Further tags

μπούκνα (η): Το μικρό μαύρο σύκο. Σε τοπικό νησιώτικο ιδίωμα μπούκνα ή μπουκνάκι λέγεται και το γυναικείο αιδοίο, λόγω της ομοιότητάς του με την ανοιγμένη στα δύο μπούκνα.

Μια τρίτη έννοια αφορά αυτόν που είναι άχρηστος, ακαμάτης.

  1. Φάε μπούκνες είναι νόστιμες.
  2. Αντρέα η γκόμενα έχει ένα μπουκνάκι....
  3. Μμμ αυτός να κάνει κάτι σωστό; Για τις μπούκνες είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδοσιακό φαγητό από σιτάρι και κρέας που βράζεται σε μεγάλο καζάνι όλη τη νύχτα μέχρι να γίνει μια πολτώδης μάζα. Συνήθως γίνεται παραμονή κάποιας εορτής σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο δίπλα από ναΐσκο. Στα παλαιότερα χρόνια ήταν μια καλή ευκαιρία, ειδικά για τους φτωχούς, να φάνε δωρεάν κρέας. Σήμερα το έθιμο έχει εκφυλιστεί και πολλοί πηγαίνουν με μεγάλες κατσαρόλες να πάρουν κισκέκι και ξεχνούν να ανάψουν έστω ένα κερί...

- Έλα κυρα-Μαρίτσα σου'φερα κισκέκ' απ' τη γιορτή της Αγίας Πελαγίας.
- Να'σαι καλά γιόκα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ αδύναμος, μισοπεθαμένος.

Κοίτα από τα πολλά φάρμακα έγινε νταντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σφουτζουρίζω ή σφετζουρίζω

Τα ρίχνω στη μούρη κάποιου, τον μουτζώνω, τα παρατάω.

  1. Τον βαρέθηκα κάποια στιγμή με τη τσιγγουνιά του και του τα σφουτζούρηξα στη μούρη.

  2. Τι κάθεσαι εκεί μέσα; Δεν τους τα σφετζουρίζεις όλα στη μούρη να ησυχάσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό πριόνι.

Στέκα να πάρω τον τραχά και θα δεις αν θα ξανακλέψεις σταφύλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαστούκια, σφαλιάρες.

Μόλις μου είπε έτσι τον άρχισα στο μπουφλίδ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διαδοχικά ραπίσματα, το ξύλο.

Έφαγε ματσκίδ' που πήγε σύννεφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έμεινε επιτόπου, ξερός, πεθαμένος.

Πήγα το πρωί και τονε βρήκα καρούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατίνα οι παλιές Σμυρνιές λέγανε την πλάτη.

Ωχ, με πόνεσε η κατίνα μου. Ξεκατινιάστικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασφυκτικά γεμάτο.

-Έχει ζάχαρη στο βάζο;
- Βίμπα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified