Further tags

Η μεγάλη πείνα.

  1. (όταν κάποιος έχει πέσει με τα μούτρα στο φαΐ): τον έχει πιάσει μαύρη κράνι.

2.(ευχή για κακό σε κάποιον): κράνι ντε (δηλαδή να σε πιάσει πείνα και δυστυχία).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ανάποδα, αναποδιές.

  1. Από τότε που χώρισα έχω τρομερή γκίνια, μου έρχονται όλα ζερβοδίμιτα.

  2. Εκεί που πάω να ορθοποδήσω λίγο, όλο κάτι γίνεται και μου έρχονται τα πράγματα ζερβοδίμιτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω βόλτες.

  1. Πού γκεζέραγες ρε και δεν ήρθες στο σπίτι για φαΐ;

  2. Έχεις πυρετό; Ποιος ξέρει που γκεζέραγες και κρύωσες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H βουή είναι το βουητό σε γένος θηλυκό.

Μεταφορικά, είναι κάποιο άσχημο νέο.

  1. Άμα δεν κάνεις ό,τι σου λέω, θα σου έρθει η βουή (= θα φας ξύλο)

  2. - Τα έμαθες τα νέα;
    - Τα έμαθα, μου ήρθε η βουή (ήρθαν άσχημα νέα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χουγιάζω σημαίνει ότι αποδοκιμάζω κάποιον για κάτι που κάνει, φωνάζω σε κάποιον για κάτι που έκανε.

  1. - Πού είσαι ρε θεία, σε περιμένουμε τόση ώρα. Μη με χουγιάζουτε ρε παιδιά, κάτι μου έτυχε και άργησα.

  2. - Όλο με χουγιάζουν εκείνα τα παιδιά. - Μην τη χουγιάζουτε γιατί άμα τη χάσετε τότε θα καταλάβετε πόσο σας λείπει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέσιμο.

Εχθές έφαγα μια σφανταλιά και με πονάει ακόμα η μέση μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηπειρώτικο ιδίωμα, που σημαίνει ξεπάτωμα.

- Θα σε ξεκαλαθιάσω.
- Καλά, ρίξε τα ζάρια πρώτα γιατί τα ζάλισες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με φωνές τρομάζω και σκορπίζω τα ζώα.
(Αρκαδικό)

- Αοούυαα..Πρρρρ...Γιαλλαλλαούυυι..Πρρρρρ.
- Κιτσο, τι έγινε, είσαι καλά;
- Ασ με ξεπρογκάω τα ζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταστασία, ο χαμός που προκαλούν τα χιλιάδες μπιχλιμπίδια, προσωπικά αντικείμενα (κλειδιά, κινητό, πορτοφόλι, εφημερίδες), φωτογραφίες, παπούτσια, κρεμάστρες με ζακέτες, τσάντες, στην είσοδο του σπιτιού ή στο χολ, μια ακατάστατη κουζίνα, με πάγκους γεμάτους μπουκαλάκια με μπαχάρια, νεροχύτη γεμάτο ταψιά και πιάτα, σακούλες με ψώνια που δεν έχουν τακτοποιηθεί στα ντουλάπια κ.ά.

Αυτό έχει να κάνει (λένε οι επιστήμονες) και με το χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του ατάσθαλου και ανεπρόκοπου για το χάος που επικρατεί στο σπίτι του.

Τοπικός ιδιωματισμός, Θεσσαλικό.

Μαρία, γυρνάει από τη δουλειά, διαλυμένη.
- Ρε παραμπάγκο, αχαΐρευτε... πώς είναι έτσι το σπίτι; Τι ανιβουρό είναι αυτό; Κάθεσαι και παίζεις όλο πλεϊστέσον και δε μαζεύεις όλο αυτό το χαμό απ' το δωμάτιό σου...
- Έλα ρε μάνα, τι φωνάζεις ναούμ, τι είναι αυτό το ανιβουρό; Πας καλά ρε μάνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακό ιδίωμα που χρησιμοποιείται όταν ένα αντικείμενο βρίσκεται σε απόκρημνο / δυσπρόσιτο σημείο, συνήθως σε μεγάλο ύψος, και είναι αδύνατη η πρόσβασή μας σε αυτό.

Προέρχεται από την λέξη σκάλα, το οποίο φανερώνει και το μεγάλο ύψος.

Ποδόσφαιρο στην αλάνα στο χωριό:
- Ρε μαλάκα, μη κάνεις μεγάλα βολέ, θα την σκαλιάσεις την μπάλα στης θεια Γιαννούλας την σκεπή.
- ...
- Οοοοοοοοοχι, σκάλιασε, και στο 'πα ρε. Αντε κανε τον καουμπόι τώρα να την κατεβάσεις. Αμα σπάσουν τα κεραμίδια θα σε κυνηγάει η θειά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified