Βρωμάω, ζέχνω, σκυλοβρωμάω, μυρίζω όλες τις -ίλες μαζί, αναδίνω μπόχα (η μποξ, της μποχός που λένε).
Δεν ξαναπάω με ΚΤΕΛ, τα παράθυρα δεν ανοίγουν, δουλεύουν μόνο με κλιματισμό, μποχάνε, άσταδγιάλα πια...
Βρωμάω, ζέχνω, σκυλοβρωμάω, μυρίζω όλες τις -ίλες μαζί, αναδίνω μπόχα (η μποξ, της μποχός που λένε).
Δεν ξαναπάω με ΚΤΕΛ, τα παράθυρα δεν ανοίγουν, δουλεύουν μόνο με κλιματισμό, μποχάνε, άσταδγιάλα πια...
Got a better definition? Add it!
Τα καημένα τα σκυλιά, είτε αδέσποτα ή σπιτιού, έχουν μια χαρακτηριστική μυρωδιά (την σκυλίλα βεβαίως βεβαίως, αλλά ας μην το παρακάνω), η οποία μάλλον προέρχεται από τον συνδυασμό σαλίλας και τυχόν αντιψυλλικού κολάρου. Είναι μια αρκετά δυνατή οσμή, πχ. χαρακτηρίζει (και ποτίζει) το διαμέρισμα όποιου έχει σκύλο. Αλλά αγαπάμε σκύλοι και γενικώς ό,τι αναπνέει (αλλά και τις πέτρες), μην το ξεχνάμε (αυτό, ήταν το μήνjυμα της ημέρας).
Κατ' επέκταση το λέμε για όποιον βρωμύλο κάτσει δίπλα μας, που ζέχνει είτε από ατημελησιά ή επειδή δεν μπορεί να πλυθεί -εξαιτίας των μαύρων συνθηκών στις οποίες ζει (πχ άστεγος, αν και αυτοί πάνε και τραβάνε και κανα ξυρισματάκι κυριλέ σε δημόσιες τουαλέτες).
- Ρε μαλάκα, πάψε να κάνεις μόνο γαλλικό ντους, σκυλοβρωμάς δεν το καταλαβαίνεις;
Got a better definition? Add it!
Το ολέθριο χέσιμο που ψεκάζει τα πάντα στη λεκάνη. Σχεδόν πάντα προηγείται μια σύντομη εκτόνωση της εντερίλας που καταπιέζεται και έπειτα σκάει και το τσιρλιό που διαχέεται από το κωλάντερο, το οποίο λειτουργεί πλέον σε καθεστώς κινητήρα τζετ, που ψεκάζει την λεκάνη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της, ακόμα και εκεί που δεν καθαρίζει ούτε καζανάκι, ούτε σκουπάκι. Ο ήχος είναι αναγνωρίσιμος από δεκάδες μέτρα, η υφή του σπρέι είναι ρευστή και κολλώδης, και η χημική του σύσταση είναι απίστευτα τοξική, αφού το κάψιμο της σούφρας σε ενοχλεί για μια μέρα και μια νύχτα.
(Για τους λάτρεις των άχρηστων εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, το φαινόμενο αυτό έχει να κάνει με ρευστομηχανική. Στο εσωτερικό του κωλάντερου επικρατούν συνθήκες υψηλής πίεσης, ο πόνος που μας «κόβει» αυτό είναι, και όταν εκτονώνεται η πίεση πάει στην τιμή της ατμοσφαιρικής πίεσης και το βγάζει όλο σε ταχύτητα με αποτέλεσμα να τα σκάει παντού η ευκοίλια. Μια ομορφιά!)
(Ηχητικό εφέ που δεν περιγράφεται με γράμματα)
- Μαλάκα, τι κάνεις εκεί μέσα, μάχη δίνεις;; Πάλι ψέκασμα;;!!!
- Ναι ρε πούστη μου, μού 'γινε η ροδέλα αλοιφή...
- Σκούπισε καλά, αλλιώς θα σε βάλω να το γλείψεις το σπρέι από παντού! Βρώμικο έξω από το γήπεδο ήθελες, καλά να πάθεις!!!
Got a better definition? Add it!
Συνήθως μεταφορική, μερικές φορές και κυριολεκτικά χρησιμοποιούμενη, η φράση υποδηλώνει συνθήκες απόλυτης σιωπής, νεκρικής σιγής και ηρεμίας, απρόσμενης για συγκεντρωμένο πλήθος, αλλά επιβεβλημένης από ιδιαίτερες συνθήκες. Εφαρμόζεται σε κηδείες, κοντσέρτα, ταινίες του Αγγελλόπουλου, συνέδρια του ΚΚΕ όσο μιλάει η γραμματέας, στρατόπεδα στη φράση «Ένας εθελοντής για...», χαρούμενες πασχαλιάτικες συγκεντρώσεις με την οικογένεια στη φράση «Μπαμπά είμαι gay», σε κρεββάτι όταν η γκόμενα λέει «Ναι, Κώστα μου» στο σεξ μετά την ονομαστική σου εορτή στις 6 Δεκεμβρίου, αλλά και από δέντρα που πέφτουν σε δάσος που δεν είσαι.
Γαμώτο... τα έγραψα πιο πάνω...
Got a better definition? Add it!
Χλέπα, μίξος.
Είδα ένα μπλαγκάνι στον δρόμο !!!, θα μπορούσε να το πατήσει κανείς και να γλιστρήσει...
Got a better definition? Add it!
Η βρώμα από την απλυσιά!!!
-Κοίτα ρε τα πόδια του, έχουν πιάσει σκόρτσα.
-Αφού τα πλένει κάθε μήνα!!!
Σοφοκλής -Big Sofo- Σχορτσιανίτης (από allivegp, 10/08/09)
Got a better definition? Add it!
Ντοπιολαλιά Μακεδονίας που σημαίνει ότι στην ομιλία ξεφεύγουν σάλια απ' τους σιελογόνους αδένες του ομιλούντος.
- Καλημέρα παιδιά!
- Αρά, τι πρατσκαλνάς και μας μούλιασες πρωί πρωί, παλιοσαλιαμούτι!
Got a better definition? Add it!
Από το επιτατικό συν + την λέξη σκατά. Μεσ' τα σκατά, γεμάτος σκατά. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά.
Πάλι σύσκατο το έφερες το μικρό ρε Νάνσυ; Μόνη σου δεν μπορείς να του αλλάξεις την πάνα ποτέ;
Μια φορά του είπα και γω να με βοηθήσει στο κονέ με το γραφείο του υπουργού κι αυτός τα έκανε σύσκατα, ρεζίλι έγινα...
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς η πολύ παλιά μπίχλα, η μάκα που από την πολυκαιρία έχει μετατραπεί σε αρχέγονη σούπα, γεγονός το οποίο οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας μορφής ζωής.
Χρησιμοποιείται συνήθως με το ρήμα «πιάνω», κατά το «θα πιάσουμε / πιάσαμε μυρμήγκια», αλλά είναι σαφώς πιο έντονο, για ευνόητους λόγους.
- Ρε Τούλα τι θα γίνει με τα πιάτα; Μια βδομάδα στο νεροχύτη είναι, ελεφαντάκια θα πιάσουμε...
Got a better definition? Add it!
Είναι η καυτερή γεύση που καταλείπεται στη στοματική κοιλότητά μας μετά από την κατανάλωση σκόρδου, κυρίως ωμού και δευτερευόντως μαγειρεμένου όπως στη σκορδαλιά και το Κερκυραϊκό μπουρδέτο.
Μεταφορικά «σκορδοκαΐλα μου» σημαίνει σκασίλα μου ή ακόμη ζμπούτσαμ.
- Πάλι έβγαλε απαγορευτικό το Πορθμείο της Κέρκυρας.
- Σκορδοκαΐλα μας, θα πάμε από Λευκίμμη.
Got a better definition? Add it!