Selected tags

Further tags

Μπαίνει σε εφαρμογή όταν κανείς έχει καιρό να γαμήσει. Επιτυχία με μαθηματική ακρίβεια.

- Είδε ότι δεν του κάθεται τίποτα και εφαρμόζει τη μέθοδο των γριών.
- Τι;
- Πάει με πουρά ρε ούφο...

Λογοπαίγνιο με τη «μέθοδο των τριών».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To φεστιβάλ από κωλοσκάμπιλα στα κωλομάγουλα της/ου ερωμένης/-ου, που προσδίδει στο σεχ μια πιο κίνκι αίσθηση light submission ή και καρασαμπμίσιον.

Πάσα (Δ.Π.): Βράσταμαν.

  1. την κωλαντεραδα και την κωλομαγουλαδα!!!!!!!!! (Εδώ).

  2. Βαζω καποτα καρφωνω δαιμονισμενος...φιλια στο στομα...βρισιδια χαστουκια (με το μαλακό μαγκες) ροχαλες...στα βυζια χαστουκια στα βυζια...επιασα αποδοση μην λεμε μαλακιες τωρα ημουν εκπληκτικος κι εγω...(χα χα) Την γυρναω στα 4....καρδουλα μου...η κωλαρα σου!Σφυροκοπαω...χαστουκιζω...φτυνω...την παιρνω μετα ορθια στον τοιχο...με τακουνι και κωλομαγουλαδα...περα δωθε...εεε. εεε τωρα θα στα δωσω της λεω...μου λεει «ιν μαι μαουθ πλιζ» ....Μανα μου τα αγγλικα σου! ...και τωρα μαγκες χυστε μαζι μου ολοι...τα ριχνω στομα...τα καταπινει...και συνεχιζει το τσιμπουκι...το στραγγιστο για καν 5 λεπτο...πραγματικος χρονος....τετοιο ρουφηγμα δεν εχει ξαναγινει...μου πηρε και λίγο μυελό των οστών...απ την σπονδυλική στήλη...(Από διεύθυνση για ενήλικες).

(από Khan, 09/04/12)Rubensesque Χάριτες. Ο τελευταίος που έφαγε κωλοσκάμπιλο νοσηλεύεται στο ΚΑΤ. (από Khan, 09/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Gay friend. Ο πουστάκος κολλητός-αξεσουάρ μιας χάϊ-κλας γκόμενας, βλ. π.χ. την Κάρυ Μπράντσω στο «Sex and the City» με τη φιλενάδα της τον Stanford Blatch, την «πέμπτη κυρία» του σόου.

- Είναι ένας τυπάς που θα μας γνωρίσει κάτι φίλες του.
- Μπα και πώς έτσι, έχει τόσες πουτου περισσεύουν;
- Όχι ρε, κλασικός τζίφης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Το κοντάρι, ξύλινο μέρος του σκερπανιού βασικού εργαλείου των οικοδόμων μαστόρων κτλ.
  2. Ξύλινο κοντάρι από άλλα εργαλεία γενικότερα (τσάπες, γκασμάδες κτλ.)
  3. Παρομοίωση του πέους με το ξύλινο κοντάρι, το δυνατό, χοντρό και ντούρο πέος.

- Παναγία μου τι στειλιάρι είναι τούτο;;;
- Όλο για σένα καύλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και στυλιαροκαταπότης. Εκείνη/-ος που καταπίνει το στυλιάρι (πέος). Τίτλος που τον αποδίδουμε σε λάτρεις του deepthroating, γυναίκες ή ομοφυλόφιλους με ιδιαίτερη έφεση στο να καταπίνουν με σχετική ευκολία το αντρικό μόριο.

Μαλάκα μου το πήρε κάτω όλο για πλάκα! Μου το εξαφάνισε! Τι στυλιαροκαταπότρα είν' αυτή;

(από gaidouragathos, 05/04/12)My one desire, my only wish is to be eaten... (από Mr. Cadmus, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματοποίηση ερωτικής συνεύρεσης χωρίς τη χρήση προφυλακτικού. Δηλαδή, όπως παλιά.

- Πώς πήγε χθες ρε;
- Καλά, έδωσα μια πέτσα. Της ξηγήθηκα παλαϊικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. O μουσικός πνευστού οργάνου.

  2. Μεταφορικά εκείνος/η που του/της αρέσει να επιδίδεται σε στοματικό σεξ με περίτεχνο τρόπο, θυμίζοντας πραγματικά έμπειρο μουσικό πνευστού φιλαρμονικής. Συνήθως δεξιοτέχνης στην πίπα.

- Θα σου κάνω μια πίπα που θα σου μείνει αξέχαστη!
- Άντε ρε παλιόπουστα, κλαρινοπαίχτη! Θα 'θελες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από το παππούς + πούστης. Υποδηλώνει τον πούστη που σε βάθος χρόνου παρέμεινε αναλλοίωτος στα πιστεύω και στα γούστα του! Ομάδες ευσεβών παππούστηδων μπορούν να βρεθούν ολημερίς στο Κολωνάκι κυρίως την Ελληνική πόλη της μόδας. Συζητούν θέματα αδιάφορης κοινωνικοπολιτισμικής αξίας στο Perro's, στο da Capo και στα στενά του Κολωνακίου γενικότερα, έτσι για να περνάει απλά η ώρα μέχρι να πλησιάσει ο υποψήφιος νεαρός επιβήτορας που θα του γίνει αργά ή γρήγορα αν δείξει ενδιαφέρον, πρόταση από τον παππούστη. Κυρίως σεξουαλικής φύσεως.

- Ρε αυτός δεν ήταν ο Φιλήμονας που πέρασε;
- Καλός παππούστης είναι κι αυτός!

Φιλήμονας (από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μεγάλου σαν κεφαλάκι γάτας πουτσοκέφαλου!

Εκτός σεξουαλικής συζητήσεως σημαίνει μεγάλα κομμάτια στερεοποιημένης λάσπης και προφανώς άχρηστης προς σοβάντισμα τοίχων.

Μπορεί να σημαίνει πολλά που μπορούν να σχετιστούν με ένα κεφαλάκι γάτας γύρω μας. Στην cult ταινία του Μπόκολη «Ποιος θα πηδήξει την γοργόνα», νεαρός αγνώστων λοιπών στοιχείων και ενώ γαμάει από τον κώλο την συμπρωταγωνίστριά του (γοργόνα) της λέει «Πάρε το γατοκέφαλο μου!» -κτλ.

Πώπω τι γατοκέφαλο έχεις στον πούτσο σου επάνω! Μόνο μάτια δεν έχει και μουστάκια!

(από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντρικό μόριο σε στύση, συγκριτικά με έναν λεβιέ ταχυτήτων ενός αυτοκινήτου και με τον τρόπο που τον πιάνει και τον μεταχειρίζεται με άνεση μια γκόμενα!

Ωραία οδηγάς μωράκι, δεν ξέρω για το τιμόνι αλλά τον πουτσολεβιέ τον δουλεύεις πολύ καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified