Selected tags

Further tags

Ο εθισμένος σε ενέσιμες ναρκωτικές ουσίες πρεζάκιας που έχει γεμίσει με τρύπες το σώμα του επειδή βαράει ενέσεις, ο τοξότης.

  1. ΤΡΥΠΑΚΗΔΕΣ, ΧΑΠΑΚΗΔΕΣ, ΧΟΡΤΑΡΑΚΗΔΕΣ. Υπερπροστατευμένα παιδιά μικροαστικών γονέων. Μεγάλωσαν με αυτόματο πιλότο βλέποντας τον νευρωτικό περίγυρο να προσκυνά μια την Εκκλησία και μια τον Μαμωνά. Δε δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους, τα πάντα τα εύρισκαν και τα βρίσκουν έτοιμα, ας είναι καλά η αγία ελληνική οικογένεια με το κυριακάτικο ροσμπίφ της και το γενναίο χατζιλίκι στα τεμπέλικα κωλοπαιδαράκια της, με τα επώνυμα ρούχα και τα android κινητά τους. Ας είναι καλά επίσης το Σύστημα , που τους παρέχει την άνεση για έκτακτες "απαλλοτριώσεις", για τις ανάγκες του Αγώνα για την απελευθέρωση των μαζών. Ηλίθιοι των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και της Θύρας Τάδε, τρυπάκηδες, χαπάκηδες, χορταράκηδες, διψούν για αίμα και καταστροφή, νομίζοντας ότι έτσι δίνουν νόημα στο υπαρξιακό κενό τους, ότι βάζουνε λίγο χρώμα στην απόλυτα άχαρη ζωή τους. (Εδώ)
  2. ρε μαν πώς την παλεύεις, εγώ και την ημέρα σκιάζομαι να πάω στην πρεζόπιατσα. Χώρια που ξενερώνω με τους τρυπάκηδες, μου κόβουν την διάθεση για σέξ. (Από το θρεντ "Ρομαντικές αφηγήσεις της πιάτσας" σε μπουρδελοσάη).
  3. Συγκρίνεις συγκρότημα το οποίο έχει άφταστο κοινωνικο-πολιτικό στίχο, πάρα πολύ καλές παραγωγές (το ξέρουμε για τα κλεμμένα, το ξέρουμε...), το οποίο έχει χαράξει πορεία πάνω σε αυτό που λέγεται ρημαδοελληνικό χιπ χοπ, με τους τζέρτζελους χασισομέθυσους κοκάκηδες τρυπάκηδες ΖΝ. Υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι ανόμοια και δεν γίνεται σύγκριση μεταξύ τους. (Από το hiphop.gr).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζαλισμένος στα καλιαρντά, ο δικελοσβουριασμένος, πιθανόν από την αναιμία κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971).

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί να πω, "έχω εκφύλιση της ωχράς κηλίδας", ή "έχω την καρδιά μου", ή "έχω το στομάχι μου" (τα δυο τελευταία βέβαια είναι κι αυτά σλανγκ, αλλά νταξ), λέω έχω ωχρά κηλίδα, έχω καρδιά ή έχω στομάχι, λες και υπάρχει ανθρώπας με χωρίς.

έχω στομάχι

  1. -σκηνή πρώτη! Ωραία, προχωράμε ;)
    -τον ασθενη μου τον λενε Χρηστο κι εχει ωχρα κηλιδα (τοχει η βαβω κ τοχα προχειρο καταλαβαινεις) ΕΔΩ

  2. ΓΙΑΤΡΕ, «ΕΧΩ ΩΧΡΑ ΚΗΛΙΔΑhttp://www.nobile.gr/839/giatre-exw-wxra-khlida … (εδώ)

  3. νομιζω οτι εχω καρδια ΕΔΩ
  4. Μήπως έχω θυρεοειδή; Vita
  5. έχω χολή μπορεί να μου δίνει πόνο στη μέση στο στέρνο και στον ώμο; ΕΔΩ
  6. Πως απαλλάχθηκα από τη χολή μου! ΕΔΩ

Υπάρχει βέβαια και το

♪♫ Δεν έχω να σου δώσω παλάτια και λεφτά
Εσύ αν έχεις πλούτη εγώ έχω καρδιά... ♪♫

αλλά τώρα δεν μιλάμε γι αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

" Ένας μαυροπίνακας καλυμμένος με λευκά ορνιθοσκαλίσματα από τον Αμερικανό καλλιτέχνη Σάι Τουόμπλι πουλήθηκε στον οίκο δημοπρασιών Σόθμπις χθες το βράδυ στην αστρονομική τιμή των 70,5 εκατομμυρίων ευρώ." Αυτό είναι ένα απτό δείγμα ΚΟΥΛΤΟΥΡΟΠΑΘΕΙΑΣ

λεζάντα εικόνας

Ασθένεια της Εποχής. Παρουσιάζεται συνήθως σε ανθρώπους που έχουν λύσει τα βιοτικά τους προβλήματα. Βασικά συμπτώματα της το αφηρημένο βλέμμα και οι λεκτικές ασυναρτησίες. Κάνει θραύση στις μέρες μας, βρίσκεται σε έξαρση στις πόλεις μας... Είναι μεταδοτική και ενίοτε ανίατη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα fb status επαναστατικού χαρακτήρα που φιλοδοξούν να αλλάξουν αυτό τον άσχημο κόσμο.

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερα βυζιά, παρά σαράντα χρόνια καλσόν και πρίτι μπρα. Επίσης όλα τα πολιτικο-αγανακτισμένα στάτους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παρακολουθεί από κοντά τα ποστ σου στο fb αλλά δεν κάνει ποτέ like.

κάποιος που μπαίνει στο προφίλ σου κάθε μια ώρα να δει αν πόσταρες τίποτα, ή να δει φωτογραφίες σου από παλιά ,χωρίς να αφήνει στίγμα μέσα από likes ή σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αλτσχάιμερ (είδος άνοιας) όπως το προφέρουν οι γέροι και γενικώς άτομα μη κοσμοπολίτικα και κοινωνικά υστερημένα από ερεθίσματα ξένων γλωσσών, με αποτέλεσμα η αντιληπτική τους ικανότητα σε φθόγγους ή σε συμφωνικά συμπλέγματα που δεν υπάρχουν στα ελληνικά, να είναι περιορισμένη κι έτσι αυτομάτως ανιχνεύεται η πλησιέστερη μορφή άρθρωσης προς την πρωτότυπη που μπορεί να επιτευχθεί. Η φωνοτακτική ικανότητα που διέπεται από τους περιορισμούς της γλώσσας - στόχου ένταξης της πρωτότυπης ξενόφερτης λέξης αυτομάτως δρα ελληνοποιητικά προς τις ξένες λέξεις. Στα στόματα των απλών ομιλητών αυτή η διαδικασία συμβαίνει αυθόρμητα και αυτό το 'φίλτρο φωνημάτων' ενεργοποιείται αυτόματα, σε αντίθεση με τις προσπάθειες των καλαμαράδων που και διαβασμένοι είναι και σπουδαγμένοι, άρα αυτό το φίλτρο το εφαρμόζουν και με υπερβολές και χωρίς να αποφεύγουν οι παλιότεροι τις καθαρευουσιάνικες υπερδιορθώσεις αστισμού.


- Ίντά'παθε η Κούλα και πιαίνει ετσά;
- Δε ν- τά'μαθες; Έχει ατσχάι.
- Ίντά'χει;
- Ατσχάι μωρέ - δε γ-κατέω πως διάολο το λένε... Ετσέ το λένε οι γιατροί. Μαλάκυνση που λέμε...
- Αλήθεια δα, οι γιατροί με τα λοξά και τα παράξενά τωνε...

Προτείνεται γενική 'του ατσχαγιού', όπως του τσαγιού και είναι ευτράπελος όρος για την ασθένεια που περιγράφει γιατί λήγει σε 'χάι' (το "-μερ" έχει πάει περίπατο. Και δύσηχη λέξη είναι με τόσο συνωστισμό συμφώνων και δυσπρόφερτη, όπου το "-μερ" δε συγκρατείται και λόγω πολυσυλλαβίας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκονογαλού, η (ουσ.). Η μητέρα που είναι πορωμένη με τη φόρμουλα, η οποία επιμένει πως είναι καλύτερη από το θηλασμό. (credit: evasive muse)

-Κάτσε να δώσω λίγο βυζί στη μπουμπού στο παγκάκι, πριν σκάσει μύτη η Φρώσω με τα ψηλοτάκουνα και το Στόκκε.

- Α, την ξέρω, τρελή σκονογαλού η τύπισσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Καημενομανούλα, η (ουσ.). Η μητέρα που παρεξηγείται με ό,τι λες για θηλασμό, καισαρική, σωστό φαγητό, γιατί το παίρνει προσωπικά. (credit: evasive muse)

- Και με αρχίζει η Ναστάζια στις γνωστές μαλακίες: "Εγώ, δηλαδή δεν είμαι καλή μανούλα που δε θήλασα; Αφού μου κόπηκε το γαλα από μάτι. Η κάθε μανούλα κάνει το καλύτερο για το παιδάκι της".

- Τί να της πεις και συ της καημενομανούλας;

Got a better definition? Add it!

Published

Πνευμετικός, ο (ουσ.). Ο ιερέας με κυριαρχικές τάσεις, δογματικές απόψεις και παιδοφιλικές αναζητήσεις.

- Να σας γνωρίσω τον Πάτερ Ιερόκαυλο, τον πνευμετικό μου.

Got a better definition? Add it!

Published