Στην ποικιλία της Λευκάδας και της Κεφαλονιάς σημαίνει αμέσως, γρήγορα.
Έρχομαι δελέγκου.
Στην ποικιλία της Λευκάδας και της Κεφαλονιάς σημαίνει αμέσως, γρήγορα.
Έρχομαι δελέγκου.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει αλήθεια, τω όντι στην ποικιλία των νησιών του Ιονίου.
Βαραμέντε τη σκαπουλάραμε.
Got a better definition? Add it!
Μούρτσα = νωρίς το πρωί.
Σηκωθήκαμε μούρτσα - μούρτσα για να πάμε στη δουλειά.
Μη με ξυπνάς μούρτσα γιατί δεν έχω κοιμηθεί καλά.
Got a better definition? Add it!
Λέξη που αποτελεί γεωγραφικό προσδιορισμό και αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χώρα: την Αλβανία. Την ακούς με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα, όσο πιο κοντά βρίσκεσαι στα σύνορα με την συγκεκριμένη χώρα (Ιωάννινα, Θεσπρωτία). Είναι τύποις συνθηματικό, όμως όλοι καταλαβαίνουν τι ακριβώς εννοείς.
- Θα πας μέσα το Σαββατοκύριακο;
- Ναι, θα πάρω τη γυναίκα και θα πάμε.
- Ποιος τη χάρη σου Λεντιόνα! Θα σε πάει και στο εξωτερικό ο άντρας σου!
- Από πού είσαι ρε;
- Από το Αργυρόκαστρο.
- Από μέσα είσαι πουλάκι μου;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Περίεργη λέξη με πολλές σημασίες. Επίρρημα.
Στον Βόλο και στην ευρύτερη περιοχή λέγεται ακόμα και σήμερα με τη σημασία πράγματι, όντως.
Στη Μεσσηνία και στην Αρκαδίασημαίνει παρά ταύτα.
Άλλος το δίνει τέλος πάντων από το αραβοτουρκ. akibet (συνέπεια, αποτέλεσμα).
Στην Αχαΐα το λένε για το επιτέλους ή το ντε και καλά.
Στην Αιτωλοακαρνανία (βλ. παρ. 3) μπορεί και να έχει την έννοια ήδη.
Τη λέξη αναφέρει και ο Μακρυγιάννης.
και ναι, δεν είναι σλανγκ...
2, Ακουμπέτι, να μην τα πολυλογούμε και για να μη βαρυγκομάς, για όλα τούτα, Βεζύρη μου, έχεις, στ' αλήθεια, άξιο πιά, για το Γριπονήσι αρματολό...
«Το χρονικό μιας Μικρής Πολιτείας κι ενός Μεγάλου Ήρωα», Γ. Παπαστάμου
Got a better definition? Add it!
Μονολεκτικά, γενικό καταφατικό, ένα πολύ κουλ ναι.
Με διαφορά, άνετα.
Γενικός επιρρηματικός προσδιορισμός (τόπου, χρόνου, τρόπου κλπ), που προσδίδει καταφατική, θετική, υπερθετική και κουλ έννοια στο ρήμα. Πχ. ως τοπικός προσδιορισμός μπορεί να σημαίνει εδώ, ως χρονικός σε εύθετο χρόνο, ως τροπικός να υποδηλώνει ωραίο ή κατάλληλο τρόπο, κοκ.
Συνώνυμο του στάνταρ.
Προφορά: Όταν είναι μέσα σε πρόταση τονίζεται έναντι των άλλων λέξεων. Όταν είναι μονολεκτικό προφέρεται χαλαρά.
Απαντά στη Βόρειο Ελλάδα, τόσο από ντόπιους όσο κι από φοιτητές.
- Σ' αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα;
- Χαλαρά!
- Αυτό είναι χαλαρά το πιο γελοίο πράγμα που έχω ακούσει!
- Με τέτοια χλεχλέδικια προφορά είναι χαλαρά χαμουτζής.
- Πώς σας φαίνεται αυτό το μαγαζί; Λέω να κάτσουμε χαλαρά για έναν καφέ.
(Στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει ταυτόχρονα τις έννοιες «να κάτσουμε οπωσδήποτε για καφέ», «να κάτσουμε εδώ για καφέ», «να μην το ψάξουμε άλλο», «να χαλαρώσουμε πίνοντας καφέ» και φυσικά «είμαστε πολύ κουλ άτομα»).
Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Got a better definition? Add it!
(κρητική διάλεκτος)
Χθες αργά το βράδυ.
Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μούχτι (मुक्ता) στα Σανσκριτικά αποκαλείται η απελευθέρωση των αισθήσεων από τα δεσμά του νου και άλλα κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία.
Η ταντρική αυτή έννοια προφάνουσλυ υιοθετήθηκε από τα Ελληνιστικά βασίλεια της ανατολής και μοιραίως μεταλαμπαδεύτηκε στην Μακεδονία όπου χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, εκφράζοντας όμως άλλες ατραπούς εσωτερικής καθοδήγησης, αυτογνωσίας και βιοενεργειακών τσάκρα:
Βλ. επίσης μούχτι μούχτι.
- Κουφάλα Ασλαμά, το κλαρινέτο του Ηρακλή στην Ξάνθη το ‘κανες μούχτι. Με τον ΠΑΟΚ ασχολείσαι παλιολινάτσα.
(εδώ)
- Όποιος πιστεύει ότι ο βάζελος θα πάρει το μαστραπά φέτος κατόπιν πλάνο και βάσει σχεδίου να με το πει και μένα όλα είναι στο μούχτι, μόνο άμα χαλάσεις κάνα κάρο κάρο φταλέ και χεις από πίσω συσπειρωμένο - όχι πρόβατο - λαό ώστε να τη σακουλευτείτο κατεστημένο μπορείς να σπάσεις το απόστημα.
(εδώ)
-Ποιό μεγάλο μυαλό είχε την ιδέα της μετοχοποίησης των 2,2 εκατ. γιούρο του Mυτιληναίου; Kαι γιατί όλα έγιναν στο... μούχτι μέχρι που τους... ανακάλυψαν;
(εδώ)
- Έπεσε με τα μούτρα στο μούχτι και τον ξεζούμισε η Περμανθούλα. Άντε τώρα και πότε θα συνέλθει....Σερσέ λα Φάμ (εδώ)
- «Μούχτι φακκιν ώστι να πεθάνω» σκέφτεται που μέσα του. «Μούχτι γαμήσι μια ζωή πελλέ μου!
(δαμέ)
Got a better definition? Add it!
Η λέξη αστρέχα είναι βασικά τεχνικός όρος. Αντιστοιχεί στο κομμάτι μιας στέγης - κεραμοσκεπής συνήθως - το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από το νερό της βροχής.
Πλην όμως, χρησιμοποιείται συνήθως ως επίρρημα - κάποιος πάει αστρέχα - για να περιγράψει κάποιον που περπατάει κολλητά με τον τοίχο, μπας και φάει καμιά σταγόνα βροχής λιγότερη, και σπανιότερα και ως ρήμα - κάποιοι αστραχούν.
Η προέλευσή της είναι από την θεσσαλική ύπαιθρο, συναντάται όμως και σε άλλα μέρη της ελληνικής υπαίθρου.
Μα, να μην πάρω μια ομπρέλα μαζί μου, πήγαινα μια ώρα αστρέχα!
- Πήγες να δεις τις κότες;
- Ναι, έβρεχε και αστραχούσαν (δηλαδή ήταν έξω, αλλά κολλητά με το κοτέτσι για να προφυλαχθούν)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στο Κυπριακό ιδίωμα, το επίρρημα έτσι χρησιμοποιείται ατύπως και ως δεικτική αντωνυμία. Για μα μη μακρηγορούμε, δείτε τα παραδείγματα.
- Το λοιπον τουτο το χαλλογουιν εξεσαλωσα. Εφηα που εσσω 4 το δειλις τζιαι εστραφηκα η ωρα 9 το πρωι της κυριακης. Ως της 8:30 ημουν σε κλαπ....αγαπω την μαγικη πολη...εν καταλαβουν που ωρες. Που εφκηκα εξω στραβωθηκα που το ηλιο. Εννα μου πειτε χαρας το πραμα. Ελα ομως που στην κοπροπολη τζιαι γενικα στην αμερικη ετσι πραματα εν γινουνται. Τα κλαπ η ωρα δκυο κλειουν αλλου. Τελος παντω το κυριο παρτυ που επεια ηταν γκευ για να μαζεψουν λεφτα για τζεινους με το Ειτς. Στις 12:30 ειχασιν σιοου. Οι χορευτες εν εθολοντες που το καμνουν για να βοηθησουν...
(δαμέ)
- Νομιζω ουλλοι μας ειχαμε ετσι τραυματικες εμπειριες στον οδοντιατρο.
(τσειαμέ)
- Οι δρομοι αδειοι, ησυχοι.. Τζινο που μου αρεσε εν οτι με οσους εμειναν Λευκωσια ετσι μερες τζιαι εν επιαν πουποτε εshεις μια διαφορετικη επαφη.
(δαχαμέ)
- Η Μαρίνα δέρνει κόσμο;;; ΠΟΤΕ!! Όποιος είπε έτσι πράμα φέρτε μου τον δαμέ να του την δώσω μεσ' το στόμα!!
(τσειαχαμέ)
Got a better definition? Add it!