Selected tags

Further tags

Αυνανίζομαι. Έκφραση σαφώς πιο εμφατική από το απλό τραβάω μαλακία. Χρησιμοποιείται τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά.

  1. - Τι γίνεται αυτός ο Τάσος, πώς έχει ρέψει έτσι;
    - Ε, αφού ανακάλυψε την μαλακία και βροντάει την ψωλή του από το πρωί μέχρι το βράδυ!

  2. - Άσε, κουράζομαι πολύ στο Συμβούλιο της Επικρατείας... Συνέχεια τρέχω πάνω-κάτω...
    - Ναι, γι' αυτό με παίρνεις τηλέφωνο κάθε μέρα και μιλάμε με τις ώρες... Την ψωλή σου βροντάς μαλάκα και παίρνεις κι ένα σωρό λεφτά!

Βλ. και ψωλοβρόντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει τη δουλειά (διάβασμα) που οι δάσκαλοι/καθηγητές βάζουν στους μαθητές να κάνουν στο σπίτι, αλλά η σημασία αυτή δεν μας απασχολεί εδώ. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η μεταφορική σημασία της έκφράσης, η οποία σημαίνει ότι κάποιος επιδίδεται σε οφθαλμόλουτρο και κατόπιν επιστρέφει σπίτι του, όπου βροντάει την ψωλή του με την ησυχία του (η δουλειά που λέγαμε)...

- Τι γίνεται παιδάκια; Την έχετε φάει με τα μάτια την καινούρια γυμνάστρια...
- Ε, παίρνουμε δουλειά για το σπίτι... Τι άλογο είναι αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλίζουσα εκδοχή του αξιαγάμητος/-η. Ηπιότερη διατύπωση που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας ή/και παντρεμένες κλπ. Περιέχει ισχυρή δόση συγκατάβασης.

- Τι έγινε, Μαράκι; Βγήκατε με τον έτσι; Πώς ήταν;
- Να σου πω, χρυσό μου... Κρεβατάμπλ, απολύτως κρεβατάμπλ... Αλλά, βρε, δεν έχει μία... Κι εγώ, ξέρεις, κυττάζω πια να αποκατασταθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια φάση με την έννοια της ερωτικής περίπτυξης, συνώνυμη της λέξης παρτούζα. Αν οι συμμετέχοντες (άνδρες/γυναίκες, σε τυχαία αναλογία) είναι τρεις, τότε μιλάμε για φάση τριφασική. Αν πάλι είναι περισσότεροι από τρεις, τότε έχουμε φάση πολυφασική. Σχηματικά (x=άτομο):

(1x = μαλακία, ψωλοβρόντι, πεοκρουσία, κατά μόνας ηδονή) 2x = φάση 3x = φάση τριφασική
(3+v)x = φάση πολυφασική.

(Γκομενάκι) - Θα πάμε για βραδινό μπάνιο μετά; Έχω φέρει και μαύρο...
(2+ν Άντρες, μουρμουρίζουν όταν δεν τους παίρνει χαμπάρι το γκομενάκι)
- Ω ρε φάση που έχει να γίνει... Πολυφασική!

Το παρόν μήδι καλύπτει όλες τις υποπεριπτώσεις που αναφέρονται στον ορισμό. (από Galadriel, 06/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την κλασσική πορνοταινία του 1972 «Deep Throat» (= «Το βαθύ λαρύγγι»), κατά το σενάριο της οποίας η πρωταγωνίστρια είχε την κλειτορίδα της στο πίσω μέρος του λαιμού της λόγω γενετικού προβλήματος. Η εν λόγω ταλαιπωρημένη ηρωίδα πήγε λοιπόν σε γιατρό ο οποίος της πρότεινε μια απλή θεραπεία...

Ο χαρακτηρισμός το βαθύ λαρύγγι χρησιμοποιείται λοιπόν για να εκφράσει γυναίκες (ή πισωγλέντηδες) που είναι εξπέρ στη ρουφοκαβλέτα, το βάζουν όλο μέσα και άστα να πάνε...

Συνώνυμα: πιπόζα, τσιμπουκλού.

  1. - Σου πήρε πίπα η Δεσποινούλα;
    - Άσε, με τρέλανε η γκόμενα, όλο μέσα το χώρεσε!
    - Α κατάλαβα, το βαθύ λαρύγγι δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:

Η πεολειχία, το τσιμπούκι, η πίπα.

- Άβγαλτο κοριτσάκι μου φάνηκε η Μαρία...
- Τι λες ρε μαλάκα; Αυτή είναι εξπέρ στη ρουφοκαβλέτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το απύθμενο βάθος αιδοίου γυναικείου ή κώλου unisex, και λέγεται πάντοτε με μπάσα βραχνή φωνή, μιμούμενη αυτή των πρωταγωνιστών στις καλτ ελληνικές τσόντες. Πολλές φορές χρησιμοποιείται στην τύχη, κατά την θέαση π.χ. καλλίγραμμων γυναικείων οπισθίων. Έχει και παραπλανητικό τύπο άπαράτατα!

  1. - Τι έγινε με την Κική βρε μαλάκα, τη γάμησες;
    - Τη γάμησα...
    - Πώς ήταν;
    - Άπατα...

  2. - Πώω ρε, τι άλογο είναι αυτό;
    - Άααπαράτατα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη παντός καιρού. Αναφέρεται σε οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν ξέρουμε πώς ακριβώς το λένε. Μπορεί να είναι εξάρτημα, εργαλείο ή συσκευή, συνήθως μικρού ή μετρίου μεγέθους. Δεν είναι κακή επιλογή αν πρέπει οπωσδήποτε να μεταφράσουμε το gadget και είναι καλή μετάφραση για το widget. Για όσους τους απασχολούν αυτά.

Όπως και η συγγενής λέξη ματζαφλάρι, και το μαραφέτι χρησιμοποιείται ως ευφημισμός για το πέος.

  1. Graphics Tablet είναι εκείνο το μαραφέτι που χρησιμοποιείς στυλό και το σκίτσο μεταφέρεται στον υπολογιστή (Από forum για anime)

  2. Όλισβος ονομάζεται το εργαλείο εκείνο που αντικαθιστά το μαραφέτι που λείπει (ναυτικός - οδοιπόρος - χαμένο κορμί), ή το μαραφέτι που πάσχει από αφλογιστία / κοκορογαμία / μαλθακότητα (χαλβάς, πρόωρος εκσπερματιστής, ανίκανος) ή το μαραφέτι που δεν προσφέρεται (ποιος τη γαμεί αυτή). (Από το gourounia.livepage.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αυτοϊκανοποιείται, κοινώς μαλακίζεται. Η λέξη προέρχεται από τον Αυνάν. Τον οποίο (σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη) είχε καταραστεί ο Θεός, γιατί επιδιδόταν σε συνεχή αυτοϊκανοποίηση!!

Βγες από το σπίτι ρε Μάριε αυνάνα... Όλη μέρα την παίζεις, την έχεις κάνει λάστιχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(από το αγγλικό touch) Επαφή σεξουαλικού χαρακτήρα.

- Συναντηθήκαμε απογευματάκι, αλλά το τατσικό έγινε χαράματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified