένα/κάνα σαχλό

  1. - Αχ, Μαριέττα μου, χίλια συγνώμη, θ' αργήσουμε λίγο το μεσημέρι ... όχι, όχι, μια χαρά είμαστε, κανένα πρόβλημα ... απλώς, ο Κωνσταντίνος με το που ξύπνησε το πρωί ήθελε πάλι σαχλά ... και του λέω, πρέπει να ετοιμαστούμε, αγάπη μου, μας περιμένει η Μαριέττα για λαντς, αλλά ξέρεις οι άντρες, ένα πράμα έχουν στο μυαλό τους ...

  2. - Αλέξη, μ' αγαπάς;
    - Μωρό μου, βέβαια ... γιατί ρωτάς; - Ε, να ... γιατί είναι πάνω από ένας μήνας τώρα που έχουμε να κάνουμε κανένα σαχλό ... (γούτσου-γούτσου) ... θέλεις να πάμε μέσα σε λίγο ...
    - Μανούλα μου, τώρα αρχίζει το ματς ... πιο ύστερα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον παίρνω. Απαντάται και ως «τον ψιλοκολατσίζω».

- Ρε συ, λες να τον ψιλοκολατσίζει ο Τάκης;
- Καλά ρε, πού ζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύποι πίπας. Τα δύο άκρα του φάσματος. Το ιδανικό και το απευκταίο.

Αν κανείς δεν κατάλαβε ακόμη για τί πράμα μιλάμε - που δε νομίζω - ας πει απλώς τις δυο λέξεις με τρόπο κάπως εξεζητημένο, δηλαδή με το στόμα προτεταμένο για τη Χονολουλού και τραβηγμένο προς τα πλάγια για την Ταγκανίκα. ΟΚ, μέχρι εδώ; Τώρα μπορείτε να φανταστείτε και τι συμβαίνει στη μια περίπτωση και τι στην άλλη όταν έχετε συγχρόνως και κάτι σχετικά ευαίσθητο στο στόμα.

Για μια σωστή Χονολουλού βοηθούν πολύ τα τσιμπουκόχειλα. Η Ταγκανίκα κατατάσσεται στα επικίνδυνα σπορ π.χ. τσιμπούκια ο τίγρης.

Η έκφραση μια Χονολουλού, μια Ταγκανίκα περιγράφει καταστάσεις όπου οι συνθήκες και τα συναισθήματα αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη.

Η αρχική αναφορά είναι από παλιό ανέκδοτο, μάλλον κρύο.

  1. Νομίζει ότι η πίπα είναι δαγκωτή. Άσε τη μασέλα κι έλα! Σε θέλω με τα ούλα σου! Μην λες Ταγκανίκα και τσατσάρα. Για προσπάθησε με: Χονολουλού, λουλούδι, χνούδι. (Από παλιό τεύχος του ΚΛΙΚ)

  2. - Ρε γαμώτο, πολύ μ' έχει μπερδέψει ο καινούργιος ο προϊστάμενος ... μια έτσι και μια γκιουβέτσι με πάει... μια Χονολουλού, μια Ταγκανίκα
    - Έλα τώρα, κάνεις και πως δε σ' αρέσει ... σε ξέρουμε και σένα ... μια ζωή τράβα μου το μούσι και φώναζε με παλιοκόριτσο ...

Προφητικό τραγούδι (από Khan, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι με τρόπο εντελώς αποτυχημένο, όταν κάποιος παρατραβάει κάτι ή όταν καταστρέφει κάτι.

  1. - Άσε τι έπαθα σήμερα... Άνοιξα το PC να το καθαρίσω τη σκόνη μέσα και όταν το ξανάβαλα να δουλέψει έγινε βραχυκύκλωμα και μου κάηκε ο σκληρός!
    - Καλά μιλάμε το γάμησες και ψόφησε!
    - Πίκρα...

  2. - Την Μεγάλη Παρασκευή μόνο καλαμαράκια έφαγα...
    - Γιατί, δεν νήστευες;
    - Ε;
    - Αφού μου λες ότι την Μεγάλη Παρασκευή έφαγες καλά Μαράκια! Μήπως έφαγες και καλά Ποπάκια; Χάχαχα!
    - Πώωω, το γάμησες και ψόφησε! Σόι του Σεφερλή είσαι ή του Ζουγανέλη;

  3. - Ρε γαμώτο κόλλησε το παράθυρο...
    - Άσε, το ανοίγω εγώ...
    (ΚΡΑΚ!!!)
    - Μπράβο μαλάκα, το γάμησες και ψόφησε!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός χαρακτηρισμός για τις πολύ επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες. Η έκφραση προήλθε από την εποχή κατά την οποία (ξανα)ήταν της μοδόςένα συγκεκριμένο γυναικείο αξεσουάρ (βλ. εικόνα), αγαπητό στις hard core γκόμενες, το οποίο παραπέμπει στην μαύρη ζώνη στο καράτε.

- Ααααχ..
- Τι έγινε ρε παιδί μου;
- Αυτή η Νταίζη...
- Ε, καλά τώρα, άμα σου έλεγα ότι το κορίτσι έχει μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν...
- Ααααχ!

(από ironick, 04/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπου έχει ίσως σχέση με τον Τζίμη τον Τίγρη, κάπου και με τον τίγρη που είχε βάλει έναν καιρό η ΕSSO στη μηχανή μας. Τώρα πια, χρησιμοποιείται με δύο σημασίες.

Στην πρώτη, την πιο στρέιτ, εκδοχή αναφέρεται σε κάποιον/-αν που έχει έφεση στις πίπες - μια πουτσογλείφτρα, μια ψωλορουφήχτρα τέλος πάντων, που και γουστάρει να κάνει τσιμπούκια και τα κάνει καλά. Γενικότερα, μπορεί να χαρακτηρίζει μια πηδούκλω που το λέει η καρδιά της.

Η δεύτερη σημασία είναι πιο ψαγμένη. Περιγράφει μια κατάσταση στην οποίαν φάγαμε/θα φάμε μεγάλη ήττα και το ζόρι δεν πάει άλλο. Αν νομίζετε ότι ο λάκκος με τα κωλοδάχτυλα είναι τρομακτικός, σκεφτείτε τη φάση όπου εσείς έχετε βγάλει το καυλί στη μόστρα και ο τίγρης έχει ανοίξει το στόμα ... συνεννοηθήκαμε, θα έλεγα.

Για να τονισθεί ακόμη περισσότερο πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα - ή, ενδεχομένως, και πόσο καλές είναι οι πίπες - λέγεται και το τσιμπούκια ο τίγρης με σήμα το λιοντάρι. Το λιοντάρι, εν προκειμένω, παραπέμπει στα διάσημα κάποτε Έμπλαστρα Λέοντος - που όντως είχαν σήμα κατατεθέν ένα λιοντάρι.

Και καλά το λιοντάρι. Κυκλοφορούν και διάφορα άλλα - ιδού μια μικρή επιλογή.

Τσιμπούκια ο τίγρης, λοιπόν:

  • με σήμα το ελεφαντάκι
  • με σήμα τον Ψινάκη
  • με σήμα το κουταλοπήρουνο
  • με σήμα την ξανθιά
  • με χαρτόσημο του δημοσίου

    Ως σύνταξη, το τσιμπούκια ο τίγρης παραπέμπει επίσης και σε κλασικές εταιρικές φίρμες συμπαθών επιτηδευματιών όπως π.χ. Οξυγονοκολλήσεις ο Ονούφριος και Σασί-Σαζμάν ο Σοφοκλής. Μένοντας στον κλάδο της πίπας, όμως, υπάρχουν και τα:

  • Τσιμπούκια με δόσεις ο Θεοδόσης

  • Πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια ο Ανάργυρος

    Αυτό το τελευταίο εκφέρεται στο ρυθμό του κοκακόλα καφεδάκι σποράκι ροξάκι παιδιά.

  1. - Πώς την είδες τη φάση, καρντάσι; Σωστή; - Σωστότατη. Έπιασε το κλαρίνο με τη μία, ανάσα δεν πήρα...
    - Αφού στο 'χα πει ρε... Τσιμπούκια ο τίγρης η κοπέλα... Πρώτη ρουφογκαβλέτα.

  2. (Από το surlulu.com)
    «Ο Λευτέρης αρχίζει προπονήσεις, και δικαιούται μια καλή πίπα, οπότε δεν έχω αντίρρηση – ποτέ δεν έχω τέτοιες αντιρρήσεις επειδή ως προσωπικότητα είμαι τσιμπούκια ο Τίγρης ούτως ή άλλως.»

  3. - Πώς ήταν τα θέματα, ρε; Έγραψες τίποτε;
    - Άσε μεγάλε, τσιμπούκια ο τίγρης... Δια μίαν εισέτι φοράν...

  4. - Πώς με βλέπεις στο Γιούρο το καλοκαίρι; Μου δίνεις τύχη;
    - Πώς να σε δω, ρε δύστυχε ... Τσιμπούκια ο τίγρης με σήμα το λιοντάρι σε βλέπω... Αυτά τα πράματα μια φορά γίνονται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της κωλοτρυπίδας. Ενώ η λέξη κωλοτρυπίδα προσδιορίζει γεωγραφικά το συγκεκριμένο εξάρτημα τόσο από πλευράς συντεταγμένων όσο και μορφολογίας -αφού κάνει ξεκάθαρα λόγο για μία οπή στην περιοχή των κωλομερίων-, η λέξη κλανοβαλβίδα είναι πιο χρηστική, περιγράφοντας μία εκ των λειτουργιών του προαναφερθέντος εξαρτήματος. Υπό την έννοια αυτή δεν προσφέρεται όταν τα συμφραζόμενα είναι σεξουαλικής φύσεως για ευνοήτους λόγους, αλλά τι να πω, αν κάποιος τη βρίσκει με το κλανίδι (όχι τον χρήστη του slang.gr, το κανονικό, το βρωμερό) δικαίωμά του.

Άλλα συνώνυμα είναι το γκρόβερ, η ροδέλα, η σούφρα, ο ρόζος και τα κωλοφάρδουλα (ή κωλοβάρδουλα).

Συντάσσεται συχνά με το «μου 'φυγε» ή με το «θα σου φύγει» αντικαθιστώντας τον τάκο. Σημαίνει ότι το υποκείμενο του οποίου η κλανοβαλβίδα έφυγε ή θα φύγει, ξαφνιάστηκε, έπαθε πλάκα, τα είδε όλα.

1
[ΠΦΦΦΦΦ!!!!!.....]
- Έλεος βρε πούστη άντρα. Έχει χαλάσει η κλανοβαλβίδα σου και κοντεύεις να μας χέσεις; Έχει βρωμίσει όλο το σπίτι. Ήμαρτα!

2
- Εξάρες. Μάλλον πάει για μαρς μεγάλε.
- Αφού σου έχει ανοίξει η κλανοβαλβίδα ρε μπινέ που τολμάς και μιλάς κιόλας...

3
- Καλά, ήρθε η θεία μου από την Αυστραλία και μου 'φυγε η κλανοβαλβίδα μεγάλε. Μιλάμε για ασύλληπτο milf. Έτοιμος ήμουν να τον βγάλω και να τον παίξω.
- Βουρ στον πατσά πρόεδρε.

4
- Άμα δεις το καινούριο το Evo Χ θα σου φύγει η κλανοβαλβίδα. Unpektable.
- Ω ρε πούστη Μάκη, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια με τ' αμάξια. Έλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση του απρόβλεπτου. Όπως δηλαδή η ψωλή κάνει του κεφαλιού της (κυριολεκτικά ή μεταφορικά...) και δεν γίνεται να καυλώσει με το ζόρι, έτσι και αυτός που κάνει ό,τι του καυλώσει ενεργεί χωρίς σχέδιο, ανάλογα με την καύλα (δηλαδή τα γούστα) της στιγμής.

  1. - Έλα ρε, πάμε για κανένα ποτό...
    - Καλά ρε μαλάκα Νίκο, στις έντεκα το βράδυ σου καύλωσε εσένα να βγούμε;

  2. - Τι λες να κάνεις στις διακοπές;
    - Ό,τι μου καυλώσει φίλε, κοπρόσκυλο θα γίνω!

  3. - Μα γιατί η γκόμενα δεν ήρθε στο ραντεβού, αφού αυτή μου ζήτησε να βγούμε...
    - Γιατί έτσι της καύλωσε! Ψάχνεις τώρα να βρεις λογική στις γυναίκες;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιτσιρίκα που τρελαίνεται για ψωλές. Στοιχίζει μόνο μερικά ποτά στα μπαράκια. Πήδημα στο αυτοκίνητο.

- Ρε συ, που έχει χαθεί αυτός ο Μήτσος;
- Έχει μπλέξει με μια ψωλέτα και γυρνάει από μπαράκι σε μπαράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο με γαλλίζουσα κατάληξη. Χαρακτηρίζει πράγματα που θα ταίριαζαν με το γούστο/περιβάλλον ενός οίκου ανοχής.

  1. - Σου αρέσουν τα μαλλιά μου αγάπη μου;
    - Τι να σου πω βρε Δεσποινάκι, πολύ μπουρδελέ τά 'κανες...
    - Επίτηδες!

  2. - Είδες μπουρδελέ κόκκινο φως που έβαλα στο σαλόνι;
    - Είχες δεν είχες, έκανες ένα σπίτι μπουρδέλο!
    - Ε αφού έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified