Δημοτικοί αστυνόμοι (παιδιά της Ντόρας Μπακογιάννη).
.....
Got a better definition? Add it!
Στον στρατό μπατζής είναι ο πυροβολητής (Άμυνα Αεροδρομίων).
Άσε... Μου 'ρθε ειδικότητα μπατζής. Θα πέσει πολύ σκοπέτο στη μονάδα.
Got a better definition? Add it!
Στρατιωτική λέξη.
Τρόπος επικόλλησης με τη χρήση λιωμένου λαστιχένιου κορδονιού της στρατιωτικής αρβύλας, το οποίο έχει κολλητικές ιδιότητες. Συνήθως είναι για την επικόλληση σημάτων πάνω στη στολή απο τους φαντάρους που δεν ξέρουν ράψιμο αλλά βρίσκει και άλλες εφαρμογές (μπαλώματα κλπ).
Χρήση
Μειονεκτήματα:
- Ρε παιδιά πώς να ράψω το λοχιόσημο στη στολή;
- Κάτσε να σου δείξω πώς να κάνεις αρβυλοκόλληση.
Got a better definition? Add it!
Το σήμα που φορά στον γιακά της παραλλαγής ο λοχίας, με τα δύο βέλη που δείχνουν πάνω. Γνωστά και ως σαρδέλες.
Βαρέθηκα την εκπαίδευση! Θέλω να πάρω το λοχιόσημο και να γυρίσω στη μονάδα να χώσω κανέναν νέο!
(από Khan, 18/03/15)
Got a better definition? Add it!
Ο άτακτος φαντάρος, ο συνήθης ύποπτος που τρώει αυτός συνήθως τις καμπάνες.
-Έφαγε 5 φυ ο Ανδρέου γιατί κοιμόταν πάλι στη σκοπιά.
-Ε καλά, γνωστή καμπανόφατσα.
Δες και -φατσα.
Got a better definition? Add it!
Η φυλακή στον στρατό.
- Με πήγαν αναφορά σήμερα.
- Και πόσα σου έχωσε ο Δίκας;
- 5 φυ ρε γαμώτο!
Βλ. και φι.
Got a better definition? Add it!
Το νησί Ρόδος, συνήθως έτσι αποκαλείται απο τους φαντάρους που υπηρετούν εκεί.
Το όνομα προέρχεται από την Παναγία την Τσαμπίκα.
Άντε να πάρω μετάθεση και δεν θα ξαναγυρίσω στην Τσαμπικία!
Got a better definition? Add it!
Στο στρατό, ο φαντάρος ο οποίος συνήθως έχει παλιώσει και έχει περάσει το στάδιο όπου ήταν ψαρωμένος.
Επίσης μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον νέο φαντάρο ο οποίος όμως είναι αρκετά ενημερωμένος και / ή ώριμος και δεν ψαρώνει εύκολα.
Αυτόν τον νέο τον πάω. Δεν είναι χλεχλές όπως οι άλλοι. Γαμώ τα παιδιά είναι. Ξεψάρωτος.
Βλ. και ψάρακας, ψαράς, ψάρι, ψαροκασέλα, ψαρωτικος.
Got a better definition? Add it!
Ο φαντάρος που είναι σε υπηρεσία Ασφάλειας Μονάδος, στην πύλη του στρατοπέδου. Φοράει λευκό κράνος και λευκό περιβραχιόνιο με τα γράμματα Α.Μ.
Αν δεν είμαι στην πύλη όταν έρθεις, δώσε τις πίτσες στον αλφαμίτη και θα έρθω εγώ μετά.
Got a better definition? Add it!
Κάτι που πηγαίνει σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανόνες.
Σύμφωνα με τον στρατό, «προβλέπονται» κάποιοι συγκεκριμένοι κανόνες. Οτιδήποτε δεν προβλέπεται, απαγορεύεται.
Σήμερα έχουμε έφοδο. Θα είμαστε προβλεπέ στη σκοπιά.
Δες και -έ.
Got a better definition? Add it!