Selected tags

Further tags

Γαμήσι. Όταν προηγείται απόλυτο αριθμητικό όπου ν>1 σημαίνει γαμήσια απανωτά, σερί.

Χρησιμοποιείται και ως μονάδα μέτρησης της καύλας που διεγείρει μια γκόμενα όπου:

ούτε ενα τεμ. = απολύτως persona non koukou
ένα τεμ. = για ψυχικό, στο ολότελα, δεν έχει τίποτε και η τηλεόραση
δύο τεμ. = μωρό μου, πρέπει να γνωριστούμε καλύτερα
τρία τεμ. = γουστάρω, γουστάρω, γουστάρω
4+ τεμ. = αμπαλαέα, εα

Προέρχεται από το τεμάχιο, αλλά σε αυτό το σκηνικό χρησιμοποιείται μόνον η συντομευμένη μορφή.

  1. Βιαζότανε, την περίμενε β γνωστός παπαρολεβιές, αλλά πρόλαβα και έριξα δύο τεμ.

  2. Αυτήν; Το μπάζο; Από μένα, αγόρι μου, ούτε ένα τεμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, αυτός που χύνει πολύ. Μεταφορικά λέγεται με ειρωνεία για να χαρακτηρίσει άτομα που το παίζουν γαμιάδες, μάγκες, αρχηγοί κτλ. Το επίθετο πιθανόν να προέρχεται από τις λέξεις χύσια και αμολάω ή, κατά μιαν άλλην άποψη, από το παλιό κόμικ Τιραμόλα. Οι γλωσσολογικές μελέτες δεν έχουν αποφανθεί ακόμα με σιγουριά...

  1. - Τι είναι αυτός ο Peter North* ρε συ; Μία ώρα χύνει, τις ασπρίζει τις γκόμενες! - Χυσαμόλας, όχι μαλακίες!!
  • Κλασικός αστέρας εκπαιδευτικών ταινιών, με πλούσια παραγωγή στον χώρο της έβδομης τέχνης.
  1. - Λοιπόν εγώ τη μικρή θα τη γαμήσω, κι ο γκόμενός της να πάρει τον πούλο... Άντε μην τον γαμήσω και αυτόν! - Σιγά ρε χυσαμόλα, κατούρα και λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβίρω το όργανο μου, το δίνω με όμορφο τρόπο. Το κάνω να φαίνεται ελκυστικό, ενίοτε το σερβίρω στο κεφάλι της/του παρτενέρ ή στα μαγουλάκια.

Ήζουρας: Και για πες ρε Τζον τι κάνατε χτές με την ινδιάνα;
Σπέτς: Ε, ξέρεις μωρέ, φασωθήκαμε λίγο και δεν άργησα να της τον δώσω λουκάνικο... τρελάθηκε!
Ήζουρας: Ζαγοραίοοος ο Τζον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακαλετό γαμήσι. Όταν ο άντρας έχει κατεβασμένα τα βρακιά του μέχρι τον αστράγαλο (δεν έχει προλάβει να γδυθεί τελείως ακόμα), τού φεύγει όμως η γκόμενα και αυτός τρέχει ξοπίσω της σέρνοντας τα πόδια του γιατί δεν μπορεί να ανοίξει βήμα (άρα μοιάζει με πιγκουίνο). Λίγο κρύο να λέμε την αλήθεια, αλλά εξαρτάται για ποιον το λες και τότε μπορεί να έχει πλάκα. Από ένα παμπάλαιο ανέκδοτο με μια πουτάνα και τον πελάτη της.

- Τον είχε στο πιγκουινάτο για κάνα μισάωρο.
- Και αυτή τι έκανε;
- Μμμ, δεν ξέρω...
- Και συ πού το έμαθες ρε μαλάκα;
- Μου το είπε η ίδια.
- Και ό,τι σου λένε εσύ το πιστεύεις έ;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που έχει φάει από όλες τις γυναίκες χυλόπιτα, ακόμα κι από τη Λία (τη Χουφταλία).

- Καλά τι χυλό αυτός ο Άρης. Έφαγε χυλόπιτα για δεύτερη (ή τρίτη) φορά από τη Δήμητρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το πρόγραμμα που προσφέρεται στα μπουρδέλα, γνωστό και ως τσιμπούκι-πισωκολλητό, αποδίδοντας, έτσι το ανεπιθύμητο της κατάστασης για το άτομο στο οποίο αναφέρεται.

Τι βατά θέματα και μαλακίες. Πίπα-κώλο μας πήγε ο %$@#@#$ πρωϊνιάτικο...

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομοιότης του ανδρικού γεννητικού οργάνου με λεβιέ ταχυτήτων, σε συνδυασμό με το κάτω σύστημα, το επονομαζόμενο και παπάρι/παπαριά, δημιουργούν την σύνθετη αυτή περιγραφή του γνωστού μαλάκα.

Ο τύπος είναι αλλού ρε συ. Δεν ξέρω πως την έχει δει ο παπαρολεβιές. Μιλάμε μας ζαλίζει τ' αρχίδια 24/7.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερμάτωση πάνω στα μπούτια. Λέγεται και μπατανάς, χωρίς -ν. Η αρχική σημασία είναι επίχρισμα και είναι μια λέξη που χρησιμοποιούν νορμάλ οι μπογιατζήδες. Το αστάρωμα, ας πούμε, γίνεται με μπατανόβουρτσα.

Μπατανάδες υπάρχουν πολλών ειδών:

  1. Ο κλασικός. Ο άνδρας βγαίνει λίγο πριν τελειώσει, δουλεύει πινέλο και χύνει στα μπούτια.
  2. Ο πρόωρος. Δεν προλαβαίνει καν να μπει και τού 'χει φύγει.
  3. Ο εκνευριστικός. Προκύπτει διότι η γνωστή μυξοπαρθένα αρνείται να ανοίξει τα μπούτια.
  4. Ο γκέι. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται και ως πλακοπούτσι.

Υπάρχει και το εξής τετράστιχο:

(Insert name) άνοιξε τα μπούτια
και κλειστά μην τα κρατάς,
και κλειστά μην τα κρατάααας,
να μη γίνει μπατανάς.

Το τραγουδά (κατά προτίμηση από μέσα του) είτε αυτός που προσπαθεί να γαμήσει ή αυτός που παίρνει μάτι.

(από joe909, 16/07/11)(από Gambertais, 12/02/12)(από Gambertais, 13/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που την παίζει καλά.

Καλά, αυτή η γκόμενα είναι χρυσοχέρα, σε ξεζουμίζει.

Η χρυσοχέρα με τον νάνο. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απορίας για κάποιο γεγονός ή περιγραφή γεγονότος. Η πλήρης έκφραση συμπληρώνεται από το «και πούτσο μη γυρεύεις», περιπλέκοντας τα πράγματα αισθητά, αφού η ρήση με την απουσία του δεύτερου στίχου δημιουργεί εύλογους συνειρμούς για το ποιος ακριβώς είναι ο εν θέματι τόπος. Τα μονογαμικά στοιχεία εκτιμούν ότι ο τόπος είναι όντως αυτός που φανταζόμαστε όλοι (κάποιο ανδρικό γεννητικό όργανο) και όχι άλλο / ξένο προς το επίσημο. Μπερδεμένα πράγματα.

Συνώνυμο του «μνήσθητι μου Κύριε» και του «τι λε ρε πούστη μου».

- Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι βγαίνοντας από το σπίτι έσβησα όλα τα φώτα. Θυμάμαι την κίνηση ρε παιδί μου, το κλικ στον διακόπτη. Ε, όταν ήρθα ήταν όλα αναμμένα. Άντε πες μου εσύ τώρα.
- Έλα μουνί στον τόπο σου...
- ...και πούτσο μη γυρεύεις. Αυτό λέω κι εγώ.

Ασχετο. Η Άννα Βίσση υπογράφει αυτόγραφα σε φαν της, στο αεροδρόμιο επιστρέφοντας από Αμερική... (από BuBis, 04/06/09)(από perkins, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified