μπούκνα (η): Το μικρό μαύρο σύκο. Σε τοπικό νησιώτικο ιδίωμα μπούκνα ή μπουκνάκι λέγεται και το γυναικείο αιδοίο, λόγω της ομοιότητάς του με την ανοιγμένη στα δύο μπούκνα.
Μια τρίτη έννοια αφορά αυτόν που είναι άχρηστος, ακαμάτης.
- Φάε μπούκνες είναι νόστιμες.
- Αντρέα η γκόμενα έχει ένα μπουκνάκι....
- Μμμ αυτός να κάνει κάτι σωστό; Για τις μπούκνες είναι!