«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.

1) Συζήτηση μεταξύ φίλων. Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!

2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρωμοκοπάω άσχημα και ζέχνω σαν ζώο στην ηπειρωτική διάλεκτο.

Από 'ναν πόρδο ζωκοπάει το ύψωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκάβαλο είναι τα περιττώματα των αλόγων και γαϊδουριών και μουλαριών. Όπως και η γκαβαλίνα ή καβαλίνα προέρχεται από το λατινικό caballinus (άλλοι τύποι: καβελίνα, καβαλντίνα, καβαλτίνα, γαβαλίνα). Το γκάβαλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ακαθαρσίες, όπως της μύτης.

Γκάβαλος είναι ο σκατάς, ο σκατάνθρωπος, ο κουράδας, ο ηλίθιος, ο βλάκας. Αυτή η σημασία υπάρχει στη Μεσσηνία, για αλλού δεν ξέρω. Και πολλά επώνυμα προέρχονται από αυτή τη ρίζα.

Με τέτοιο γκάβαλο που έμπλεξες, και λίγα έπαθες!

Got a better definition? Add it!

Published

Στο αρκαδικό ιδίωμα είναι η κοπριά ζώου, ο μικρός σωρός από ακαθαρσίες (δες). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά-υβριστικά.

Πάσα (Δ.Π.): Επίκουρος.

  1. Ρε συ τι γκουβουνα ειναι αυτη μεσα στη λεκανη :o ;Ποιος την εκανε ;Ειναι ανθρωπινη :D ;Αυτος που την εκανε πως περπαταγε μετα ;Πηγε κατω με το καζανακι ; 'Η φωναξανε την ομαδα των ειδικων καταστροφων για να την εξολοθρευσει ; Περιμενω με αγωνια τις απαντησεις σου !! (Εδώ).

  2. Τα υπόλοιπα δεν ασχολούμαι, είναι σαχλαμάρες του γκουβούνα μαθητή σκατάλαβα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός ο οποίος αρμόζει σε άτομο, συνήθως υπέρβαρο, που του αρέσει να τρώει χωρίς κανένα ενδοιασμό και να προκαλεί με τους χυδαίους τρόπους του. Συνήθως αφήνει το σώμα του ελεύθερο να πέσει στο πάτωμα, μαζί με τις τροφές που κουβαλάει, και να ουρλιάζει σα μικρό τρελό γουρουνάκι.

- Ρε συ Μήτσο μην τρως όλες τις σοκολάτες. Έχεις λερώσει τον τόπο!
- Άσε μας ρεε!
- Τι σκατόγουρνο που είσαι!

(από chrismegas, 06/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή γραφική φιγούρα της Θεσσαλονίκης, ενεργός τουλάχιστον απ' τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα ώς κουτσά-στραβά και σήμερα –άν και γι' αυτό δέν είμαι σίγουρος, ας μιλήσουν κι' οι αυτόπτες.

Ο Ρέψας, τουλάχιστον σαρανταφεύγα πια, είναι κουλουρτζής. Όταν δε δουλεύει, μπίχλας, περιφέρεται στο Κέντρο γέρνοντας δεξιά κι' αριστερά σαν εκκρεμές, ατσούμπαλος, σκυφτός και πάντ' αμίλητος, γυαλί-πατομπούκαλο και σαλιωμένη αξυρισιά, και βλέμμα που συνήθως φεύγει στο υπερπέραν αλλά καμιά φορά σε καρφώνει με σχεδόν κοροϊδία, συνηθίζει ν' ανεβαίνει στ' αστικά, να διπλαρώνει επιβάτες και να τους ταράζει στο ρέψιμο σε απόσταση ανάσας –μπάσο, πηγαίο, ασυναγώνιστο, κελαρυστό ρέψιμο– αποσπώντας αμηχανία, αηδία, νευρικό γέλιο, μέχρι και πρόωρη αποβίβαση ή και κλάμα από ευαίσθητες νεανίδες (όπως με πληροφορεί ο αλίβ σε πιμί). Άλλοτε πάλι, πιο σπάνια, τον βρίσκεις να στέκεται σε κεντρικές γωνιές και να μοιράζει βόθρους στους περαστικούς σα φοιτητής τα φέιγ βολάν.

Στη φιλολογία γύρω από τον Ρέψα, κεντρικά ερωτήματα είναι (α) είναι γεννημένο ταλέντο; και αν όχι, με τι διάολο εξάσκηση έφτασε να 'χει τέτοια τεχνική (γιατί όταν ο Ρέψας ρεύεται, ο Τσάκ Νόρις τα κλάνει) (β) πάσχει όντως από κάποιου είδους νοητική υστέρηση όπως δείχνει, ή κοροϊδεύει όλη την πόλη ψιλό γαζί, όντας κατά τ' άλλα απόλυτα ικανός για ντεμέκ φυσιολογική συμπεριφορά; κάποιοι ισχυρίζονται ότι έχουν μέχρι και συζητήσει μαζί του στο νορμάλ (αν και ποτέ δε μας είπαν περιτίνος), ενώ άλλοι εξηγούν ότι έχει φτυστό αδερφό που προκαλεί τη σύγχυση.

Ο Ρέψας λεν ότι προτιμά να διπλαρώνει κοριτσάκια (κι' εγώ αυτό προτιμάω εδώ που τα λέμε), ωστόσο θύματά του είναι εξίσου και άντρες, και θα 'λεγα μάλιστα οποιασδήποτε ηλικίας, απ' όσο τον θυμάμαι. Αρκετά συχνό επεισόδιο το θύμα να του απαντά στην ίδια γλώσσα, ώς και κάποιες φορές να μαζεύονται πιτσιρίκια και να του την πέφτουν ομαδικά με ρεψίματα κι' αυτοί –αλλά τί να κλάσουν, ο άνθρωπος είν' ασυναγώνιστος λέμε (χωρίς πλάκα). Τέλος, παλιότερα τουλάχιστον, θα του την έπεφταν πού και πού κι' οι νταήδες της πόλης να ξεσπάσουν, ελλείψει ακόμα αλβανών μεταναστών, και θα τριγυρνούσε μετά μελανιασμένος.

Να 'ναι καλά τελοσπάντων ο Ρέψας, απ' τους λίγους τρελούς παλιάς κοπής στην ερωτική συμβασιλεύουσα που ακόμη τριγυρνάνε, αν και αραιά πια, γιατί όπως είπε κι' ο Ακύλας Κουλοσάββας σε ανύποπτο χρόνο: «σκατά η Θεσσαλονίκη: της έχουν μείνει οι μισοί τρελοί, κι' απ' αυτούς οι περισσότεροι χαντζ-φρι». Ίσως βέβαια η καλή η κρίση αυτό να τ' ανατρέψει για καλά.

— Και καλά, όλο τον Αύγουστο εδώ την έβγαλες; Ούτε μιά Χαλκιδική δε πήγες;
— Τρ'λός εισαι; Η Σαλονίκη τον Αύγουστο είναι καύλα ρε, αγία αδειοσύνη. Νά 'ν' ο Ρέψας Ναβαρίνο και να τον ακούς στα Λαδάδικα...

(από vikar, 06/11/12)(από vikar, 06/11/12)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλικούτες ήταν ομάδες Βορειοαφρικανών κυρίως από Λιβύη, που ήρθαν στην Κρήτη κατά τον 18ο αι. και αποτελούσαν την πιο φτωχή και εξαθλιωμένη τάξη των μουσουλμάνων του νησιού. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό χαλκ, που σημαίνει λαός και συνεκδοχικά σημαίνει λαουτζίκος, πλέμπα. Στην κρητική διάλεκτο έχει την έννοια του παρία, του βρωμιάρη του σιχαμένου παρόμοια με την βρισιά της κοινής Νέας Ελληνικής «τουρκόγυφτος».

Για τους παλαιότερους ήταν σοβαρή βρισιά.

Επήγανε για μπάνιο στη θάλασσα και γινήκανε σα τζι χαλικούτηδες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις την κρητικήν: σκαλίζω, αναμοχλεύω. Συνηθέστερη χρήση: για όσους σκαλίζουν τη μύτη τους, ιδίως για εκείνους που επιδίδονται σε πραγματική ανασκαφή και ο δείκτης τους σχεδόν χαϊδεύει μέρος του μυαλού τους.

  1. Οι άντρες αδυνατούν να καταλάβουν πως τους βλέπουμε στα φανάρια όταν ξαγκλούν τη μύτη τους.

  2. Στη Σάμο, όλοι ανεξαιρέτως ξαγκλούν τη μύτη τους έτσι! Δημόσια, χωρίς καμιά αιδώ! Σου μιλάνε και ξαγκλούν τη μύτη τους λες και περιμένουν να βγει ο θησαυρός από εκεί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλαβομακεδονική λέξη που σημαίνει κοπριές και προφέρεται με δασύ σίγμα. Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό, οι λεπέσκες, αν και δεν είναι σπάνια η χρήση του ενικού, η λεπέσκα.

Παλιότερα στα χωριά οι χωματόδρομοι ήταν γεμάτοι από κοπριές αγελάδων και ήταν συχνές οι φράσεις που περιείχαν τη λέξη αυτή.
Σημειώνουμε ότι οι ξεραμένες λεπέσκες είναι εξαιρετική καύσιμη ύλη. Το συγκεκριμένο καύσιμο στα ποντιακά λέγεται κουσκούρ' με δασύ σίγμα.

- Λέλε, γέμισε ο δρόμος λεπέσκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποντιακός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την γνωστή «silent but deadly» -αγγλιστί- πορδή, η οποία αφήνει τον γνωστό υπόηχο «φφφφφφτ». Απορίας άξιο είναι εάν το φουτί (ουδέτερο) προέρχεται από το ρήμα «φουτίζω» ή από το συνηρημένο «φουτάω-ώ». Πιθανότερο το δεύτερο.

(Εν μέσω σιωπής)
«φφφφφτ»
(Χρονική καθυστέρηση, μέχρι να γίνει αντιληπτή η οσμή από τον άλλο, καθώς ο ήχος είναι αντιληπτός μόνο από τον φουτιχτή.)
- Τί έκανες ρε μαλάκα, γαμώ σε;
- ;;;;
- Φούτηξες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified