Αναφορά σε αιδοίο, που αναδύει τη γνωστή... μυρωδιά ψαριού. Κάργα στην απλυσιά είτε για λόγους υγιεινής (όπως λέει η κάτοχός του «γιατί τα τεχνητά καθαριστικά χαλάνε το φυσικό pH του κόλπου»), είτε λόγω αγαμίας/παρθενιά.

- Σκύβω να τη γλείψω δικέ μου και έμεινα.
- Τόσο ωραίο ήταν το μουνί της;
- Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να δω. Σχεδόν λιποθύμισα από τις αναθυμιάσεις.
- Πάλι σε ψαρομούνα έπεσες;;;

(από earendil_ath, 14/12/12)

Σχετικά: μπακαλιαρίλα, καμένο ντουί και το ευρύτερο μουνίλα. Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πορδή που δεν την ακούς, αλλά άμα τη μυρίσεις την... ακούς! Συνηθισμένη μέσα σε κινηματογράφους, στην ουρά για το ΙΚΑ, σε ταξί, σε ασανσέρ (οπότε λέγεται και ασανσεράτη). Η κλασική αντίδραση είναι να αρχίσουν όλοι να κοιτιούνται, για δύο λόγους: α) για να εντοπίσουν τον ένοχο, β) για να δείξουν ότι δεν παρήχθη από τα δικά τους άντερα.

Ο μόνος τρόπος για τον εντοπισμό του ενόχου είναι να εντοπίσει κανείς εκείνο το ελαφρό χαμογελάκι στο πρόσωπό του, καθώς και το πιο έντονο ρουθούνισμά του εν συγκρίσει προς τα θύματα.

Ο όρος προέρχεται από το αρχαίο «αιμοβόρος».

- Τι βρωμάει ρε παιδιά;
- Τα διυλιστήρια της Motor Oil θα είναι.
- Ποια διυλιστήρια μωρή βρωμιάρα; Τα δηλητήρια του κώλου σου είναι. Δε σε βλέπω που κρυφογελάς;
- Συγγνώμη Πάρη μου... Ήπια ληγμένη Σπράιτ η καημένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τώρα που είναι καλοκαίρι, αλλά και όταν δεν είναι καλοκαίρι, κάποιοι που έχουν τσακωθεί με το σαπούνι, αλλά και κάποιοι που δεν έχουν τσακωθεί με το σαπούνι όμως έχουν ορμονικό ή τιστοδιάλο πρόβλημα, βρωμάνε ιδρωτίλες. Δεν υπάρχει λόγος να σας απαριθμήσω τις ιδρωτίλες, ούτε χώρος, είναι απίστευτη η ποικιλία τους και οι αποχρώσεις τους.

Το πρώτο πράγμα που, με το που θα οσμιστεί την ιδρωτίλα του διπλανού του, σκέφτεται κάποιος που γαλουχήθηκε με τις διαφημίσεις της παλιάς ελληνικής τηλεόρασης, είναι η ατάκα «κάποιος πρέπει να του / της μιλήσει για το Ρεξόνα». Δηλαδή να του / της πει με τρόπο ότι βρωμοκοπάει κι ότι καλό θα ήταν να πα να ψωνίσει κανα αποσμητικό μπας και κάνει έστω κι ένα γαλλικό ντους. Ρεξόνα λοιπόν = αποσμητικό. Εξάλλου υπάρχει ακόμα στα ράφια των κάθε είδους Χόντων.

Εις μνήμην μιας πεθαμένης φιλίας, να αναφέρω ότι ο εν λόγω φίλος χρησιμοποιούσε μια παραλλαγή της έκφρασης και έλεγε: «Κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Κομπλεξόνα», προσπαθώντας να πει διακριτικά στον συνομιλητή του ότι είναι μια κομπλεξάρα ολκής.

- ΠΩ ρε πούστη γαμημένε!
- Τι 'ναι πάλι;
- Καλά δεν καταλαβαίνεις τίποτα; Μποχάει εδώ μέσα!
- Ε και τι να κάνουμε, κάτσε κοντά στο παράθυρο...
- Θα μας πεθάνει αυτός ο μαλάκας, κάποιος πρέπει να του μιλήσει για το Ρεξόνα!
- Το ποιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμούσα, το μικρό αυτό σκαθαρέ και πλακέ λαχανί έντομο που πετά απότομα και χτυπιέται σαν τρελό στους τοίχους και τα παραθύρια, το οποίο δεν πρέπει να σκοτώνουμε αλλά απλώς να απομακρύνουμε (δεν τσιμπάει), γιατί αλλιώς βρωμάει τρελά, εξού και η λέξη βρωμούσα. Τώρα γιατί λέγεται και κλασοπαπαδιά, δεν το γνωρίζω... Μάλλον μια κλανιάρα παπαδιά είναι ό,τι χειρότερο και πιο σιχαμερό μπορεί να μας έβρει και θυμίζει τη μυρωδιά της σκοτωμένης βρωμούσας...

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!
- Αμάν ρε Φωφώ, μην κάνεις πια έτσι με κάθε τι που πετάει! Κλασοπαπαδιά είναι, να, πάει, την έβγαλα έξω, εντάξει είμαστε τώρα;

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός.

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, ζουμπάς, κοντοπίθαρος, τάπα, Κοντορεβιθούλης, κουβάς, πικιπόκο, μισοριξιά, και χαμένε (διότι είναι τόσο μικρός - που δεν τον βλέπεις)

  1. - Τα έμαθες για τον Νικόλα; - Τι, για πε;
    - Να ρε, επιχείρησε να αυτοκτονήσει ο φουκαράς...
    - Γιατί μωρέ ο καημένος;
    - Έχασε στο χρηματιστήριο και πήγε και πήδηξε από το μπαλκόνι του στον πρώτο όροφο.
    - Καλά ρε με δουλεύεις, αφού μου λες «επιχείρησε»!
    - Ναι ρε, καλά λέω, τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και πιάστηκε από το ρείθρο του πεζοδρομίου και γλύτωσε.
    - ;;;;;;;;;
  1. Είναι τόσο κοντός αδελφέ μου που, όταν αλλάζει λάδια στο αυτοκίνητό του, στον δρόμο μπροστά από το σπίτι του, πάει κάτω από αυτό και έχει τα χέρια στην ανάταση και ξεβιδώνει την τάπα του Κάρτερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αλλιώς πορδή... Γνωστή προφανώς η σημασία της λέξης και κάθε άλλο παρά slang έννοια... Σε ένα blog όμως βρήκα ένα ξεκαρδιστικό κατάλογο από είδη κλανιών που πραγματικά είναι εξαιρετικός! Προτού παραθέσω τα γραφόμενα του blog, σημειώνω ότι στο site υπάρχουν ήδη κάποια είδη που αναφέρονται(κομπολογάτη)...

Λεβεντόπορδος

Το λέει και το όνομα… περήφανος που δεν διστάζει να λέει τα πάντα, μα τα πάντα με το όνομά τους. Που δεν ντρέπεται για αυτό που είναι!! Και το φωνάζει σε κάθε ευκαιρία!!! Μπορεί να τον συμπαθήσεις, να τον μισήσεις, ή να σε κάνει να χαμογελάσεις, να γελάσεις ή ακόμα να μουτρώσεις ή ακόμα και να ξινίσεις. Σε κάθε περίπτωση κερδίζει τον σεβασμό. Να έχεις πάντα το θάρρος της γνώμης σου!

Σωβρακοξεσκίστρα

Και ξαφνικά όλα γύρω σου τρέμουν! Πέφτει η τάση του ρεύματος, ξεκρεμάνε τα κάδρα και σπάνε όλα τα γυαλικά, τα τζάμια ραγίζουν και εσύ τα έχεις χαμένα. Αναρωτιέσαι αν μόλίς τώρα πέρασε ένα αεροπλάνο… Μήπως ρε παιδί μου ξύπνησε η μάνα Γη και τρέμει το έδαφος, μήπως ενεργοποιήθηκε το ρήγμα των Κυθήρων. Όχι αγαπητά μου ρεμάλια. Απλά έκανε την εμφάνισή της η σωβρακοξεσκίστρα. Γρήγορη, άμεση, αποτελεσματική που καμιά ραφή εσωρούχου δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμή της, που κανένα ντεσιμπελόμετρο δε μπορεί να μείνει ασυγκίνητο. Κανένα κεφάλι δε μπορεί να γυρίσει με απόλυτη ανησυχία.

Κομπολογάτη

Μην είναι 10 να πάρω δρόμο; Μην είναι 100 να πάρω το ασθενοφόρο; Μην είναι 1.000 να πάρω τον πούλο; Εντάξει ρεμάλια, 1.000 δύσκολα θα έφτανε κανείς (όποιος φτάσει… πάνε τα φυτά της διπλανής αυλής) αλλά τα 10, 20 άντε 30 είναι ένα λογικό νούμερο… και μπορεί να επιτευχθεί με λίγη παραπάνω προσπάθεια. Οι καλά εκπαιδευμένοι πισινοί μπορούν να την αναπαράγουν σε κάθε στάση-θέση, ενώ οι λιγότεροι έμπειροι χρησιμοποιούν το περπάτημα “δεκανίκι” ώστε σε κάθε τους βήμα να αμολούν και μία! Κάνει ωραίο εφε στη παρέα καθώς όλοι προσπαθούν να τις μετρήσουν για να δουν μέχρι που αντέχει η χάρη τους…

Παραπονιάρα

Αν η θλίψη που αφήνει πίσω της, δεν κάνει κανέναν να δακρύσει, τότε το μοιρολόι της δεν θα άφηνε κανέναν ασυγκίνητο! Εκφράζει το ανολοκλήρωτο, το πιεσμένο, αυτό που ήθελε να βγει και να μιλήσει αλλά ποτέ δεν είχε την ευκαιρία. Ενός λεπτού σιγή σας παρακαλώ αγαπητά ρεμάλια!!

Θου-Βου (Θανάσιμα Βρομερή)

Εδώ αγαπητά μου ρεμάλια τα πράγματα σοβαρεύουν απότομα! Εδώ τα παιδιά ξεχωρίζουν από τους άντρες! Πίσω από τις αστείες και χιουμοριστικές ταινίες που κρύβει το όνομά της, κρύβεται το δράμα, η ασφυξία και η προσπάθεια για επιβίωση. Η Θου-Βου δεν παίρνει ποτέ αιχμάλωτους. Δεν καταλαβαίνει από γυναικόπαιδα. Μόλις σκάσει η βόμβα… ο σώζων εαυτόν σωθείτω. Κατευθυνθείτε προς την πλησιέστερη έξοδο και κρατήστε την αναπνοή μας! Α, και αγαπητά ρεμάλια… προς Θεού, μην ανάψετε αμέσως τσιγάρο! Κίνδυνος ανάφλεξης!!

Βεντουζωτή
Εκεί ρεμάλια που νομίζαμε πως όλα αντιμετωπίζονται με το άνοιγμα του παραθύρου και μιας πόρτας για την δημιουργία ρεύματος… (ΑερίζουμεεεΕεεεεΕΕΕΕ) ή ακόμα και το πέρασμα του χρόνου, που συνήθως γιατρεύει τα πάντα, η Βεντουζωτή έρχεται να ανατρέψει όλη μας την κοσμοθεωρία και όλους τους νόμους της Φυσικής! Γιατί επιμένει παρότι το παράθυρο παραμένει ερμητικά ανοικτό! Παραμένει αλώβητη παρόλο που ανοίξαμε και την πόρτα διάπλατα, ακόμα και αν ανοίξαμε ότι ανοίγει με το έξω κόσμο… μέχρι και το απορροφητήρα της κουζίνας!!!! Και αφού της δώσαμε και αρκετή ώρα να αποδράσει με την ησυχία της, εκείνη παραμένει στο χώρο και με το που μας βλέπει μας κλείνει πονηρά το μάτι!!!

Κρότου - Λάμψης

Εντυπωσιακή, σαν την γκομενάρα με το φοβερό σώμα που σκάει μύτη στην παραλία το καλοκαίρι! Αλλά και ακίνδυνη σαν την γκομενάρα που δεν μπορεί να ρίξει εκείνο το παιδί στην παραλία που εξέχει το πλωμάρι του 10 εκατοστά από το μαγιό του…. Αυτή είναι κρότου-λάμψης, μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι (κυριολεκτικά, και μεταφορικά). Σαν λιοντάρι που τρώει μόνο το γρασίδι, τρομάζει τους πάντες με την πυγμή και την αποφασιστικότητά της και εκεί που όλοι περιμένουν τα χειρότερα, αποδεικνύεται για false alarm. Κάτι σαν άσκηση ετοιμότητας πάνω κάτω…

Μουλωχτή (Ή ύπουλη ή τζούφια)

Δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά την πιάνει όμως η μύτη σου! Ίσα που ακούγεται και κάνει αισθητή την παρουσία της! “Ψωράλογο” λες, μόνο που μετά από την λέξη “ψωράλογο” που θα πείς, σηκώνεται στα πίσω πόδια, και τρέχει σαν αστραπή! Η μουλωχτή θέλει το χρόνο της να εξαπλωθεί και να κατακτήσει το χώρο και να επιτεθεί με την ησυχία της. Μην την υποτιμήσετε ποτέ αγαπητά ρεμάλια! Αλλιώς την βάψατε!

Μακράς Διάρκειας (Ή LP)

Ανακαλύψτε τα όρια σας! Γιατί συνεχίζει συνεχίζει συνεχίζει συνεχίζει… και κερδίζει! Δεν καταπιέζεται καθόλου. Ότι έχει να το πει, θα το πει, χωρίς το άγχος χρόνου καθώς δεν κάνει οικονομία χρόνου! Θα πλατειάσει, θα φλυαρήσει, θα επεκταθεί, θα επαναλάβει τις ίδιες κουβέντες. Θα εντυπωσιάσει, θα σχολιαστεί, θα προκαλέσει δέος, θα αποστομώσει τους πάντες. Δεν σηκώνει όμως πολλά πολλά! Όταν καπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν θα πρέπει να μιλάς! Μην την διακόψετε… που θα πάει θα ολοκληρώσει….

Αγχωμένη
Πρέπει να “τα πει” αλλά ντρέπεται τι θα πει ο κόσμος για αυτήν! Φοβάται μην πει τίποτα παραπάνω από αυτά που θέλει να πει! Φοβάται μην φωνάξει αυτό που θέλει να πει, παραπάνω από ότι πρέπει. Αλλά αν δεν μιλήσει, θα σκάσει! Το άγχος είναι ολοφάνερο! Προσπαθεί να είναι σύντομη και αθόρυβη. Να προλάβει να ολοκληρώσει ότι έχει να πει, στα λίγα δευτερόλεπτα από την ώρα που ο καλός κύριος της ανοίξει την πόρτα να μπει, μέχρι να κάνει το γύρω του αυτοκινήτου εκείνος και μπει και κάτσει δίπλα της. Να εκμεταλλευθεί έναν ήχο που θα παραχθεί από έξω και προλάβει να καλυφτεί και να καλύψει τα ίχνη της. Είναι όμως καταπιεσμένη, γιατί νιώθει μη κοινωνικά αποδεκτή και αυτό το στίγμα θα την κυνηγάει για πάντα.

Παιχνιδιάρα

Το μέτρο και τα σταθμά χάνονται! Όλοι οι κανόνες παραμερίζονται και ξεχνιούνται για όσο η χαρωπή και παιχνιδιάρα αναλάβει να σκορπίσει το κέφι γύρω της! Ξεκινάει αργά και αναγνωριστικά και στην συνέχεια ανεβάζει στροφές, γίνεται και λίγο κομπολογάτη και ρίχνει μερικά σκασίματα σαν παλιά εξάτμιση και συνεχίζει στο δικό της τέμπο, όσο βέβαια της επιτρέπουν οι δυνάμεις της! Σε όσο κακή διάθεση και να είσαι δεν μπορείς να μην της σκάσεις ούτε ένα χαμογελάκι. Ειδοποιεί επίσης τον σκύλο ότι είναι ώρα για να φάει!

(http://www.rhodesblogs.gr)

«Μιλάνε» άπο μόνες τους!!

(από Galadriel, 04/03/09)Να και μία του Πάγκαλου που θα έπρεπε να απογορευτεί με διεθνείς συνθήκες! (από Cunning Linguist, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο περήφανη κλανιά. Ηχεί δυνατή και καθάρια ακόμα και μέσα από τα ρούχα, έχει σταθερή ένταση από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν σου ξεφεύγει ποτέ, ίσα-ίσα είναι πιστότατη και ρυθμίζεται το πότε θα την αμολήσεις -κάτι σαν τραγούδι ρε παιδάκι μου, άντε σαν ρέψιμο-, αντηχεί ωραιότατα μέσα στη λεκάνη, εισάγει, συνοδεύει, ή επιλογίζει αριστοτεχνικά το χέσιμο, τραντάζει γλυκά τον πρωκτό και τα κωλομέρια, σκάει αναπάντεχα ωσάν το πυροτέχνημα, δεν μυρίζει, ανακουφίζει, αδειάζει χώρο στο έντερο και ξεφουσκώνει η κοιλιά, σημαίνει υγεία και όχι αρρώστια, σημαίνει αντρισμό άλλο πράμα, είναι η αρχόντισσα των κλανιών. Μετά απ' αυτήν έρχονται οι άλλες, η κούφια, η σφυριχτή, η καυτή, τι να σου πουν όλες αυτές οι βρωμερές καταστάσεις...

- Καλά πέθανα στο γέλιο προχτές στο γεύμα με τους γονείς της Άννας. Εκεί που τρώγαμε, δίνει μια ο γέρος και αμολάει μια κομπολογάτη άλλο πράμα και μετά λέει κιόλας: «Αααχ!» όλος ικανοποίηση και συνεχίζει να τρώει!
- Και η Άννα;
- Νομίζω ότι θα κάνει καμιά βδομάδα να του ξαναμιλήσει.

Οι πιο εκλεκτές αποκαλούνται "καχραμανάτες". (από Vrastaman, 26/09/08)(από jesus, 16/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλανιά με έντονη μυρωδιά.

Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.

- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified