Further tags

Το περιπολικό. Γιατί; Ε, γιατί όπως και το σλιπάκι, έτσι κι αυτό έχει μέσα @@.

Συνώνυμο : μπατσάδικο

- Μην τρέχεις ρε Γιάννη, θα μας σταματήσει το σλιπάκι. Δεν το βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστυνομικό αυτοκίνητο.

Συνώνυμο: σλιπάκι

Πρόσεχε, μπατσάδικο στη γωνία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «όργανα» της παλιάς χωροφυλακής (πριν το 80). Δεν τους χώνεψαν ποτέ της αστυνομίας.

Ρε θυμάσαι τους μπασκίνες παλιά πως ήταν... τώρα μας το παίζουν αστυνόμοι και μαλακίες τα ζώα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ παλαιός φαντάρος. Προκύπτει λόγω της πολυκαιρίας, εξαιτίας της οποίας το γράμμα «π» σβήστηκε (ή έπεσε) από την λέξη «παλαιός».

Νέοι: Ρε τι είναι τούτο; Με μπλουζάκι Black Sabbath στην αναφορά;
Λοχίας: Δουλειά σας εσείς. Αυτός είναι αλαιός...

Got a better definition? Add it!

Published

Anti Gasma Patrol. Εξειδικευμένη στρατιωτική αργκό. Πρόκειται για απομονωμένες παρέες (Αθηναίων κυρίως) φαντάρων εξοδούχων στη Γκασμαδία. Καμία σχέση με κάρτες γραφικών...

Ο Τόνυ, ο Τζων και ο Δημήτρης έκαναν επιτέλους A.G.P. εκείνο το βράδυ μετά από πολλές μέρες υπηρεσίας...

Got a better definition? Add it!

Published

Χρονικό επίρρημα το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως ως μονολεκτική και αποστομωτική αρνητική απάντηση σε εντολές. Η προέλευσή του εντοπίζεται στον Ελληνικό Στρατό. Μια παραλαγή: «παλιά στο Τέξας».

- Πσστ, έλα 'δω που σε θέλω λίγο...
- Παλιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψουμε τους έχοντες επάγγελμα τον στρατό. Πιο συχνά για να περιγράψουμε τους επαγγελματίες οπλίτες (Επ.Οπ.) ή τους πενταετούς θητείας.

- Τι κάνει η άλλη; Την βλέπεις καθόλου;
- Άσε, από την στιγμή που έμπλεξε πάλι με τον καραβανά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

Βλ. και καραβανάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληθ.: χεπχοπάδες.

Οι ΕΠ.ΟΠ.τζήδες (ΕΠαγγελματίες ΟΠλίτες). Απαντώνται σε περιοχές με έντονη στρατιωτική παρουσία, όπως σύνορα (βλ. Γκατζολία, Γκασμαδία).

Εμπνευσμένο από το δίστιχο:

«Περπατώ εις το δάσος και ακούω χιπ χοπ, λες να απολύομαι, μπααα... είμαι ΕΠ.ΟΠ.».

Εννοιολογικά: χΕΠ.χΟΠάς.

- Τι έλεγε χθες το βράδυ στο clubάκι;
- Τι να πεί... Αρχιδόκαμπος σκέτος, τίγκα στους χεπχοπάδες.

Μυδασίστ: ΜΧΣ. (από Khan, 23/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή.

Αρχαιοκάπηλοι στη στενή: Σπείρα αρχαιοκάπηλων εξάρθρωσε η Αστυνομία, που συνέλαβε πέντε άτομα, τρεις Κύπριους και δύο Ελλαδίτες, τη στιγμή που θα προχωρούσαν στην αγοραπωλησία δεκάδων τεμαχίων αρχαιοτήτων. (Σημερινή, 6/10/2007)

Βλ. και κάγκελο, πλεχτό, ψειρού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικαιολογητικά και κόστος διακοπής στρατιωτικής θητείας. Χρησιμοποιείται όταν ένας κληρωτός διαμαρτύρεται (συνήθέστερα ενώ πάει το πρωί για φρουρά ή όταν κάποιος ΕΠΟΠ τον πρήζει) ότι η θητεία του είναι αφόρητη.

- Σειρά, δεν την παλεύω.
- Ασημάκι, αφού ξέρεις: τέσσερις φωτογραφίες και πενήντα ευρώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified