Αυτός που έχει άνετο ύφος και επιβλητικό χαρακτήρα, συνήθως όμως σκόπιμα για να πειράξει κάποιον.
Βγήκε ο μαλάκας ο δόκιμος με μαύρο γυαλί όλο μούρη για να το παίξει ψαρωτικός.
Αυτός που έχει άνετο ύφος και επιβλητικό χαρακτήρα, συνήθως όμως σκόπιμα για να πειράξει κάποιον.
Βγήκε ο μαλάκας ο δόκιμος με μαύρο γυαλί όλο μούρη για να το παίξει ψαρωτικός.
Βλ. και ψαρ~
Got a better definition? Add it!
Συνδυασμός δύο στρατιωτικών εκφράσεων: χοσέ και μπορέλι.
Σημαίνει ότι κάποιος πάει να φάει χώσιμο, αλλά δεν προτίθεται να συμβιβαστεί.
- Άσε σήμερα είναι όλοι εξοδούχοι και έμεινα εγώ μέσα.
- Δηλαδή χοσέ;
- Χοσέ μπορέλι φίλε, θα βγω ελεύθερος υπηρεσίας.
Got a better definition? Add it!
Ο Υποδιοικητής μιας μονάδας στον στρατό.
Got a better definition? Add it!
Ο Διοικητής μιας μονάδας στον στρατό.
Αυρίο θα βγω αναφορά στον Δίκα να ζητήσω καμιά άδεια.
Got a better definition? Add it!
Συντομία του «πέσε και παίρνε», αναφερόμενο στα push ups.
Έλιωσα σήμερα... Μας είχε στο πε-και-παι ο εκπαιδευτής.
Got a better definition? Add it!
Τα αλλεπάλληλα παραγγέλματα για μεταβολή από τον αξιωματικό εν ώρα παράταξης.
Είναι ιδιαίτερα κουραστικό όταν γίνεται συνέχεια, μιας και οι φαντάροι γυρίζουν γύρω απο τον εαυτό τους, και αποτελεί ήπια μορφή καψωνιού προκειμένου να συμμορφωθούν.
- Μην ακούσω κιχ, αλλιώς θα σας μεταβολάρω μέχρι να βρείτε πετρέλαιο.
Got a better definition? Add it!
Κάτι που πηγαίνει σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανόνες.
Σύμφωνα με τον στρατό, «προβλέπονται» κάποιοι συγκεκριμένοι κανόνες. Οτιδήποτε δεν προβλέπεται, απαγορεύεται.
Σήμερα έχουμε έφοδο. Θα είμαστε προβλεπέ στη σκοπιά.
Δες και -έ.
Got a better definition? Add it!
Ο φαντάρος που είναι σε υπηρεσία Ασφάλειας Μονάδος, στην πύλη του στρατοπέδου. Φοράει λευκό κράνος και λευκό περιβραχιόνιο με τα γράμματα Α.Μ.
Αν δεν είμαι στην πύλη όταν έρθεις, δώσε τις πίτσες στον αλφαμίτη και θα έρθω εγώ μετά.
Got a better definition? Add it!
Στο στρατό, ο φαντάρος ο οποίος συνήθως έχει παλιώσει και έχει περάσει το στάδιο όπου ήταν ψαρωμένος.
Επίσης μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον νέο φαντάρο ο οποίος όμως είναι αρκετά ενημερωμένος και / ή ώριμος και δεν ψαρώνει εύκολα.
Αυτόν τον νέο τον πάω. Δεν είναι χλεχλές όπως οι άλλοι. Γαμώ τα παιδιά είναι. Ξεψάρωτος.
Βλ. και ψάρακας, ψαράς, ψάρι, ψαροκασέλα, ψαρωτικος.
Got a better definition? Add it!
Το νησί Ρόδος, συνήθως έτσι αποκαλείται απο τους φαντάρους που υπηρετούν εκεί.
Το όνομα προέρχεται από την Παναγία την Τσαμπίκα.
Άντε να πάρω μετάθεση και δεν θα ξαναγυρίσω στην Τσαμπικία!
Got a better definition? Add it!