Further tags

Έκφραση αντίθεσης όταν ακούμε ένα βαρύ και φορτωμένο πρόγραμμα είτε που πρόκειται να μας αναθέσουν ή που κάποιος άλλος έχει.
Σημαίνει δηλαδή ότι εμείς βαριόμαστε πάρα πολύ, είμαστε τεμπέληδες ενώ ο άλλος μας μοιάζει Βέγγος.

Παρόμοια με την δεν παίζω ούτε τα βλέφαρά μου.

Μπορούμε επίσης να αλλάξουμε υποκείμενο αν μιλάμε για κάποιον άλλο.

- Μανόλη πήγαινε ρε συ αύριο να πληρώσεις τις τράπεζες! Με το δίκαννο θα μας κυνηγάνε.
- Τι λε ρε... εδώ εγώ βαριέμαι να κλάσω! όχι που θα τρέχω να ξεπληρώνω και τους μαλάκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως κολλιάντζα (προφέροντας και στις δυο περιπτώσεις στο -λλιά-, το ι μαζί με το α, όπως το κολιά), και περιγράφει την κατάσταση της ακατάσχετης διάρροιας, ενίοτε και ιδιαίτερα δύσοσμης. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στην περιοχή της Πάτρας.

  1. - Καλά ρε μαλάκα, τι κολιάντζα ήταν αυτή που έκοψες; Σκατά έφαγες χτες;

  2. - Μάγκες δεν ξανατρώμε στου βρωμιάρη, με έπιασε μια κολιάντζα χτες... πήγα να χέσω τ' άντερα μου!!!

(από Galadriel, 13/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζω πολύ άσχημη ζωή, αντιμετωπίζω τρομερά προβλήματα (υγείας, διαβίωσης, κοινωνικά, συναισθηματικά κά), ανήκω στους πραγματικά δυστυχείς αυτού του κόσμου.

- Ρε παιδάκι μου, πολύ ξινή γυναίκα αυτή η Λέλα... Όλο μούτρα έχει. Τί ζόρι τραβάει ρε πούστη μου; Έρχεται σπίτι να καθαρίσει και μου σπάει το μπούτσο, όλο παρατηρήσεις μου κάνει λες και την έχω μάνα μου!
- Ε, άσ' τηνα μωρέ, έχει σκατοφάει πολύ στη ζωή της... Φτώχεια, ο άντρας της ένα αρχίδι και μισό, αλκόλα του κερατά, χαρτομπαίχτης που χρωστάει τον κώλο του, η μια κόρη της κλέφτρα, η άλλη της βγήκε σβάκι, ζούνε όλοι μαζί σε ένα δωμάτιο κι αυτή δουλεύει να τους ζήσει... Έχει και τη μάνα της που δε λέει να πεθάνει, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται για να τονίσει την κατάσταση κάποιου μετά από πραγματικά υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Συγγενικό λήμμα με διάφορα άλλα που φανερώνουν την σχέση που έχει η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ με την αδυναμία ελέγχου και των πιο απλών λειτουργιών του σώματος (στην προκειμένη περίπτωση τον έλεγχο του σφιγκτήρα του πρωκτού).

- Πώς πέρασες χθες ρε;
- Άσε μαλάκα, έχεσα παντελόνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνονθύλευμα σιχαμερών πραγμάτων, πχ τασάκι με αποτσίγαρα, σκουπίδια πεταμένα σε παραλία, και τα λοιπά.

- Ρε μαλάκα, μάζεψε τον εμετό πριν έρθει η μάνα σου και αρχίσει πάλι την κατήχηση για το τσιγάρο...

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικός και ευγενικός - κωδικοποιημένος τρόπος, προκειμένου η γυναίκα να δηλώσει ότι έχει αρχίσει η περίοδός της. Η Ρωσία κάποτε ταυτιζόταν με το κόκκινο χρώμα, όπως και η έμμηνη ρύση.

- Γιατί μωρό μου δεν με αφήνεις να βάλω το χέρι μου εκεί που θέλω;
- Μη με παρεξηγείς, σήμερα ήρθαν οι Ρώσοι και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.

Avanti popolo! (από Vrastaman, 10/09/08)Ήρθαν οι ρώσοι, ήρθε η λύση. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση η οποία σημαίνει ότι για να πετύχει κάποιος κάτι, πρέπει να οργανωθεί και να προσπαθήσει σκληρά. Το καλό και επιθυμητό αποτέλεσμα δεν είναι κάτι που έρχεται ξαφνικά και εύκολα. Ουσιαστικά προσεγγίζει την έκφραση «τα αγαθά κόποις κτώνται». Για να βάψει κανείς αυγά, πρέπει να ακολουθήσει μία ορισμένη διαδικασία, η οποία δεν έχει τίποτα κοινό με το κλάσιμο.
Η έκφραση υπάρχει και στα Αλβανικά «Vezët, nuk ngjyhen me pordhë».

- Πατέρα, αποφάσισα να δώσω για ιατρική. Θα ξεκινήσω διάβασμα σε ένα μήνα, πιστεύω ότι θα τα καταφέρω.
- Χαίρομαι αγόρι μου, αλλά ο δρόμος θα είναι δύσκολος. Να θυμάσαι πάντα στη ζωή σου, ότι με πορδές δεν βάφονται αυγά!

(από Khan, 06/04/14)

Επίσης και mit porden nicht vafen avgen.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη. προέρχεται από το πυρκαι το κλανίδι(ουδέτερο, παρετυμολογικό της λέξης κλανιά). Αναφέρεται σε κατάσταση όπου το άτομο που προβαίνει στην ειδεχθή αυτή πράξη χρησιμοποιεί εκτός από την κλανιά του, η οποία μπορεί να διακριθεί σε εκούσια (όταν προσπαθεί από μόνος του να την αμολήσει) και την ακούσια (ως ανθρώπινη φυσική ανάγκη), και όργανα που μπορεί να προκαλέσουν εύκολη και γρήγορη ανάφλεξη, όπως αναπτήρας ή στουπί σε ακραία περίπτωση.

- Ρε μαλάκα Μήτσο, τι στον πούτσο κάνεις με τον αναπτήρα στον κώλο σου; Τον ασβεστώνεις τον τοίχο;
- Τι λες ρε μαλάκα; Προσπαθώ να κάνω πυροκλανίδι!!!

Απαραίτητος ο πυροσβεστήρας. (από nick, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έντονη μυρωδιά.

- Πήγα και κάθισα στη θύρα των φανατικών, ξέρεις εκεί με τα χουλιγκάνια που βγάζουν τις μπλούζες τους.
- Έλα ρε και πως ήταν;
- Σε 5 έφυγα, πέθανα από τη ντούχνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέγεται με διάφορες παραλλαγές προειδοποιητικά και αφορά κυρίως τους διαφόρων ειδών λεβεντομαλάκες, όσους δλδ. έχουν αρχίσει από καιρό να ξεφτιλίζονται, να χάνουν τη μπάλα, ή που τις λαμογιές τους τους έχουν πάρει χαμπάρι και οι πέτρες, αυτοί ωστόσο, διατηρούν τη λεβεντιά τους και προχωρούν ακάθεκτοι, κάνοντας το λεβέντη. Πράγματι, η λεβεντιά είναι μεθυστική. Όταν κάποιος, ωστόσο, είναι τόσο λεβέντης και τόσο στον κόσμο του, η κατακραυγή μπορεί όντως να πάρει διαστάσεις βροχής από ροχάλες, και η ανταμοιβή του καλλιτέχνη να έρθει σε τάλιρα.

  1. Σύντροφοι δεν βρέχει. Μας φτύνουν!
    (από πασοκτζήδικο blog, πριν την ανάκαμψη)

  2. Ένα θεμελιώδες ερώτημα που οφείλει να θέτει κάθε δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό είναι το «βρέχει ή μας φτύνουν;».
    Από δημοσιογραφικό blog

(από xalikoutis, 09/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified