Selected tags

Further tags

  1. Ζωηρός, δυνατός.
  2. Σεξουαλικά ερεθισμένος, καυλωμένος.

- Αμαν Ελενίτσα, νταβραντισμένος είναι σήμερα ο βλάχος...
(από ελληνική ταινία)

Κι εγώ που νόμιζα πως νταβραντισμένος σημάινει να λούζεσαι(ραντίζεσαι) με Ντάβ;  (από GATZMAN, 29/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη, η τσούλα ή η πολύ πρόθυμη να ικανοποιήσει σεξουαλικά όλους τους ενδιαφερόμενους άντρες, με σαφή κοροϊδευτική αναφορά σε γυναίκες που προέρχονται από το πρώην ανατολικό μπλοκ κι έχουν συνδεθεί με την πορνεία.

- Άκουσες ότι ήρθε στην Ελλάδα η νέα πρέσβειρα καλής θέλησης του ΟΗΕ από την ......νία; (χώρα ανατολικής Ευρώπης)
- Ναι; Ποια, η Νατάσα Τσουτσουνοπέρνοβα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που εκλιπαρεί και εξευτελίζεται προκειμένου να κάνει έρωτα ή μια οποιαδήποτε ερωτική σχέση με τον οποιονδήποτε, η τσούλα.

- Η Χ είναι γνωστή σπερματοζητιάνα, όπου δει κλαρί, ορμάει!

Συνώνυμο: τσιμπουκοζητιάνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αποτυχημένες προσπάθειες (και επαναλαμβανόμενες στον ίδιο χώρο με διαφορετικούς «στόχους») για one night stand.

- Χτυπήσατε τίποτα χτες στη μουνοθύελλα;
- Μπα,o Μήτσος και γω κάναμε one night stand up comedy!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προτροπή και η προσπάθεια ενός άντρα να πείσει μια γυναίκα να επιδοθούν σε πρωκτικό έρωτα.

-Σου έδωσε κώλο το Μαράκι ρε;
-Όχι ακόμα, τόσο καιρό την πρωκτρέπω όμως, πού θα πάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ράπισμα, σκαμπίλι (χτύπημα) του πέους που δέχεται ο ερωτικός σύντροφος (γυναίκα).

- Τι λέει καλή η Μαρία στο κρεββάτι;
- Άσε σου λέω, δυναμίτης! Της έριξα και κάτι πουτσοσκάμπιλα στα μούτρα και στα κωλομέρια που θα της μείνουν αξέχαστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός προσδιορισμός που δηλώνει ότι κάποιος δεν γαμάει.

- Τι έκανε χθες ο Γιώργος με τη Μαρία;
- Τίποτα ο τρόμπας.

Δεν θέλει κόπο. Θέλει τρόπο. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ξεπέτα, δηλαδή την σεξουαλική πράξη που κρατά πολύ λίγο σε διάρκεια ή περιορίζεται χρονικά σε μία νύχτα, χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις.

Έχεις κάνει ποτέ εσύ one night;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «Απο φωνή ... φωνάρα».

Επίσης:

Από φωνή... κουκλάρα!
Από φωνή... κορμάρα!

Χρησιμοποιείται για όλες τις τραγουδίστριες που είναι ή θέλουν να γίνουν διάσημες και δεν έχουν ιδιαίτερη φωνή, αλλά αντίστοιχα έχουν τέλειο κορμί. Γενικά για όλες εκείνες που κανείς προσέχει το κορμί περισσότερο από τη φωνή τους.

- Καλά την βλέπεις αυτή... είναι που λέμε... και από φωνή... μουνάρα! χαχα

(από joe909, 08/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ξεφεύγω απο την οικογενειακή στέγη.
  2. Παύω να είμαι παρθένος/-α.

- Είναι μικρός ακόμα αυτός... Δεν έχει απογαλακτιστεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified