Further tags

Πρόκειται για ποδοσφαιρικό όρο ο οποίος μετακύλησε και στην χρηματιστηριακή ορολογία και υποδηλώνει μετοχές ιδιαίτερα άθλιων εταιρειών, όπως τα αλήστου μνήμης χαρτιά Ιντερσατ, Χαλυβδόφυλλα, Γκάλης, Ippotour, κλπ, τα οποία με την χειραγώγηση των λεγόμενων «λόμπι» έφεραν τρελά αλλά πρόσκαιρα κέρδη στους αλογομούρηδες το 1999. Στη τελευταία ανάλυση, η απονενοημένη επιλογή τους οδήγησαν στην μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου (προς το χειρότερο) στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.

«...η Finansbank ! το σαπάκι των 800 εκ που αγοράστηκε 3,5 δις και τώρα ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ την ΕΤΕ...» (από Blog)

«Πάντα στο νου σου νάχεις τα γερά χαρτιά...μην βασιστείς ποτέ σου στα »σαπάκια«.»(από Blog)

«τι εγινε κυριε καραμανλη. τα ζομπυ αρχισαν παλι παιγνιδι στην σοφοκλεους. ολες οι σκατοφυλλαδες αρχισαν να διαφημιζουν τα περιφεριακα χαρτια της πλακας και να καλουν τον λαο να συμμετασχει στο παρτυ...καμμια εκατοστη σαπακια αρχισαν το χορο.υπαρχει εισαγγελεας;» επιτροπη κεφαλαιαγορας;« (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το κουράζει υπερβολικά. Αυτός που πρέπει να σκεφτεί πάρα μα πάρα πολύ για να κάνει κάτι.

Από το γνωστό πρωταθλητή του σκάκι. Ο όρος χρησιμοποιείται και στην πόκα όταν κάποιος αργεί πάρα πολύ να παίξει.

- Άντε ρε Κασπάρωφ Θοδωρή, κέντα-χρώμα είναι το παιχνίδι τι το σκέφτεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ρέστα είναι το υπόλοιπο. Αυτό που μένει. Ό,τι έχει μείνει και δεν μείνει. Ό,τι έχω και δεν έχω. Από το ιταλικό resto αλλά η λατινογενής ρίζα της λέξης υπάρχει σε πολλές Ευρωπαϊκές γλώσσες.

Η έκφραση δίνω ρέστα είναι άκρως πολυσήμαντη.

  1. Στην μη σλανγκ εκδοχή της, σημαίνει απλά επιστρέφω στον πελάτη τη διαφορά ανάμεσα στα χρήματα που μούδωσε και την αξία αυτού που αγόρασε. (παρ. 1)

  2. Στην γλώσσα της πόκας, δίνω ρέστα σημαίνει ποντάρω τα πάντα, ως και την τελευταία μάρκα. Επίσης λέγεται και λέω τα ρέστα μου, πάω τα ρέστα μου, βάζω τα ρέστα μου, παίζω τα ρέστα μου ή - για όσους έμαθαν πόκα απ'το ίντερνετ - all in. (παρ. 2) Φυσικά, όταν πάω τα ρέστα μου, είμαι, ή θέλω να δείξω ότι είμαι, απόλυτα βέβαιος για το φύλλο μου. Έτσι, από την πόκα η έκφραση έχει περάσει και αλλού για να δείξει την τέλεια σιγουριά. (παρ. 3)

Όταν λέω ρέστα μένω, εννοείται, ταπί - ή, και ταπίν.

  1. Δίνω ρέστα στην τρέχουσα αργκό σημαίνει ενθουσιάζομαι, τρελλαίνομαι με κάτι, κόβω τις φλέβες μου, μ' αρέσει κάτι όσο δεν πάει. (παρ. 4 & 5)

  2. Επίσης στην τρέχουσα αργκό, δίνω ρέστα σημαίνει και κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, υπερβάλλω τον εαυτό μου, κάνω καταπληκτική εμφάνιση. (παρ. 6 & 7)

  3. Σπανιότερα, δίνω ρέστα μπορεί να σημαίνει το ίδιο από την αρνητική του πλευρά - δηλαδή, κάνω υπερπροσπάθεια, το παρακάνω και, κατά συνέπεια, εξαντλούμαι. Η φράση εδώ χρησιμοποιείται περίπου ως συνώνυμο του τα φτύνω ή τα παίζω. (παρ. 8 & 9)

Πολύ διαφορετική είναι η έκφραση ζητάω (τα) ρέστα - ενώ φταίω για κάτι, προσπαθώ να μεταθέσω την ευθύνη και να βγω κι από πάνω.

  1. Ένας ταξιτζής στην Ελλάδα δεν θα καταφέρει ποτέ να σου χαλάσει το χαρτονόμισμα που του δίνεις. Κι ας είναι υποχρεωμένος από το νόμο να μπορεί να σου χαλάσει ακόμα και 100 ευρώ, σαν κατάστημα ... Θα απαιτήσει να στρογγυλοποιηθεί η τιμή του ταξιμέτρου, και δεν θα σου δώσει ποτέ τα ρέστα σου ακριβώς - μα ποτέ! - κάτι σαν με-το-έτσι-θέλω μπουρμπουάρ! (Από το fug.gr)

  2. Λέω ντούκου και πίνω μια γουλιά καφέ, εκείνος με περιμένει να αφήσω την κούπα κάτω και ανοίγει με 1000. Χτυπάει με φοβερή συνέπεια από την αρχή, δεν μπορεί να κάνει πίσω τώρα (σκέφτομαι). Αν θέλει να με βγάλει θα έβαζε ρέστα, άρα τι θέλει να μου πεί; Έχω μπερδευτεί. Πιθανότατα έχει φουλ, ξέρει ότι είναι δυνατός, αλλά δεν υπολογίζει ότι εγώ είμαι ακόμη πιο δυνατός!! (Από το http://valtanapane.wordpress.com/)

  3. - Εμένα δεν μου το βγάζεις απ' το μυαλό ... πάω ρέστα ότι γαμιέται αβέρτα κουβέρτα κι ας το παίζει παρθενοπιπίτσα ...

  4. Λάτρεψα πολλές ταινίες, αυτή που με σημάδεψε όμως είναι το «Άνθρωπος στο φεγγάρι'' (Μan on the moon) με τον Τζιμ Κάρευ. Δίνω τα ρέστα μου γι' αυτόν τον ηθοποιό ... (Από το www.giapraki.com)

  5. Από τα άλλα μου αρέσει πάρα πολύ η κοτόσουπα, η φασολάδα και οι φακές αλλά δίνω ρέστα για πίτες όλων των ειδών (ποντιακές και βλάχικες) πλην της γαλατόπιτας, αυτή δεν μπορώ να την φάω με τίποτε. (Από το www.neos-forum.com)

  6. Θεϊκό!!!! Έδωσες ρέστα!!! (Σχόλιο σε φόρουμ από το www.lifo.gr)

  7. Κι επειδή την Μαριάντα Πιερίδη δεν αρκεί μόνο να την ακούμε αλλά επιβάλλεται και να την βλέπουμε, το παρόν single περιλαμβάνει και το video clip του τραγουδιού «Θα δώσω ρέστα» που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Γκάβαλος! Η νέα Μαριάντα Πιερίδη κυριολεκτικά δίνει ρέστα! Δεν έχετε παρά να το διαπιστώσετε! (Από το air.greekradio.de)

  8. Είμαι ψώνιο γενικά, το παραδέχομαι, εκεί όμως που δίνω τα ρέστα μου είναι στην επιλογή των αεροπορικών εταιριών... εκεί φτάνω στον κολοφώνα του ψώνιου μου... Δόγμα μου είναι «όσο πιο περίεργα, πιο μπερδεμένα, πιο μυστήρια, πιο στραβά τόσο πιο καλά...» (Από το www.travelstories.gr)

  9. Έδωσα ρέστα σήμερα και η μέρα δεν έχει πάει ακόμη για ύπνο. Που σημαίνει ότι μπορεί να το παρακάνω… κι άλλο! (Από το www.blogosfaira.com)

Βάζει τα ρέστα του. Συγκεκριμένα, τα σπρώχνει. (από poniroskylo, 21/12/08)Η Μαριάντα δίνει ρέστα (από poniroskylo, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς λεφτά. Χωρίς μία. Πανί με πανί.

Όρος της πόκας. Στην πόκα μένεις ταπί όταν ποντάρεις τα ρέστα σου. Έχεις, ας πούμε, 1,000 γιούρια μπροστά σου και θέλεις, για κάποιο λόγο, να τα σπρώξεις όλα - λες, λοιπόν, ή «τα ρέστα μου» ή «χίλια και ταπί». Αν χάσεις το κόλπο, θα πρέπει να φύγεις από το τραπέζι ή να βγάλεις κι άλλα λεφτά από την τσέπη. Στη δεύτερη περίπτωση λέμε ότι πας στο γκιζντάνι.

Ευρέως λέγεται και η έκφραση «ταπί και ψύχραιμος». Κυριολεκτικά, σημαίνει ότι τα ρισκάρω όλα αλλά δεν πανικοβάλλομαι. Στην πράξη, χρησιμοποιείται κυρίως σκωπτικά για κάποιον ο οποίος είναι μονίμως απένταρος, το 'χει συνηθίσει και δεν ιδρώνει πλέον το αυτί του.

Η λέξη προέρχεται από το γαλλικό tapis = χαλί, ίδια ρίζα με τον τάπητα. Στα χαρτιά, τάπητας εννοείται η πράσινη τσόχα και είσαι ταπί όταν ακριβώς το μόνο που έχεις έχεις μπροστά σου είναι μια μεγάλη, πράσινη έκταση χωρίς ίχνος από μάρκες και άλλα τέτοια περιττά αντικείμενα που διασπούν την ενότητα του τοπίου.

- Χίλια και ταπί ...
- Και ψύχραιμος, έτσι Γιωργάκη; ... σε πιστεύω, ρε πστ ... πάσο ...
- Το πάσο απόθανε ... εγώ τα βλέπω ... τι έχεις, ρε καραγκιόζη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός κινήσεων πλήκτρων και μοχλού προ της χορηγίας κερμάτων στο παίγνιο μπούμπλε-μπούμπλε, με σκοπό την απόκτηση βελτιωμένων ιδιοτήτων (παπουτσάκι, μαστιχούλα), τα οποία ανακτώνται αυτομάτως, ασχέτως του εάν χάσεις μπαρμπαδάκι.

Εάν ενθυμούμαι καλώς το power up για το παπουτσάκι ήταν:
αριστερός μοχλός αριστερά και επάνω (τρις) + άλμα!
για τη δε μαστιχούλα:
δεξιός μοχλός δεξιά-αριστερά (δις) και φούσκα!

Μεταφορικά εχρησιμοποιήτο και ως ερμηνευτικό εργαλείο για απρόσμενες επιδόσεις κάποιου.

Αρχικά:
- Έλα γρήγορα να κάνουμε power up πριν μας δει ο Μάριος και μας την λέει πάλι.

Μεταφορικά:
- Ρε συ, τι κάνει το πουλί; το ένα χλατςμετά το άλλο!
- Έκανε power up και έγινε χεράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιο δυνατό χαρτί στο πόκερ. Λέγεται για τρελές ευκαιρίες, για κάτι πολύ καλό που τυχαίνει σε κάποιον.

- Πω ρε είδες τον Τάσο, πώς την έριξε εκείνη την ξανθιά θεογκόμενα;
- Είδες; Φλος ρουαγιάλ ο Τάσος...

Φλος ρουαγιάλ (από poniroskylo, 09/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε μία απρόοπτη κατάσταση που μας αναιρεί όλα όσα μέχρι πρότινος σχεδιάζαμε. Ιδιαίτερη εφαρμογή βρίσκει στην πόκα όταν ανοίγει φύλλο στο «νεκροταφείο» ή στον «πούστη», το οποίο αλλάζει τα δεδομένα του τραπεζιού.

(Η φράση πρωτοαναφέρθηκε από τον Παράσχο σε πρόσφατο τραπέζι - Δεκ 08)

Έχεις 2 άσσους και 2 ρηγάδες ενώ παίζετε νεκροταφείο. Έχει ανοίξει ήδη ένας που δεν καίγεται και πας για φουλ χάουζ. Κι ενώ δεν έχεις κάψει τίποτα, ανοίγει το τελευταίο φύλλο από αυτά που καίγονται και είναι άσσους...

- Μάγκες... ανάστροφο εμπόδιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως φάντη μπαστούνι, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία ονομάζουμε κάποιον που εμφανίζεται απροσδόκητα και ξαφνικά μπροστά μας και που συνήθως μας είναι ανεπιθύμητη η παρουσία του.

Ως συκοφάντη μπαστούνι, θεωρούμε κάποιον που, ενώ γνωρίζει επακριβώς την αλήθεια για κάποιο θέμα, από συμφέρον ή από προσωπικό βίτσιο, περιστασιακά ή σε μόνιμη βάση κατηγορεί κάποιον /-αν για ανυπόστατα πράγματα. Πολλοί εξ' αυτών το κάνουν με τρόπο ώστε να ξεγελούν ευκολότερα. Αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι. Βεβαίως κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί ο ρόλος τους, ωστόσο όμως η ζημιά έχει γίνει. Γι 'αυτό και λειτουργούν σαν μπαστούνι, από τα προβλήματα που δημιουργούν (χαλούν φιλίες, συμφωνίες, κλπ).

Τους βλέπουμε παντού. Στις καθημερινές μας συναλλαγές, όπου ή θα συκοφαντήσουν κάποιον άμεσα, ή πλαγίως. Πολλές φορές έχουμε πιάσει κάποιον φίλο μας κάπως ψυχρό μαζί μας, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε μια τέτοια συμπεριφορά, μέχρι να μάθουμε πως κάποιος μας έχει συκοφαντήσει παρασκηνιακά.

Οι τύποι είναι περιζήτητοι στα δημοσιοκαφρικά παράθυρα γιατί, με τις φωτιές που ανάβουν, φουντώνει το κλίμα. Τότε ο δημοσιοκάφρος τεχνηέντως επεμβαίνει, τάχα μου τάχα μου για να συντονίσει την κατάσταση, κάνοντάς την όμως εσκεμμένα χειρότερη.

Πολλοί εξ αυτών συκοφαντούν ανεξαιρέτως διάφορους και διάφορους. Είναι παγγελματίες του είδους. Έτσι βοηθούν στην αύξηση της θεαματικότητας και στον εγκλωβισμό των μαζών, με στόχο την προώθηση ποικίλων μορφών συμφερόντων (διαφημιστικά έσοδα, προώθηση κάποιας πολιτικής γραμμής, κλπ), αφού, η πλειοψηφία των θεατών, αντί να προτιμά εποικοδομητικούς διαλόγους που προβληματίζουν, αφυπνίζουν και οδηγούν στην αλλαγή σκέπτεσθαι, προτιμούν τις οδούς του εύκολου εντυπωσιασμού.

- Δεν αντέχεται αυτή η κατάσταση με τους συκοφάντες μπαστούνια στα παράθυρα των ειδήσεων. Που λες, χθες στις ειδήσεις μπλά μπλα μπλα
- Ε αφού σε χαλάνε, όπως λες, γύρνα το γαμημένο το κανάλι.
- Μπα τέτοια ώρα είναι πανταχού παρόντες.
- Ε... βάλε dvd, κάνε σεξ, άκου Χριστοδουλόπουλο που σ' αρέσει. Σίγουρα έχεις πιο δημιουργικά πράγματα να κάνεις.

Δες κι εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμορτί, κυριολεκτικά, είναι ένα μικρό, αμελητέο κέρδος στο λαχείο. Συγκεκριμένα, αν το τελευταίο νούμερο του λαχείου που κρατάμε συμπίπτει με το τελευταίο νούμερο του πρώτου αριθμού, του αριθμού που κερδίζει το τζάκποτ, τότε κι εμείς κερδίζουμε δυο φορές την αξία του λαχείου μας –την σήμερον ημέρα, ας πούμε, θα πάρουμε 20 ευρώ. Κι αν συμπέσουν τα δυο τελευταία νούμερα, τότε παίρνουμε 40 ευρώ –δες και το μήδι 1. Βγάζουμε, δηλαδή, την επένδυση μας –την αποσβένουμε– και κάτι παραπάνω. Αυτό τα μικρά κέρδη από τα αμορτί είναι που νομιμοποιούν την Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων να μας πλασάρει χρόνια τώρα το κατ' εξοχήν παραπλανητικό και μούφα σλόγκαν «Ο Ένας στους Δύο Κερδίζει» –δες το μήδι 2.

Εννοείται ότι αυτοί που παίζουν τακτικά λαχεία τα κέρδη του αμορτί δεν τα παίρνουν ποτέ σε ρευστό αλλά πάντα σε λαχεία για την επόμενη κλήρωση.

Μεταφορικά, την έκφραση αμορτί (το πιάσαμε, το πήραμε ή ήρθε) την χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι:

  • μπορεί να μην ήρθαν τα πράματα όπως ιδανικά θα θέλαμε και να μην κερδίσαμε τον πρώτο αριθμό αλλά δεν φάγαμε και την απόλυτη ήττα και κάπου έχουμε συμβιβαστεί και πάλι καλά είμαστε λέμε –έτσι το μεταχειρίζεται ο Μητροπάνος στο μήδι 3– ή, ότι
  • στο τσακ του τσακός ήτανε να κάνουμε την καλή αλλά –γαμώ την ατυχία μου μέσα– κάτι δεν έκατσε πάλι και πάλι μείναμε στα ψιλολόγια.

    Η τέλεια πανωλεθρία, βεβαίως, συνοψίζεται στην έκφραση ούτε αμορτί. Ρε πστ μου!

Από τη γαλλική λέξη amortir, που σημαίνει ακριβώς κάνω απόσβεση. Είναι η ίδια λέξη από την οποία προκύπτει και το αμορτισέρ (amortisseur) που, στη λόγια γλώσσα, λέγεται αποσβεστήρας κραδασμών.

  1. Νταξναούμ, τα πολλά τα φράγκα η γριά τάφησε στο Σύλλογο Προστασίας Απόρων Κορασίδων «Η Παρθενοπιπίτσα» και ξύσ' τ' αρχίδια σου με τον γκασμά αλλά πιάσαμε κι εμείς το αμορτί... τη γκαρσονιέρα στην Τούμπα την είχε γράψει στη Μαιρούλα...

  2. – Κι έχει πάει 90+1 και κρατάει το 1-0 η Χετάφε μέσα στο Μπερναμπέου και λέω, αγόρι μου, πάμε ταμείο και από το τίποτα γίνεται μια φάση κουλή και... αυτογκόλ...
    – Και πήγε στον κουβά η ιστορία;
    – Όχι ακριβώς... γιατί είχα σμπρώξει και δέκα γιούρια στο Χ... αλλά, τι τα θες, μια ζωή αμορτί... που θα πάει, όμως... θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ισοδυναμεί με το κάν' το λιανά, είναι μια παράκληση, δηλαδή, στον ομιλητή να επαναλάβει αυτό που είπε με πιο κατανοητό τρόπο - γιατί έτσι όπως τα 'πε πριν, δεν καταλάβαμε.

Προέλευση:
Στην αργκό του μπαρμπουτιού, αλλά και του εθνικού μας σπορ (τάβλι, ντε!), σπάω σημαίνει κουνάω τα ζάρια πριν τα ρίξω. Εξού και η προτροπή «σπάσε», όταν ξεκινάει το παιχνίδι.

Η κίνηση έχει θεμελιώδη σημασία στο τελετουργικό, αφενός επειδή έτσι αποδεικνύεις - θεωρητικά - ότι δεν κάνεις μπαγαποντιές και δεν «τσιμπάς» τα ζάρια, και αφετέρου επειδή με το κούνημα «σπας» την τύχη, δηλαδή μηδενίζεις το σκορ, σα να λέμε, με τη θεά Τύχη αυτοπροσώπως. (Γι' αυτό και οι προληπτικοί παίχτες, αν έχετε προσέξει, όσο πιο πολύ χάνουν, τόσο πιο μανιωδώς κουνάνε τα ζάρια. )

Όταν ρίχνεις τα ζάρια, και όσο ακόμα κυλάνε, ο συμπαίκτης έχει το δικαίωμα να σε σταματήσει αν υποπτεύεται ότι τα «τσιμπάς». Τα αρπάζει όπως κυλάνε, στα ξαναδίνει στο χέρι και λέει «σπάσ' τα και ξαναρίχτα». Είναι σα να σου λέει «δε σε πολυεμπιστεύομαι, για να σε δω πάλι» - βλέπε παράδειγμα 2. Καμιά φορά το κάνει και χωρίς να σε υποπτεύεται, μόνο και μόνο για να σου σπάσει την τύχη (αν έχεις ξεκωλωθεί στις διπλές, π.χ.) ή, ενδεχομένως, τα νεύρα.

Επίσης, όποτε το ζάρι κάνει τα δικά του και προσγειώνεται διαγωνίως ή έξω απ' το τάβλι (ή τον προκαθορισμένο χώρο για το μπαρμπούτι), δεν πιάνεται και πρέπει να ξαναρίξεις. Συχνά τότε ο συμπαίκτης προτρέπει «σπάσ' τα και ξαναρίχτα». Το οποίο ακούγεται αθώο, αλλά όταν συνοδεύεται από υφάκι μαγκίτικο (και πάντα συνοδεύεται από υφάκι μαγκίτικο), ισοδυναμεί με πείραγμα. Είναι σα να σου λέει «άχρηστε, όπου να' ναι τα πετάς, ξαναδοκίμασε μπας και κάνουμε δουλειά!» - βλέπε παράδειγμα 3.

1.
- Επαναλαμβάνω μόνο ότι είναι εύκολο να καθυποτάξουμε την πραγματικότητα σε μια κρίση, να της υπερεπιβάλλουμε καθολικά ένα κατηγόρημα από το να προσπαθήσουμε να την αναγνώσουμε και να ορίσουμε κάποιες προϋποθέσεις γνώσης της χωρίς να απομονώσουμε ο καθένας την δική του εμπλοκή, τον δικό του κύκλο, την δική του ερμηνεία και κυρίως την «εξαχθείσα αξία»...
- 'Ωπα, ρε τεράστιε, τι είπες τώρα; Για σπάσ' τα και ξαναρίχτα, γιατί δεν καταλάβαμε Χριστό.

2.
- Σ' έχω σκίσει, ρε! Έξι-ένα σ' έχω πάει! Άντε να φέρω μια εξάρες τώρα, να σου πάρω και το έβδομο, να σε ματώσω! (ρίχνει ζάρια)
- (αρπάζει ζάρια) Ώπα! Σπάσ' τα και ξαναρίχτα! Και σπάσ' τα καλά αυτή τη φορά!

3.
- Φτου! Πάλι ντόρτια ήφερα! Όχι όχι, περίμενε! Το ζάρι έκατσε στραβά πάνω στο πούλι, δεν πιάνεται!
- Ε, σπάσ' τα και ξαναρίχτα. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο...

πεντόδυο... (από Pirate Jenny, 14/02/09)Η πιο διάσημη μπαρμπουτιέρισσα της χώρας. Φανταστείτε τη ΔΙΚΗ της φωνή να λέει "σπάσ\' τα και ξαναρίχτα"! (από Pirate Jenny, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified