Selected tags

Further tags

Εξ' ορισμού, ο χαρακτηρισμός πρέπει να εξαντλείται στο γυναικείο φύλο (άντρας και άκαυλος δεν συνάδει, διότι ως γνωστόν, όταν ο άντρας θέλει να πηδήξει...). Για του λόγου το αληθές, ρωτήστε τον Γούγλη ποιο γένος προτιμά και συγκρίνετε τα αποτελέσματα.

Αλλά ας γυρίσουμε στα της άκαυλης. Όπου, άκαυλη είναι αυτή που καυλώνει δυσκόλως.

Πρακτικά και συμπυκνωτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι άκαυλη είναι κάθε γυναίκα που εφευρίσκει δικαιολογίες για να αποφύγει την σωματική επαφή. Σε αυτή την περίπτωση, για να καυλώσει (τρόπος του λέγειν), θα πρέπει να εξασφαλίσει πρώτα κάποιες ελάχιστες απαιτούμενες συνθήκες. Αυτές ποικίλουν από γυναίκα σε γυναίκα (πχ: απόλυτο έλεγχο επί του αρσενικού, σεβασμό και άλλα πειστήρια αφοσίωσης, αφρικανικών διαστάσεων εξοπλισμό, κτλ,κτλ..). Όχι σπάνια, μια άκαυλη γυναίκα μπορεί να προβάλει ένα αυστηρό διαννοουμενιλίκι που υποκρύπτει βεβαίως μια προσπάθεια υποκατάστασης της ακαυλοσύνης της από μία επίπλαστη εγκεφαλικότητα..

Το είδος που απαντάται πιο συχνά, είναι η άκαυλη γυναίκα που, αν και δίνει ευχαρίστως φίφα, ωστόσο δεν προσφέρει ποτέ το αιδοίο της για τα περαιτέρω. Απλώς συμμετέχει κατά το ήμισυ, έτσι για να ευχαριστήσει τον γκόμενο για την προσοχή που της έδειξε.

Δευτερευόντως υπάρχει και η άκαυλη γυναίκα που εξιτάρεται τηλεφωνικώς ή ιντερνετικώς με ευκολία, αλλά για συνάντηση από κοντά δεν το συζητά καν. Εδώ θα πρέπει να υποπτευθεί κανείς ότι είναι (ή αισθάνεται) κάπως σαύρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευθηρεύσιμο, σχετικά εμφανήσιμο θήλυ, περιφερόμενο παρά καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ίνα εντοπισθεί παρά προθύμου θηρευτή.

Ο όρος προέρχεται από την θήρα και αναφέρεται σε τρωθέν πλην ουχί ανακτηθέν θήραμα. Δεδομένης της μειωμένης έως ανύπαρκτης κινητικότητας του τρωθέντος θηράματος, η ανάκτηση αυτού δεν επείγει. Σημειωθέντος του σημείου πτώσης, είναι δυνατή σε ευκαιρότερο χρόνο με ελάχιστο κόπο.

Ο συγκεκριμένος τύπος θύλεως απαντάται κυρίως στην Β.Δ. Ευρώπη και αποτελεί συγκερασμό των ιδιοτήτων της μιλφέιγ, της κούγκαρ, λίγο της σπασμένης χώρις όμως να φτάνει να είναι καμιά πεταμένη. Δεν αποκλείεται δεν να είναι και σχετικά νεαρά, ακόμα δε και αρχοντομούνα.

Όπως και το τρωθέν θήραμα, συχνάζει στο ίδιο σημείο, συνήθως με ομοιοπαθούσα (ενίοτε να είναι και πακέτο όμως). Περιβάλλεται από ένα κράμα θλίψης και ερωτισμού, δεν αναζητά απαραίτητα το κρεββάτι (μαλακίες, αυτό αναζητά) και εάν την προσεγγίσεις με χιούμορ, λίγο αυτοσαρκασμό και αυτοπεποίθηση μπορείτε να περάσετε και οι δύο καλά εώς πολύ φίνα. Βέβαια αν πέσεις σε αραχνομούνα τον ήπιες, αλλά αυτές ξεχωρίζουν από τις λαβωμένες.

Στην Ελλάδα δεν απαντά.

- Είναι οι λαβωμένες στο πάσο, είσαι;
- Σφυγμό έχουν;
- Λαβωμένες είπα!
- Μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ' τον συνδυασμό των λέξεων «καυλί» και «καλά». Είναι η σύντομη εκδοχή του «έτσι θα είναι πιο καλά για τον πούτσο μας».

- Τώρα που τα έφτιαξα με την Χριστίνα θυμήθηκε να με πάρει τηλέφωνο η Μαρία για να βγούμε;
- Ε πιο καυλά ρε μαλάκα. Πάρτην και κανόνισε.

(από HardcoreGR, 13/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν είναι μόνο αξιαγάμητος και γαμήσιμος, αλλά είναι κάτι παραπάνω: είναι γαμιστερός και θέλουμε να ξεσκιστούμε μαζί του.

- Πολύ γαμήσιμο το μωρό, ιλέβεν ο κλοκ!
- Ξεσκίσιμο θα έλεγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινωνάω (μτβ.): χύνω το σπέρμα μου σε στόμα.

Την κοινώνησα τη γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαίνει σε εφαρμογή όταν κανείς έχει καιρό να γαμήσει. Επιτυχία με μαθηματική ακρίβεια.

- Είδε ότι δεν του κάθεται τίποτα και εφαρμόζει τη μέθοδο των γριών.
- Τι;
- Πάει με πουρά ρε ούφο...

Λογοπαίγνιο με τη «μέθοδο των τριών».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To φεστιβάλ από κωλοσκάμπιλα στα κωλομάγουλα της/ου ερωμένης/-ου, που προσδίδει στο σεχ μια πιο κίνκι αίσθηση light submission ή και καρασαμπμίσιον.

Πάσα (Δ.Π.): Βράσταμαν.

  1. την κωλαντεραδα και την κωλομαγουλαδα!!!!!!!!! (Εδώ).

  2. Βαζω καποτα καρφωνω δαιμονισμενος...φιλια στο στομα...βρισιδια χαστουκια (με το μαλακό μαγκες) ροχαλες...στα βυζια χαστουκια στα βυζια...επιασα αποδοση μην λεμε μαλακιες τωρα ημουν εκπληκτικος κι εγω...(χα χα) Την γυρναω στα 4....καρδουλα μου...η κωλαρα σου!Σφυροκοπαω...χαστουκιζω...φτυνω...την παιρνω μετα ορθια στον τοιχο...με τακουνι και κωλομαγουλαδα...περα δωθε...εεε. εεε τωρα θα στα δωσω της λεω...μου λεει «ιν μαι μαουθ πλιζ» ....Μανα μου τα αγγλικα σου! ...και τωρα μαγκες χυστε μαζι μου ολοι...τα ριχνω στομα...τα καταπινει...και συνεχιζει το τσιμπουκι...το στραγγιστο για καν 5 λεπτο...πραγματικος χρονος....τετοιο ρουφηγμα δεν εχει ξαναγινει...μου πηρε και λίγο μυελό των οστών...απ την σπονδυλική στήλη...(Από διεύθυνση για ενήλικες).

(από Khan, 09/04/12)Rubensesque Χάριτες. Ο τελευταίος που έφαγε κωλοσκάμπιλο νοσηλεύεται στο ΚΑΤ. (από Khan, 09/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Gay friend. Ο πουστάκος κολλητός-αξεσουάρ μιας χάϊ-κλας γκόμενας, βλ. π.χ. την Κάρυ Μπράντσω στο «Sex and the City» με τη φιλενάδα της τον Stanford Blatch, την «πέμπτη κυρία» του σόου.

- Είναι ένας τυπάς που θα μας γνωρίσει κάτι φίλες του.
- Μπα και πώς έτσι, έχει τόσες πουτου περισσεύουν;
- Όχι ρε, κλασικός τζίφης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Το κοντάρι, ξύλινο μέρος του σκερπανιού βασικού εργαλείου των οικοδόμων μαστόρων κτλ.
  2. Ξύλινο κοντάρι από άλλα εργαλεία γενικότερα (τσάπες, γκασμάδες κτλ.)
  3. Παρομοίωση του πέους με το ξύλινο κοντάρι, το δυνατό, χοντρό και ντούρο πέος.

- Παναγία μου τι στειλιάρι είναι τούτο;;;
- Όλο για σένα καύλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και στυλιαροκαταπότης. Εκείνη/-ος που καταπίνει το στυλιάρι (πέος). Τίτλος που τον αποδίδουμε σε λάτρεις του deepthroating, γυναίκες ή ομοφυλόφιλους με ιδιαίτερη έφεση στο να καταπίνουν με σχετική ευκολία το αντρικό μόριο.

Μαλάκα μου το πήρε κάτω όλο για πλάκα! Μου το εξαφάνισε! Τι στυλιαροκαταπότρα είν' αυτή;

(από gaidouragathos, 05/04/12)My one desire, my only wish is to be eaten... (από Mr. Cadmus, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified