Further tags

«Κάνω τα γνωρίσματα» σημαίνει έρχομαι σε πρώτη επαφή με το σόι αυτού / αυτής που θα παντρευτώ, γνωρίζω δηλαδή την οικογένειά του / της η οποία επίσης γνωρίζει εμένα και τους δικούς μου.

Την έκφραση άκουσα από κάποιον που κατάγεται από την Ν. Αρκαδία και μου είπε ότι πρόκειται περί τοπικού ιδιωματισμού (συγκεκριμένα από το χωριό Κοσμάς). Πιθανόν όμως να λέγεται και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

- Τι θα κάνετε αυτό το Σαββατοκύριακο; Πάμε καμιά εκδρομούλα;
- Δεν γίνεται, έχουμε τα γνωρίσματα. Το άλλο.

Για παρόμοιες ή συνώνυμες εκφράσεις από άλλα μέρη της Ελλάδας βλ. προς το παρόν τα μπολντ στα σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρέκλα είναι η αλογόμυγα που άμα σε τσιμπάει λυσσάς και παραπατάς από τον πόνο. Επίσης, ενδεχομένως για τον παραπάνω λόγο, στρέκλα είναι ο κουτσός και αυτός που χάνει την ισορροπία του.

Δίπλα είναι λίγο πιο κει από κει που έπρεπε να είσαι, ναι ναι, το γνωστό ακριβώς από δίπλα.

Στρέκλα-δίπλα είναι χαρακτηρισμός τ. τροπικό επίρρημα (λέμε τώρα) για τρόπο περπατήματος και κυρίως παραπατήματος. Η έκφραση στο μεγαλείο της είναι «περπατάω στρέκλα-δίπλα» που σημαίνει: (σ)τρεκλίζω, κλυδωνίζομαι, είμαι ασταθής, κάνω απέλπιδες προσπάθειες να διατηρήσω την ισορροπία μου, αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι ή και ίσα που στέκομαι στα πόδια μου, ένα στάδιο πριν καταρρεύσω.

Στρέκλα-δίπλα περπατούν οι κλασμένοι, τα πτώματα και οι λοιποί κομματιανοί παραπαίοντες.

Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι το λέει όλο το σύμπαν, αλλά μετά με γούγλε κατάλαβα ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό ιδιωματισμό, χαίρε ω χαίρε δοξασμένη Ηλjεία.

  1. Έκανα γενική στο σπίτι χτες, τι με έπιασε, μου βγήκε η Παναγία, το βράδυ ίσα που πρόλαβα να πάω μέχρι το κρεβάτι στρέκλα-δίπλα.

  2. Ε ρε πούστη μου, οι λαχανοντολμάδες βραδιάτικο... Μάτι δεν έκλεισα, όλο εφιάλτες, στο τέλος είδα κάτι πυρηνικά ολοκαυτώματα, απηύδησα σηκώθηκα στρέκλα-δίπλα από το κρεβάτι, με το κεφάλι μου ακόμα μπερδεμένο, να μουρμουρίζω ακατάληπτα, τρελάθηκε η άλλη.

  3. - Σε είχα έννοια χτες έτσι που σε είδα να πας στρέκλα-δίπλα μετά τα σφηνάκια, πώς θα φτάσεις σπίτι.
    - Πήρα λεωφορείο...
    - Α οκ, αφού είχε λεωφορείο εκείνη την ώρα.
    - ...και σκεφτόμουν μεγάλο πράμα η τεκίλα, μέχρι χτες δεν ήξερα να οδηγώ ούτε ποδήλατο και κουμαντάρησα ολόκληρο θηρίο.

Έτσι περίπου. (από Galadriel, 15/09/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξέρει ο βλάχος τι είναι ο σπόγγος;
Έκφραση της νότιας Πελοποννήσου.
Σφόγγος: τα τηγανιτά αυγά με χοίρειον λίπος. Φουσκώνουν και φαίνονται σαν σφουγγάρι. Θεωρείται κορυφαίον έδεσμα.
Βλάχος: όποιος κατάγεται από ένα πιο βόρειο μέρος από τον ομιλούντα. Π.χ από την Τρίπολη για ένα Σπαρτιάτη.
Σημασία: Περηφάνια για τις συνήθειες του τόπου του.

Μετά από περιγραφή κάποιου ξένου εθίμου, που θεωρεί κατώτερο.
Απάντηση: Ξέρει ο βλάχος τ' είν' ο σφόγγος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτυπάω, βαράω, με πρόστυχη συνήθως έννοια. Πρόκειται για λαρισιώτικης προέλευσης λέξη.

Άμα δε γκάνει ό,τι της πω , θα την σβουγκανίξω μια στον τοίχο να του κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπαλαμουτιάζω εν συντομία, δηλαδή το φασώνω. Χρησιμοποιούνταν παλαιότερα από τους Κυκλαδίτες, ιδιαίτερα σε Σύρο, Τήνο, Μύκονο.

Άμα θα βγεις με τη μικρή σήμερα μη μείνεις μόνο στα φιλιά. Να την μπαλουτιάσεις γιατί είναι μεγάλο ξεκωλάκι, αλλιώς θα σε περάσει για ξενέρωτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το ζ' μπούτσα μ' (στην πούτσα μου) το οποίο χρησιμοποιούσαν στα χωριά είτε για να δηλώσουν παντελή αδιαφορία για μία κατάσταση ή για να δείξουν ότι αυτά που τους λέει ο συνδαιτυμόνας τους τους έχουν πρήξει τους όρχεις και δεν δύνανται να συνεχίσουν να ακούν τις παπάρες του.

Η φράση κατά το πέρας των χρόνων διεσώθη και είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε πολλάς περιοχάς της δυτικής Ελλάδος. Απαντάται κυρίως στην γιαννιώτικη διάλεκτο.

- Ζμπούτσαμ ρε φίλε σταμάτα να μιλάς για την πατσουρογκόμενα που γάμησες χτες, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια!

- Γιάννη, ο Μουτσοτρίκος απέναντι ζήτησε να του φέρεις την βεντούζα γιατί κόλλησε πάλι μια κουράδα στο καζανάκι
-Ζμπούτσαμ, βλέπω τηλεόραση τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.

Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.

Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.

  1. Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ

  2. Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ

  3. Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλιόσπορος, Σερραϊκή διάλεκτος.

Προφανώς λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας σε ψίχα.

Μια σακούλα μπατίρια πόσο κάνουν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ρήματος γαργαλάω.
Αόριστος: γαρτίλησα.

- Γιατί είσαι αναστατωμένος ρε ξάδερφε;
- Άσε Γαβρίλο, κάτι ένιωσα να με γαρτιλάει πιο πριν, λες να 'ταν καμιά αράχνη;
- Και τι σκιάζεσαι ρε φίλε; Στην Αυστραλία ζούμε;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στην Πελοπόννησο, και θα πει πειράζω, ενοχλώ κάποιον, συνήθως με περιπαιχτική διάθεση και όχι κακοπροαίρετα. Επίσης αναφέρεται και σε πράγματα, όταν τα πειράζουμε ή ψάχνουμε να δούμε πώς δουλεύει ένα αντικείμενο.

Συνώνυμα: σγκαρλάω.

  1. - Πού 'σαι ρε σώγαμπρε; Τι λέει η ζωή στο γυναικοχώρι; χαχαχαχα
    - Καλά είναι, προσπαθώ...
    - Γιατί τον τσιγκλάτε τον άνθρωπο ρε παιδιά;

  2. - Προσπαθώ να καταλάβω πώς δουλεύουν αυτό το μαραφέτι που αγοράσαμε.
    - Μην τα τσιγκλάς μωρέ και χαλάσουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified