Ο κάτοικος της Ιστιαίας, επειδή θεωρείται ότι συνηθίζουν να λένε οι Ξηροχωρίτες τη φράση "και που λες". (Δες τα ακληρήματα του Μανόλη Σέργη).
**Κιαπλεδες***(και που λες), κοινώς σκατοχουργιατοι! (Φέισμπουκ)
Ο κάτοικος της Ιστιαίας, επειδή θεωρείται ότι συνηθίζουν να λένε οι Ξηροχωρίτες τη φράση "και που λες". (Δες τα ακληρήματα του Μανόλη Σέργη).
**Κιαπλεδες***(και που λες), κοινώς σκατοχουργιατοι! (Φέισμπουκ)
Got a better definition? Add it!
Δε σημαίνει απλά "εγώ είμαι οπαδός του Ο.Φ.Η." αλλά, σε κάργα ομιλjήτικες(1) συνοικίες του Ηρακλείου, όπως τα Καμίνια, σημαίνει είμαι ντόμπρος, παντελονάτος και λογοτιμήτης άθρωπος.
Είναι, δηλαδή, παραπλήσιο αλλά και διαφορετικό από το βορειοελλαδίτικο αντίστοιχο ΠΑΟΚ είσαι. Διαφορετικό, επειδή το "ΠΑΟΚ είσαι" σημαίνει περισσότερο ότι δεν πρέπει να λιποψυχάς στα δύσκολα, το νόημα είναι στον ΜΠΑΟΚ αφού...ενώ εγώ' μαι ΟΦΗτζής σημαίνει πως διεκδικώ ένα είδος αξιοπιστίας επικαλούμενος την εντοπιότητα-συμβατικότητα των προτιμήσεών μου στο τοπικό πλαίσιο - κάτι λίγο σαν το κούτελο δηλαδή. Παραπλήσιο, από την άλλη, είναι το νόημα των φράσεων σε βορρά και νότο, επειδή είτε ΟΦΗτζής είτε ΠΑΟΚτζής, το να το δηλώνεις έχει τον ηρωισμό του μη ξεπουλήματος στο ΠΟΚ. Αλλά κυρίως, επειδή είτε επικαλείσαι τη σχέση σου με τον ΠΑΟΚ ως ψυχική εφεδρεία, είτε επικαλείσαι τη σχέση σου με τον ΟΦΗ ως απόδειξη αξιοπιστίας, και στις δυο περιπτώσεις επικαλείσαι την ομάδα ως έσχατη καταφυγή, μοναδική και απαράγραπτη, σε καταστάσεις που ή αν είσαι άνθρωπος για τον οποίο γενικά η ψυχική αντοχή και η τιμή είναι πρόβλημα.
Φιλαράκι, δε σε παίζω(2), εγώ' μαι ΟΦΗτζής!
(1) Ομιλήτης=επίσημο προσωνύμιο των οπαδών του ΟΦΗ.
(2) παίζω = κοροϊδεύω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση που αυτηκόησα στ' Ανώγεια στην Κρήτη και δηλώνει τον Master Commander της βοσκικής, ο οποίος μπορεί μάνι-μάνι, άκοπα και εύκολα να μαζεύει, να καθοδηγεί και γενικότερα να μανατζάρει το κοπάδι, αίγες ή πρόβατα, ειδικά σε δύσκολες περιοχές (δηλαδή, "στα όρη" - ή μήπως "στ' αόρι"; ποτέ δεν κατάλαβα αν είναι το ένα ή το άλλο - γύρω από τον Ψηλορείτη) ή σε δύσκολες καταστάσεις (π.χ. φόρτωμα σε νταλίκα). Τώρα, ντράπηκα να ρωτήσω: είναι η φράση έτσι επειδή τα γουρούνια είναι παροιμιωδώς δύσκολα να κοπαδιαστούν; Είναι, δηλαδή, η φράση σαν το αγγλικό herding cats που δηλώνει το ψιλο-ανέφικτο έργο; Μάλλον...
Ή μήπως ο αγαπητός βοσκός που το είπε χρησιμοποίησε τη φράση επειδή του έκανε, αλλά αυτή έχει απ' αλλού νόημα: λαλεί και τσι χοίρους κάλλιστα θα μπορούσε (με το ιστορικό της περιοχής) να σημαίνει και τον γουίνστον γουλφ της ζωοκλοπής, ο οποίος ρημάζει έναν τόπο και φεύγοντας λαλεί (οδηγεί) πρόβατα, κατσίκια, γουρούνια, κότες, κουνέλια, αρκάλους,λιακόνια και γενικά όλη την τοπική πανίδα...; Λίγο ευφάνταστον αλλά ποιος ξέρει...
Α, ευτυχώς π' ήρθανε καημένε Χαλικούτη(1) οι αγκζαδέρφοι από τη Γέργερη και μας αβοηθήξανε και τα φορτώσαμε στο τριαξονικό, κι αυτοί, άντρες να ιδείς, βοσκοί, μα και τσι χοίρους λαλούνε είμαι άτιμος(2).
(1) Ψευδώνυμο.
(2) είμαι άτιμος = είμαι άτιμος [αν λέω ψέμματα] = στο λόγο της τιμής μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι βορειοελλαδίτες βάζουν μερικές φορές τον αιτιολογικό σύνδεσμο "γιατί" στο τέλος της δευτερεύουσας πρότασης:
Άντε ξεκίνα, αργήσαμε γιατί.
Ξέρω οτι λέγεται ακόμη σε κάποιο βαθμό σε όλη την Μακεδονία, στο δίχτυ όμως μπόρεσα να βρω μόνο αναφορά για τον νομό Σερρών (Αλιστράτη και Νέο Σούλι):
"Συνήθης είναι η χρήση του «γιατί» και του «αφού» στο τέλος της πρότασης π.χ. «έλα να σι πω δε βαστώ γιατί» (γιατί δεν αντέχω)".
Η σύνταξη αυτή μοιάζει με την αντίστοιχη του αφού και του για, μόνο που τώρα φαίνεται να δικαιώνεται ο συσχετισμός που προτείνει η ironick με το αρχαίο γαρ και να αίρεται η επιφύλαξη του poniroskyloυ, μιας και εδώ έχουμε τον σύνδεσμο 'γιατί' ως ένα ξεκάθαρα αιτιολογικό 'επειδή':
Το αφού στο τέλος, όμως, δεν είναι αιτιολογικό και γι' αυτό νομίζω ότι οι συγκρίσεις με το γαρ δεν είναι εύστοχες, κτγμ. Δεν είναι τιποτε περισσότερο από ένα επιτατικό μόριο, που, ασφαλώς, διατηρεί το στοιχείο της αντίθεσης.
poniroskylo στο λήμμα αφού
Got a better definition? Add it!
Το ρήμα "φαντάσσω" ως αμετάβατο στην Κρήτη σημαίνει ότι ο τόπος είναι στοιχειωμένος. Είναι το περιβάλλον, φυσικό ή ανθρωπογενές, που κάνουν συχνά την εμφάνισή τους φανταξά (φαντάσματα), νεράιδες, τελώνια, διαόλοι και τριβόλοι, κι άλλα πολλά της δεισιδαίμονος πανίδας.
Πέρα από τη στενή σημασία αυτή, το ρήμα χρησιμοποιείται κάπως μεταφορικά, για τόπους, χωριά, γειτονιές, σπίτια, που έχουν ερημώσει, από τους οποίους έχει φύγει η ανθρώπινη παρουσία.
Σπανιότατα (με επιφύλαξη το γράφω) μπορεί να λέγεται και για ανθρώπους με παράξενο παρουσιαστικό, αλλόκοτους ή αλαφροΐσκιωτους που σου φέρνουν ανατριχίλα, αλλά μάλλον σε συνάρτηση με το ανάλογο ντεκόρ ή να εκφέρεται μαζί με άλλους χαρακτηρισμούς.
(με έμπνευση και έναυσμα το μωραΐτικο φυλάει)
- Ώφου κι επήαιτε από κεια, και δεν εφοβηθήκετε μωρέ τροζοκόπελα; Εκειά το λένε "του Σαρακηνού" και φαντάσσει!
- Άσε μας ρε θεία...
[... ] παρακαλούσα τη μάνα μου να φύγομε πριν το μεσημέρι, γιατί τότε “φαντάσσει” και βγαίνουν οι θεόρατοι γενίτσαροι με τα μαχαίρια τους και σφάζουν όποιον συναντήσουν. πηγή
Έκεια πού ναι το ξενοδοχείο που δεν ετέλειωσε ω ανάθεμά το πως φαντάσσει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ασφυκτικά γεμάτο.
-Έχει ζάχαρη στο βάζο;
- Βίμπα είναι.
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού «cheat»: εξαπατώ, απατώ, παραβαίνω τους κανόνες παιχνιδιού, απατεώνας.
Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν, μπορεί να σημαίνει:
Πως κάτι (ή κάποιος) τα σπάει, είναι σούπερ γουάου!!, γαμάτο, και γαμώ, άπαιχτο, αμαρτία σκέτη.
Το κλου μιας ιστορίας, το χάιλαϊτ ενός θεάματος.
(Στο σύμπαν των γκέιμερ) Το σπαστήρι, το κρακ, το προγραμματάκι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πάρει λέβελ ή να νικήσει τους αντίπαλους ιντερνετικούς συμπαίχτες ξεγελώντας το παιχνίδι με το να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα κάνει τη διαφορά (περισσότερα εφόδια, όπλα, ζωές κλπ).
Συντάσσεται συχνά με τα «κάνω», «μπαίνει», «βάζω».
Σ’ αυτό το σύμπαν, χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό σε σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να εκτελέσει την απατεωνιά.
Σε διαλέκτους (π.χ. Ποντιακά, Πλωμαριανά), χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια με το καταγεγραμμένο «τσίτι»: το βαμβακερό ύφασμα με τυπωμένα εμπριμέ σχέδια (αυτό εκ του τούρκικου «çit» με περσική καταγωγή) σαν μέρος συνήθως της γυναικείας φορεσιάς.
Τα τσιτ-μιλ / τσιτ-μηλ (εκ του αγγλικού «cheat meal»), παίζουν πολύ μεταξύ όσων κάνουν δίαιτα ή, όπως π.χ. στα μποντιμπλιντεράδικα σινάφια, διατροφή.
Σημαίνουν το προβλεπόμενο εκείνο γεύμα, που λαμβάνει χώρα μια στις τόσες και όπου ο εν διαίτη την καταστρατηγεί προκειμένου να μην κρασάρει ψυχολογικά και την εγκαταλείψει, τρώγοντας ό,τι απαγορευμένο ποθεί κολασμένα, σε ελεγχόμενη ποσότητα βεβαίως-βεβαίως.
Kι εγώ στο save μου το 2015 είμαι, αλλά ρε φίλε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος πολύ ΤΣΙΤ!!
- Γιατί ρεε;;;; Εμένα o fierro με έχει κάνει πολύ δουλειά.
- Κι εμένα ο Sanogo!!!!!!! Σεντερφοράρα!!!!!!!!
- Εννοείται για αυτό έγραψα ότι είναι τσιτ.
…Tο λεγόμενο τσιτοσούτ, που να δεις τα knuckle εν κινήσει που είναι επίσημα δεν είναι τσιτ, τις ακυρωμένες ντρίπλες που και αυτό θέλει να είσαι γρήγορος και να έχεις βάλει αυτόματη άμυνα, αλλά και το απίστευτο το τσιτοφουλ που η μπάλα λόγω glitch είχε προωθηθεί (στο online δεν γίνεται και στο offline θέλει άπειρη προσπάθεια) ...ρε σου λέω ξέρω τι παίζω γι αυτό είχα ξενερώσει το καλοκαίρι με το προ και το έβριζα, απλά δεν μπορώ να μου βρίζουν το προ και να λέμε το φίφα ότι δεν έχει προβλήματα ...εκεί σπάζομαι φέτος το φίφα πέρα από τα αρνητικά που γράφω (κυρίως για να τα προσέξετε οι fan) εμένα μου άρεσε αρκετά δλδ αν δεν ήταν τόσο φτιαγμένο το προ, φίφα θα έπαιρνα χαλαρά.
…..
ΥΓ3. Το τσιτοσούτ το 'ξέραν όλοι οι έλληνες. Οι ξένοι επειδή έπαιζα online μένανε βλάκες.
Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.
- Κατερίνα έχουν πει οι κοπέλες πως η σφολιάτα ανεξαρτήτως υλικών έχει 1 μονάδα τα 3 κομμάτια.
- Με ποια λογική; Δεν κοιτάμε τα συστατικά για να μετρήσουμε μονάδες; Εγώ αυτές τις συνταγές με σφολιάτα τις βρίσκω κοροϊδία. Καλυτέρα φάε ένα κανονικό γλυκό και πες ότι έκανες ένα τσιτ μιλ, όχι να θεωρείς ότι είναι σωστό κομμάτι υγιεινής διατροφής. Γνώμη μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τοπικός ιδιωματισμός από το νησί της μαστίχας, ένας από τους ωραιότερους, και ακόμα ζωντανούς.
Χρησιμοποιείται στο β' ή στο γ' πρόσωπο και αναφέρεται σε κάποιον που λέει ή κάνει παλαβομάρες. Σχεδόν συνώνυμο του «παλάβωσες». Δεν χρησιμοποιείται στο α' πρόσωπο, γιατί κανένας Χιώτης δεν θεωρεί ότι μπορεί να ξεχαλικά ο ίδιος, αλλά πάντα οι άλλοι έχουν το πρόβλημα.
Χαλίκια είναι τα μικρά πετραδάκια που προέρχονται από τον κατακερματισμό των βράχων και χρησιμοποιούνται σαν συστατικό του μπετόν ή στρώνονται σε δρόμους πρόχειρους που δεν πρόκειται να ασφαλτοστρωθούν, ή ακόμα και σε πάρκινγκ. Επίσης, αν δεν κάνω λάθος (που σπανίως συμβαίνει) είναι και το συστατικό του μωσαϊκού (τα μικρά κομματάκια που μετά λειαίνονται).
Πιθανή (κατά 92,45%) προέλευση:
Φανταστείτε κάποιο μηχάνημα που έχει χαλάσει. Ρολόι, παιδικό παιχνίδι, μίξερ ή οτιδήποτε μηχανικό. Συνήθως όταν κάποιο τέτοιο αντικείμενο χαλάσει, πριν το ανοίξουμε, το κουνάμε για να δούμε αν κάποιο εσωτερικό εξάρτημα έχει αποκοπεί. Αν κάτι τέτοιο έχει συμβεί κουνώντας το αντικείμενο, το σπασμένο εσωτερικό κομμάτι κάνει τον ίδιο ακριβώς θόρυβο σαν να ήταν ένα πετραδάκι, ένα χαλίκι.
Μεταφορικά λοιπόν αυτός που ξεχαλικά είναι αυτός που κάτι μες το κεφάλι του έχει ξεκολλήσει, με αποτέλεσμα το μυαλό του να μην λειτουργεί, και να φέρεται περίεργα.
Από το διαδίκτυο (100% Χιώτης και δη νοτιοχωρούσης, διότι εκτός του «ξεχαλικά» γράφει και το «μαρή»)
«Θα περιμένουμε να δούμε λοιπόν. Ξεχαλικά έτσι κι αλλιώς μαρή αυτή. Για να δούμε τι θα γίνει. »
-Μην του δίνεις σημασία. Αυτός ξεχαλικά...
Got a better definition? Add it!
ξα σου, ξια σου, εξιά σου
Από το ρήμα έχω - έξω (μελλ.) - έξις (που εκτός από τη συνήθεια και κατοχή, το να έχεις κάτι δικό σου, σημαίνει και στάση ζωής).
« κάμε ότι θες , ξά σου ... »
Got a better definition? Add it!
Ανήκει στη Λευκαδίτικη διάλεκτο, έχει τις ρίζες της στο Μεγανήσι.
Ξεστέλιαστος είναι κάποιος πάρα πολύ λεπτός, σχεδόν καχεκτικός.
Είναι η αγαπημένη μας λέξη που ακούμε πάντοτε όταν κάνουμε επίσκεψη στη γιαγιά.
Γιαγιά: πως εγίν'κες έτσι ψ'χή μ'; μπιτ ξεστέλιαστο είσαι καμάρ' μου! μα καλά εκείν' η ανεπρόκοπ' η μάνα σ', δε σε ταΐζει μπίτι;!
Got a better definition? Add it!