Selected tags

Further tags

Έκφραση που αποενοχοποιεί τους ανομολόγητους ανδρικούς ερωτικούς πόθους, ιδιαίτερα των καυλοπιτσιρικάδων, για ερωτική συνεύρεση με πρόσωπα του σχετικά στενού συγγενικού τους κύκλου. Όχι μόνο δηλαδή πρέπει να ντρέπονται αν κουτουπώσουν την ξαδέρφη ή τη θειά τους, αλλά απεναντίας πρέπει να πασχίσουν να το βάλουν και πιο βαθιά, κι ένα μέτρο αν γίνεται...

- Άσε ρε φίλε, έχω τρελαθεί με την θεία μου τη Λόλα... Είναι πολύ σέξι... Αν μείνουμε ποτέ μόνοι στο σπίτι, θα την βουτήξω και θα πει τον δεσπότη Παναγιώτη...
- Καλά ρε μαλάκα, δεν ντρέπεσαι; Με τη θεία σου;!
- Τι να ντραπώ; Στην ξαδέρφη και στη θειά, ένα μέτρο πιο βαθιά... Άσε με, έχω ξεμπουρδελιάνει σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασίγνωστη έκφραση αποδοκιμασίας αυτών που έχουν μόλις ειπωθεί από τον αποδέκτη της, η οποία μεταξύ όλων των συνδυασμών συγγενών και μερών του σώματος κατέχει περίοπτη θέση στην καρδιά του Έλληνος (δηλαδή, δεν ακούμε και ποτέ "της συνυφάδας σου το αυτί" ή "του μπατζανάκη σου η ωμοπλάτη").

Μαθηματικά αποτελεί την πρώτη παράγωγο άλλης πασίγνωστης έκφρασης, η οποία αναφέρεται στο ιερό πρόσωπο της Μητέρας και στο όργανο το οποίο γέννησε τον αποδέκτη της και μην κάνετε ότι δεν καταλαβαίνετε διότι δεν πείθετε κανέναν. Η χρήση της πρώτης αντί της δεύτερης προτιμάται όταν ο αποδέκτης (α) είναι πιο δυνατός από μας άρα παίζει χοντρά η πιθανότητα του να μας κάνει γκάιντα στο ξύλο, (β) δεν είναι και τόσο γνωστός μας ή (γ) δεν είπε και κάτι τόσο τρομερό για να φάει τέτοιο χοντρό ξέχεσμα.

Οι εκφράσεις του τύπου "του / της [συγγενούς] σου ο / η / το [μέρος σώματος], απαντώνται ενίοτε και στη μορφή "του / της [συγγενούς] σου ο / η / το [περίεργο αντικείμενο].

- Νώντα, σήμερα πληρώνεις εσύ.
- Της θείας σου ο κώλος ρε τσίπη, όλο εγώ πληρώνω γιατί εσύ έχεις καβούρια στις τσέπες.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που το παίζει εξπέρ στο σεξ και έχει μια έτοιμη απάντηση για οποιαδήποτε ερώτηση πάνω σ' αυτό, όμως ακόμα δεν έχει εφαρμόσει στην πράξη τίποτε απ' αυτά που λέει.

- Κοίτα τον ρε τον πηδομαλάκα, το παίζει Ασκητής χωρίς να έχει γαμήσει ούτε μύγα...

(από vip, 27/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχαιότερο άθλημα ενόργανης γυμναστικής. Ατομικό, σε ζευγάρια ή σε αγέλες.

- Είδες ο Κωστάκης ένα ασφαλιστικό; Πρωταθλητής στο πούτσωμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ώριμη γυναίκα, που αναζητά νεαρά αγόρια (τεκνά), για να συνουσιαστεί μαζί τους (ουσιαστικά για να τα «ξεζουμίσει»).

Η γριά κότα έχει το ζουμί Μήτσο, κοίτα αυτήν εκεί, σκέτη ξεζουμίστρα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυνανίζομαι. Έκφραση σαφώς πιο εμφατική από το απλό τραβάω μαλακία. Χρησιμοποιείται τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά.

  1. - Τι γίνεται αυτός ο Τάσος, πώς έχει ρέψει έτσι;
    - Ε, αφού ανακάλυψε την μαλακία και βροντάει την ψωλή του από το πρωί μέχρι το βράδυ!

  2. - Άσε, κουράζομαι πολύ στο Συμβούλιο της Επικρατείας... Συνέχεια τρέχω πάνω-κάτω...
    - Ναι, γι' αυτό με παίρνεις τηλέφωνο κάθε μέρα και μιλάμε με τις ώρες... Την ψωλή σου βροντάς μαλάκα και παίρνεις κι ένα σωρό λεφτά!

Βλ. και ψωλοβρόντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει τη δουλειά (διάβασμα) που οι δάσκαλοι/καθηγητές βάζουν στους μαθητές να κάνουν στο σπίτι, αλλά η σημασία αυτή δεν μας απασχολεί εδώ. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η μεταφορική σημασία της έκφράσης, η οποία σημαίνει ότι κάποιος επιδίδεται σε οφθαλμόλουτρο και κατόπιν επιστρέφει σπίτι του, όπου βροντάει την ψωλή του με την ησυχία του (η δουλειά που λέγαμε)...

- Τι γίνεται παιδάκια; Την έχετε φάει με τα μάτια την καινούρια γυμνάστρια...
- Ε, παίρνουμε δουλειά για το σπίτι... Τι άλογο είναι αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλίζουσα εκδοχή του αξιαγάμητος/-η. Ηπιότερη διατύπωση που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας ή/και παντρεμένες κλπ. Περιέχει ισχυρή δόση συγκατάβασης.

- Τι έγινε, Μαράκι; Βγήκατε με τον έτσι; Πώς ήταν;
- Να σου πω, χρυσό μου... Κρεβατάμπλ, απολύτως κρεβατάμπλ... Αλλά, βρε, δεν έχει μία... Κι εγώ, ξέρεις, κυττάζω πια να αποκατασταθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια φάση με την έννοια της ερωτικής περίπτυξης, συνώνυμη της λέξης παρτούζα. Αν οι συμμετέχοντες (άνδρες/γυναίκες, σε τυχαία αναλογία) είναι τρεις, τότε μιλάμε για φάση τριφασική. Αν πάλι είναι περισσότεροι από τρεις, τότε έχουμε φάση πολυφασική. Σχηματικά (x=άτομο):

(1x = μαλακία, ψωλοβρόντι, πεοκρουσία, κατά μόνας ηδονή) 2x = φάση 3x = φάση τριφασική
(3+v)x = φάση πολυφασική.

(Γκομενάκι) - Θα πάμε για βραδινό μπάνιο μετά; Έχω φέρει και μαύρο...
(2+ν Άντρες, μουρμουρίζουν όταν δεν τους παίρνει χαμπάρι το γκομενάκι)
- Ω ρε φάση που έχει να γίνει... Πολυφασική!

Το παρόν μήδι καλύπτει όλες τις υποπεριπτώσεις που αναφέρονται στον ορισμό. (από Galadriel, 06/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την κλασσική πορνοταινία του 1972 «Deep Throat» (= «Το βαθύ λαρύγγι»), κατά το σενάριο της οποίας η πρωταγωνίστρια είχε την κλειτορίδα της στο πίσω μέρος του λαιμού της λόγω γενετικού προβλήματος. Η εν λόγω ταλαιπωρημένη ηρωίδα πήγε λοιπόν σε γιατρό ο οποίος της πρότεινε μια απλή θεραπεία...

Ο χαρακτηρισμός το βαθύ λαρύγγι χρησιμοποιείται λοιπόν για να εκφράσει γυναίκες (ή πισωγλέντηδες) που είναι εξπέρ στη ρουφοκαβλέτα, το βάζουν όλο μέσα και άστα να πάνε...

Συνώνυμα: πιπόζα, τσιμπουκλού.

  1. - Σου πήρε πίπα η Δεσποινούλα;
    - Άσε, με τρέλανε η γκόμενα, όλο μέσα το χώρεσε!
    - Α κατάλαβα, το βαθύ λαρύγγι δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified