Selected tags

Further tags

Οι σοφτ πορνό ταινίες που δεν πέφτει αληθινό γαμήσι.

- Άλλαξε κανάλι ρε μαλάκα, πάλι γαμαμπούτι ταινία θα δούμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουρδέλο.

- Δεν αντέχω άλλο, θα πάω σε κάνα γαμάδικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κωλομπαράς.

- Σκατοσπρώχτης ο δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης.

- Γεμίσαμε τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρες στην τηλεόραση!

βλ. και τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραβέλι.

- Εγώ πάντως αυτόν τον Τζον Τραβόλτα δεν τον γαμάω.

(από Khan, 19/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεις κάποιο τούμπανο και είσαι με πατσόλα.

Άσε ρε μαλάκα, έσκασε και η δικιά μου με 2 μουνάκια, την έπαιζα και έκλαιγα.

..στο 0:50, από τις πιο δυνατές σκηνές σε ταινία ever (seriously) (από Jonas, 12/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται όταν κάποιος πωρώνεται για κάποιον λόγο.

- Έπαιξες το καινούργιο PRO;
- Ναι ρε φίλε, έχουμε χύσει κυλοτάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι δεν γίνεται τη στιγμή που πρέπει ή θα αργήσει πολύ για να γίνει ή και ακόμα μπορεί να μη γίνει ποτέ.

  1. - Ρε μάνα δε σου είπα να πλήνεις το jean μου;
    - Αύριο θα βάλω πλυντήριο ρε Γιώργο...
    - Ναι καλά... του Αγίου πούτσου ανήμερα!...

  2. - Τι γίνεται ρε συ με το αμάξι... ακόμα συνεργείο ε;...
    - Ναι ρε άσε... 4 μήνες έκλεισε το γαμημένο...
    - Καλά και πότε λες να το πάρεις;
    - Ξέρω γω με τους μαλάκες... του Αγίου Πούτσου ανήμερα!

(από Khan, 01/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/Η έχων/έχουσα μακρόχρονη αποχή από σεξουαλικές δραστηριότητες. Κοινώς, ο αγάμητος.

Αρκτικόλεξο που σημαίνει Σύλλογος Επικινδύνων Λόγω Παρατεταμένης Αγαμίας.

- Ρε συ; Σ.Ε.Λ.Π.Α. κι ο Γιάννης; Πώς κάνει έτσι μόλις δει θηλυκό;
- Άσε, πρόεδρος και βάλε...

Το σήμα της ΕΛΠΑ (από poniroskylo, 16/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που γουστάρει πολύ τα γυναικεία οπίσθια (ε, άμα είναι γκέι τα αντρικά...)

  2. Αυτός που του αρέσει να κάνει πρωκτικό σεξ.

  1. - Ω ρε μανίτσα μου, κοίτα έναν πάτο που έχει η γκόμενα!
    - Α, εσύ είσαι μεγάλος κωλαράκιας!

  2. - Το 'χω ανάγκη πολύ Αννίτα μου, από πίσω σου λέω... Εεε, άντρας είμαι, το θέλω!
    - Σιγά ρε Κωνσταντίνε, ηρέμησε! Δεν τό'ξερα ότι είσαι κωλαράκιας!

(από Cunning Linguist, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified