κοπυπαστώνω, κοπυπάστωμα

Άθλια ελληνοποίηση του «κάνω copy-paste», όχι όμως πιο φρικτή από το «κάνω αντιγραφή κι επικόλληση».

Βλ. επίσης: σιπάρω, κοπυπαστατζής.

1.
Σκέφτηκα λοιπόν να ανεβάσω ένα από αυτά τα παλιά άρθρα και… βλέπουμε για τα υπόλοιπα. Πάντως, δεν κοπυπαστώνω: έχω χτενίσει το παλιό άρθρο, έχω προσθέσει μερικά, έχω ενσωματώσει κάμποσα πράγματα από τα (λιγοστά, τότε) σχόλιά σας.

2.
ΕΜΕΙΣ Δ Ε Ν ΕΦΑΡΜΟΖΟΥΜΕ Τ Ι Π Ο ΤΑ ΑΠΛΑ, ΠΑΠΑΓΑΛΙΖΟΥΜΕ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΗ ΑΥΤΑΡΕΣΚΕΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΟΠΥΠΑΣΤΩΣΑΜΕ ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ…

3.
ΚΑΤΙ ΚΟΛΛΗΣΕ ΣΤΟ ΑΝΕΒΑΣΜΑ..Η ΚΑΤΙ ΞΕΧΑΣΑ ΣΤΟ ΚΟΠΥΠΑΣΤΩΜΑ...ΟΛΟΙ ΟΙ ΡΟΚΑΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ....:-)

4.
- κοπυπάστωμα -> copy/paste, copying and pasting
- Έκτρωμα δεν είναι ο όρος; Απορώ πώς το χρησιμοποιούν ορισμένοι...
- Αλήθεια, σε ρήμα πώς θα ήταν; Κοπυπαστώνω (με μπόλικο αλάτι;) ή κοπυπαστάρω; :Ρ
- Το «κοπυπαστώνω» θυμίζει παστά, το «κοπυπαστάρω» πάστες, ακόμα και το «κοπυπαστίζω» θυμίζει παστίτσιο. Δεν πεινάω, αλλά έτσι μου ακούγεται.
(διάλογος διερμηνέων)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιστορικών διαστάσεων κρίση διάρροιας που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη του παθόντος όπως αποτυπώθηκε στο συλλογικό θυμικό το πυρηνικό ατύχημα στην πόλη, τότε Σοβιετική νυν Ουκρανική, Τσερνομπίλ το 1986.

Τσερλομπίλ έχουμε στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  1. Όταν η οξύτητα και η επιμονή της πεπτικής διαταραχής προκαλούν συνεχόμενες, ασταμάτητες, πολύωρες εκκενώσεις που οδηγούν εν τέλει στο φαινόμενο της ασθμαίνουσας κωλοτρυπίδας, εκεί που πλέον δεν έχει μείνει ούτε ίχνος κοπράνων αλλά ούτε και γαστρικών υγρών, οπότε η ταλαίπωρος οπή απλώς αφρίζει στο ρυθμό της αναπνοής του κατάκοπου χεσμένου.

  2. Όταν η κρίση διάρροιας συμβαίνει σε μια εντελώς ακατάλληλη στιγμή και σε δημόσιο χώρο π.χ. εξετάσεις, δικαστήριο, πολύωρο ταξίδι με ΚΤΕΛ σε επαρχιώτικο ερημικό δρόμο, έτσι που η ανάγκη για ανακούφιση να είναι δυσχερής ή αδύνατη ή να οδηγεί τον παθόντα στα όρια του δημόσιου εξευτελισμού ή να υπονομεύει την εκτέλεση σοβαρής υποχρέωσης.

  3. Όταν η ορμή του αρχικού κύματος διάρροιας είναι τέτοια που οι κοπρανικές σταγόνες αναπηδούν πάνω στα τοιχώματα του εσωτερικού της τουαλέτας για να επιστρέψουν και να σοβατίσουν τα κωλομάγουλα σε όλο τους το πλάτος και το ύψος μέχρι τον κόκκυγα, έτσι που λόγοι στοιχειώδους υγιεινής να επιβάλλουν πλέον χλιαρό ντους και όχι «πασαλείμματα».

  4. Όταν η ένταση της διάρροιας και η απόσταση της τουαλέτας ή ο τύπος των ενδυμάτων λ.χ παντελόνι με κουμπιά και ζώνη δεν επιτρέπει το έγκαιρο και εύστοχο ξεφούρνισμα της ευκοίλιας εντός του στομίου της τουαλέτας με τον σφιγκτήρα να ενδίδει στην πίεση λίγα δέκατα του δευτερολέπτου πριν την θέση του κώλου επί της τουαλέτας και την καταιγίζουσα διάρροια να δημιουργεί στο χείλος, το καπάκι και την πλάτη της τουαλέτας, ίσως και στο δάπεδο ή τον τοίχο ανάλογα τη διασπορά, έργα αφηρημένου εξπρεσιονισμού αντάξια ενός Τζάκσον Πόλλοκ.

  5. Μεταφορικά για τη μεγάλη τρομάρα.

-Ρε συ, θυμάσαι που δίναμε έκθεση στις πανελλήνιες και είχες πάει 10 φορές τουαλέτα;
-Πωω τί ήταν κι εκείνο ρε φίλε. Πραγματικό τσερλομπίλ. Έχασα την Ιατρική απ'αυτό.

-Πού χάθηκες δυο μέρες εσύ;
-Θυμάσαι που πήραμε κάτι καλτσόνε απ'τα Έβερεστ προχτές το βράδυ;
-Ε τί, σ'έκοψε;
-Τί μ'έκοψε ρε μεγάλε. Ξεκωλιάστηκα μιλάμε. Έχεσα κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές. Κι έχεζα, κι έχεζα, κι έχεζα...έχασα το μέτρημα. Ξέρναγε αίμα ο κώλος μου στο τέλος.
-Τσερλομπίλ πραγματικό ρε καημένε.

-Πώς πήγε η εκδρομή;
-Αυτό που έπαθα φίλε, δεν περιγράφεται. Δεν περιγράφεται! Ήθελα και Μέτσοβο. Με πιάνει μια ευκοίλια μέσα στο λεωφορείο, έλεγα θα τα κάνω απάνω μου. Πάω να μπω στο τουαλετάκι, μου λέει ο οδηγός «μη είναι βουλωμένη». Πάω και του λέω στ'αυτί ότι δεν αντέχω και θα τα αμολήσω εκεί επί τόπου. Κόβει δεξιά και με στέλνει σε κάτι δέντρα μέσα.
-Χαχα, και πήγες;
-Τί να κάνω; Ρόμπα έγινα. Με κοίταζε όλο το λεωφορείο και γέλαγε. Αυτό ήταν το τσερλομπίλ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τη σκατόβουρτσα ή αλλιώς τη μεγάλη οδοντόβουρτσα... Κάποιοι το αποκαλούν και κουραδοφονιά!

- Πω ρε Τάκη μια κουράδα που έβγαλα!!! Άφησε και αποτυπώματα!! Έλα να δεις!!!
- Τι να δω ρε μαλάκα; Πάρε το πιγκάλ να την καθαρίσεις! Έρχεται η μάνα μου σε λίγο!!

(από Ladysapia, 13/04/14)Place pigalle, Paris (από gaidouragathos, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για να δικαιολογήσει κάποια εξωφρενική, ριψοκίνδυνη, κακόγουστη, ίσως και επιλήψιμη πράξη. Ταιριάζει γάντι σε ουσίες, παράνομες ή μη, και κάθε είδους κραιπάλη.

Υποστηρίζεις, λοιπόν, ότι και καλά κάνεις κάτι για να διευρύνεις τους πνευματικούς σου ορίζοντες και εμμέσως, δια του ατόμου σου, το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης.

Απόδοση του αγγλικού φορ σάιενς.

- Αν είναι δυνατόν... έφαγες τελικά την κονσέρβα χοιρινό-κοτόπουλο «MDM»; [ΣτΜ: ;;;]
- Ναι, ρε. Και μου θύμισε λίγο σκυλοτροφή.
- Τι; Έχεις φάει και σκυλοτροφή;
- Εννοείται κι έχω χτυπήσει... για την επιστήμη.
- (κάνει μονομιάς ρισπέκ στον χαρακτήρα του σε κάποιο MMORPG)

Για την Επιστήμη, αγαπητέ Ουώτσον! (από Dr. Steve Brule, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιστί coco jumbo. Προερχόμενο από ένα τραγούδι της ενενήνταζ μπάντα Mr President.

Σχετίζεται με την αιφνίδια ανάγκη για χέσιμο, χωρίς απαραίτητα να είναι διάρροια. Είναι αιφνίδιο και ύπουλο.

- Πω φίλε αυτός ο φραπουτσίνος των Starbucks δεν είναι να τον πίνεις και να είσαι μακριά από χέστρα. Σε πάει κοκοτζάμπο σε δευτερόλεπτα!

(από manos3003, 06/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλικούτες ήταν ομάδες Βορειοαφρικανών κυρίως από Λιβύη, που ήρθαν στην Κρήτη κατά τον 18ο αι. και αποτελούσαν την πιο φτωχή και εξαθλιωμένη τάξη των μουσουλμάνων του νησιού. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό χαλκ, που σημαίνει λαός και συνεκδοχικά σημαίνει λαουτζίκος, πλέμπα. Στην κρητική διάλεκτο έχει την έννοια του παρία, του βρωμιάρη του σιχαμένου παρόμοια με την βρισιά της κοινής Νέας Ελληνικής «τουρκόγυφτος».

Για τους παλαιότερους ήταν σοβαρή βρισιά.

Επήγανε για μπάνιο στη θάλασσα και γινήκανε σα τζι χαλικούτηδες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς σινεφίλ ορισμός του ρεψίματος. Όπου ο παραγωγός του ρεψίματος, αμέσως μετά το ρέψιμο που εκτελείται με κίνηση της κεφαλής δίκην βρυχηθμού λέοντος, αναφωνεί: ΜΕΤΡΟ-ΓΚΟΛΝΤΟΥΙΝ-ΜΑΓΕΡ!, το οποίον παραπέμπει και στις γνωστές εισαγωγές ταινιών της περί ου ο λόγος εταιρείας με σήμα το λιοντάρι που βρυχάται δις.

Ο ΡΕΨΑΣ: «Κρρρρρρρρ! Ξέρω και τις άλλες τρεις λέξεις! ΜΕΤΡΟ-ΓΚΟΛΝΤΟΥΙΝ-ΜΑΓΕΡ»
Και η ομήγυρις ανταπαντά: «Σκάστε ρε! αρχινάει ο ΡΑΪΑΝ!»

(για τον γερμανό μεταφραστή) (από Galadriel, 28/05/12)

Δες και λάιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δόκιμο Flocaccino είναι κυριολεκτικά (με λίνκι) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα τ. τούρτα που προσφέρουν τα Flocafé, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ, σε μια μεγάλη σειρά από γεύσεις, όπως Oreo, μπισκότο, βανίλια, καραμέλα, σοκολάτα και δεν συμμαζεύεται.

Το σλανγκικό φλοκατσίνο είναι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα ή και ρόφτυμα τ. φραπέ, που προσφέρει η αλυσίδα Flocafe, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ. Ετυμολογείται λαδή από το φλόκι (= χοντρό χνούδι από στριμμένο μαλλί < ιταλικό flocco < λατινικό floccus, και λόγω προφανούς ομοιότητας τα εκτοξευόμενα συμπλέγματα σπέρματος) και την κατάληξη -τσίνο που παραπέμπει σε φραπέ.

Ως υπηρεσία φραπενείου (στριπτιτζάδικου, κωλόμπαρου, μασατζίδικου, τσιμπουκάδικου και άλλων -αδικων) αποτελεί συνώνυμο για το φραπέ με γάλα, δηλαδή σημαίνει την υποβολή σε αυνανισμό υπό κορασίδος έως και της ποθούμενης εκσπερμάτισης. Διακρίνεται έτσι από το απλό φραπέ, όπου καθώς η πριβεδιά προσμετράται σε ορισμένο αριθμό τραγουδιών (στα στριποκλαμπάκια τουλάχιστον), κινδυνεύει ο φραπέλληνας αν το τραγούδι τελειώσει αιφνιδίως να χρειαστεί να συνεχίσει σόλο. Αντιθέτως, η υπηρεσία φραπέ με γάλα ή χαριτωμενιστί φλοκατσίνο αποτελεί δέσμευση εκ της κορασίδος ότι ο υπεσχυμένος φλοκοπόταμος θα επιδιωχθεί έως εσχάτων ανεξαρτήτως ασματικών ενδεχομενικοτήτων. Φλοκατσίνο, βεβαίως, αποκαλείται δίκην αστεϊσμού μόνο από τους μπουρδελιάρηδες, καθώς από τα ίδια τα κορίτσια αποκαλείται αραμπιστί μεν «σε κάνω τελειώσει», ουκραναϊζεριστί δε φίν-j-ιsh.

Ο όρος φλοκατσίνο εκφέρεται είτε ως χτύπημα, είτε ως ρόφημα, και στην αφήγηση γενικά σεχουαλικώνε ιστοριώνε ανεξαρτήτως φραπενέδων. Περιγράφει αυτές τις πηδυλλιακές στιγμές, που άλλοι από μας (όσοι διαθέτουν «ατζέντες με ονόματα», που λέει κι ο ΜΧΣ) τις ζουν σε κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας, ενώ άλλοι μπροστά από λαπιτόπια, όταν η κοπελιά χτυπάει τον βασιλόπουλο των ονείρων της στο γκραν φινάλε και περιμένει έχοντας παραδοθεί άνευ διασπερματεύσεων. Τότε το μεν χτυπάω ένα φλοκατσίνο με υποκείμενο την ερωμένη αναφέρεται σε φραπέ, το δε κερνάω φλοκατσίνο με υποκείμενο τον ερώντα αναφέρεται σε (καλή) πίπα. Σε κάθε περίπτωση ο βασιλόπουλος δύναται να ανακράξει ως γαμησιάτικη ρίμα «χύνω, χύνω, κερνάω φλοκατσίνο!».

Dedicated to Gatzman, my sweet Frappentine (με την καλή έννοια).

  1. - Ρίξτε μαύρο στο Dolls. Βάζουν όλους τους φραπεδοκράτορες μαζί στον ίδιο χώρο, πάνω στους χιλιοχυμένους καναπέδες και μπορεί να σού 'ρθει και το φλοκατσίνο του διπλανού σου κερασμένο. Πίκρα!

  2. φεραρι ειμαι εγω ενω εσυ............ο ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ
    θα πιεις ολο τ σπερμα μ σν να ταν φλοκατσινο
    (Ποιητικό hip-hop αρρωστούργημα εδώ).

  3. - Το καλαμάκι με σκουφο η χωρίς συναγωνιστή;
    - σε παρακαλω πολυ >:( εχεις δει εσυ(ΝΑΙ ΕΣΥ!!!!) πουθενα να πινουν καφε(φραπε-φρεντο εσπρεσσο,φρεντο καπουτσινο,φρεντιντο,φλοκατσινο,φλοραπινο) και να εχουν ναυλον πανω στην ουρηθρα του καλαμακιου;Σε παρακαλω που θα μας μιλησεις για σκουφους και γαντια καλοκαιριατικα ;D (Εδώ δεν τίθεται ακριβώς όπως στον ορισμό, αλλά ωστόσο προϋποτίθενται τα σχετικά φραπε-λογοπαίγνια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλαβομακεδονική λέξη που σημαίνει κοπριές και προφέρεται με δασύ σίγμα. Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό, οι λεπέσκες, αν και δεν είναι σπάνια η χρήση του ενικού, η λεπέσκα.

Παλιότερα στα χωριά οι χωματόδρομοι ήταν γεμάτοι από κοπριές αγελάδων και ήταν συχνές οι φράσεις που περιείχαν τη λέξη αυτή.
Σημειώνουμε ότι οι ξεραμένες λεπέσκες είναι εξαιρετική καύσιμη ύλη. Το συγκεκριμένο καύσιμο στα ποντιακά λέγεται κουσκούρ' με δασύ σίγμα.

- Λέλε, γέμισε ο δρόμος λεπέσκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την χολιγουντιανού επιπέδου επικίνδυνη αποστολή κάποιου να γαμήσει μια χοντρή γυναίκα τύπου Φάλαινα Άντερσον.

Οι ρίζες της έκφρασης εντοπίζονται στη ταινία Free Willy, όπου Willy το όνομα της πρωταγωνίστριας φάλαινας. Η ομοιότητα της γυναίκας όρκας με την προαναφερθείσα φάλαινα γέννησε το Fuck Willy, το οποίο είναι κι αυτό ένα εντυπωσιακό θέαμα.

- Λοιπόν παιδιά, σήμερα έχει Fuck Willy στο πρόγραμμα.
- Καλά ρε σαβουρογαμόσαυρε, πάλι χοντρές θα κυνηγάμε;

(από nobody, 16/08/11)(από nobody, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified