Ηρεμώ, ησυχάζω.
Μόλις ξάπλωσα μαϊνάρισε ο πόνος.
Ηρεμώ, ησυχάζω.
Μόλις ξάπλωσα μαϊνάρισε ο πόνος.
Got a better definition? Add it!
μπούκνα (η): Το μικρό μαύρο σύκο. Σε τοπικό νησιώτικο ιδίωμα μπούκνα ή μπουκνάκι λέγεται και το γυναικείο αιδοίο, λόγω της ομοιότητάς του με την ανοιγμένη στα δύο μπούκνα.
Μια τρίτη έννοια αφορά αυτόν που είναι άχρηστος, ακαμάτης.
Got a better definition? Add it!
Παραδοσιακό φαγητό από σιτάρι και κρέας που βράζεται σε μεγάλο καζάνι όλη τη νύχτα μέχρι να γίνει μια πολτώδης μάζα. Συνήθως γίνεται παραμονή κάποιας εορτής σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο δίπλα από ναΐσκο. Στα παλαιότερα χρόνια ήταν μια καλή ευκαιρία, ειδικά για τους φτωχούς, να φάνε δωρεάν κρέας. Σήμερα το έθιμο έχει εκφυλιστεί και πολλοί πηγαίνουν με μεγάλες κατσαρόλες να πάρουν κισκέκι και ξεχνούν να ανάψουν έστω ένα κερί...
- Έλα κυρα-Μαρίτσα σου'φερα κισκέκ' απ' τη γιορτή της Αγίας Πελαγίας.
- Να'σαι καλά γιόκα μου!
Got a better definition? Add it!
Πολύ αδύναμος, μισοπεθαμένος.
Κοίτα από τα πολλά φάρμακα έγινε νταντί.
Got a better definition? Add it!
σφουτζουρίζω ή σφετζουρίζω
Τα ρίχνω στη μούρη κάποιου, τον μουτζώνω, τα παρατάω.
Τον βαρέθηκα κάποια στιγμή με τη τσιγγουνιά του και του τα σφουτζούρηξα στη μούρη.
Τι κάθεσαι εκεί μέσα; Δεν τους τα σφετζουρίζεις όλα στη μούρη να ησυχάσεις;
Got a better definition? Add it!
Το μικρό πριόνι.
Στέκα να πάρω τον τραχά και θα δεις αν θα ξανακλέψεις σταφύλια!
Got a better definition? Add it!
Χαστούκια, σφαλιάρες.
Μόλις μου είπε έτσι τον άρχισα στο μπουφλίδ'...
Got a better definition? Add it!
Τα διαδοχικά ραπίσματα, το ξύλο.
Έφαγε ματσκίδ' που πήγε σύννεφο!
Got a better definition? Add it!
Έμεινε επιτόπου, ξερός, πεθαμένος.
Πήγα το πρωί και τονε βρήκα καρούμπα.
Got a better definition? Add it!
Κατίνα οι παλιές Σμυρνιές λέγανε την πλάτη.
Ωχ, με πόνεσε η κατίνα μου. Ξεκατινιάστικα.
Got a better definition? Add it!