Further tags

Ονομασίες του κοκ πορν ποπ κορν.

Για λόγους που δεν έχω εντοπίσει είναι από τις πιο πλούσιες περιπτώσεις στην παραγωγή τοπικών ονομασιών.

Η αλφαβητική λίστα που έχω σκαρώσει από ντερνέτι και γνωστούς:

βαβούλες - Κρήτη
καυκόλες
κουκουφρίκες, κουκουφρίκια - αρβανίτικα
κουκουνάρες
νυφούλες - Τρίπολη
παπαδιές
παπαδίτσες - Ιωάννινα, Τρίκαλα
παπαδούλες - Βόλος, Κατερίνη, Καρδίτσα
παπαλούτσες, παπαλίτσες - Σέρρες
παπαρδέλες
παπούλες, παππούλες
παπούσκες - Κοζάνη
παρπαδούλες - Νάουσα
πασπάτες, πασπατούλες - Γιαννιτσά
πατλάκες, πατλάκια - Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Διδυμότειχο, Λήμνος
πατούλες
πουπουσάγκες
πούφκες - Φλώρινα
σιταροπούλες - Κύπρος
σπάνταλα, τσαχλιπάτια - ποντιακά
φακιόλες - Άρτα, Αιτωλοακαρνανία
φαρφακιόλοι - Λευκάδα
φραγκοκύτταρα - Κάλυμνος

Πολλές γυναίκες της κρεμούσαν στο λαιμό μια χειροποίητη γιρλάντα φτιαγμένη με ποπ κορν ή αλλιώς 'πατλάκια', ξηρά φρούτα και καραμέλες. [αδακά]

[η λίστα, πιθανότατα, έχει λάθη. κάποιες ονομασίες τις επιβεβαίωσα από μόνο μία μαρτυρία. θα διορθώνεται με τη συνδρομή των σλάνγκαρων/ισσών]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Τα ορνιθοσκαλίσματα, ο δυσανάγνωστος και τσαπατσούλικος γραφικός χαραχτήρας. Λέγεται στην Κρήτη.

Αλλά γιατί λέγεται έτσι; Άγνωστο (δεν βρίσκω το λήμμα στο διαλεκτικό λεξικό που έχω εύκαιρο). Πάντως, δεν ξέρω στην Κρήτη οι καλικάτζαροι να λέγονται Καλικατσούνες, κατ' αντιστοιχία με όσα συμβαίνουν με τα καλικαντζούρια (το λήμμα που μας ενέπνευσε).

Βέβαια στην Κρήτη αγαπάμε γενικά (το μόρφημα) κατσούνες (και τα καλιτσούνια, αλλά μάλλον άσχετο), γιατί κατσούνα λέγεται η κυρτωμένη βέργα (γκλίτσα) του δυτικοκρητικού βοσκού - από Ψηλορείτη και ανατολικότερα λέγεται απλά βέργα - και κατσουνωτό λέγεται καθετί κυρτωμένο ή κυρτό. Κι έτσι όταν οι παλαιοί μάθαιναν να γράφουν τους έκανε πάντα εντύπωση πόση δύναμη έχουνε αυτά τα "κουλουράκια και τα κατσουνάκια", τα γράμματα δηλαδή. Αλλά γιατί τα κακά γράμματα λέγονται καλικατσούνες δε μπορούμε να το απαντήσουμε - όμως, λιγάκι περισσότερη εικοτολογία για την ετυμολογία μετά τα παραδείγματα.

Για την ευρύτητα της χρήσης της λέξης δείτε τα λίγα αλλά δηλωτικά διαδιχτυακά παραδείγματα (στα οποία φαίνεται ότι καλικατσούνες ενίοτε ονομάζονται γενικά προβλήματα στο γραπτό λόγο, όχι μόνο κακός γραφικός χαρακτήρας - μάλλον "λάθος" χρήση αυτή).

ΓΕΙΑ ΣΑΣ , ΕΙΜΑΙ Ο ΕΤΕΟΚΡΗΤΗΣ . ΑΠΟ ΟΤΙ ΕΚΑΤΑΛΑΒΑ ΕΠΑΕ ΘΑ ΓΡΑΦΟΜΕΝΕ ΤΣΟΙ ΠΡΟΒΛΟΙΜΑΤΙΣΜΟΥΣ ΜΑΣ ΤΣΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ΕΧΩ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΝΑ ΠΙΑΣΩ ΤΟ ΚΟΝΔΥΛΙ ΤΣΑΙ ΤΗ ΠΛΑΚΑ ΘΑ ΣΑΣ ΕΖΗΤΗΞΩ ΝΑ ΜΗ ΜΟΥ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΤΑΙ ΤΣΟΙ ΚΑΛΙΚΑΤΣΟΥΝΕΣ ΜΟΥ. πηγή.

Στην εικόνα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού ιστορείται ως γνωστόν ο Ιησούς εν μέσω Μωυσέως και Ηλιού. Ο προφήτης Μωυσής κρατεί ως ευανάγνωστο από τον καθένα χαρακτηριστικό της ταυτότητός του τις πλάκες των δέκα εντολών. Πλην όμως, δεν είναι καθόλου ευανάγνωστες οι πλάκες διότι οι εικονογράφοι αγνοούντες άλλωστε την εβραϊκήν έγραφαν απλώς διάφορες καλικατσούνες που να ομοιάζουν με την εβραϊκή γραφή. Ο λαϊκός εικονογράφος όμως, μέγας και πολύς Παρθένιος, ετόλμησε να κάμει τες πλάκες ευαναγνωστότατες από τον πάσα ένα. Και ιδού τι εσοφίσθη: έγραψε σε αυτές το Ελληνικό Αλφάβητο! πηγή.

Στη θεωρια φαινεται σωστο αλλα απο τη βιασυνη μου εκανα κατι "καλικατσουνες" που πολυ αμφιβαλω αν θα βγαζουν νοημα. Ελπιζω οπου οι εξεταστες αδυνατουν να καταλαβουν τι λεει λογω... κακου γραφικου χαρακτηρος, να τα λαμβανουν ως σωστα. πηγή.

οταν βλεπω τετοιες ποστ, το μονο που σκεφτομαι ειναι τι καλικατσουνες κανω. πηγή

Πάντως ναι, προκειμένου να κάνεις Άλδειες καλικατσούνες με τα ελληνικά στοιχεία (μπλιαχ), πολύ ωραιότερο κάτι όψιμο και ώριμο σαν την τυπογραφία του 1750, που αντιπροσωπεύει ο Αλέξανδρος… πηγή (μακάρι να την πρόσεχαν λιγάκι περισσότερο τη λέξη εκεί στου κυρ-Σαράντ).

άμα γύρισε ο έρμος ο Μπουζιάνης και ζωγράφιζε τέτοιες «καλικατσούνες» πού να τον πάρει σοβαρά η Ελλάδα του 35, του Μεταξά, του επαρχιωτισμού, της φτώχειας και της προσφυγιάς. πηγή.

Λίγα περισσότερα για την ετυμολογία: από τη μπροστινή μεριά της λέξης έχουμε αυτό το καλι- που μπορεί να ήταν κάποτε και καλ-ι- (δηλαδή με ένα ευφωνικό -ι-, όπως στα καλτσούνια-καλιτσούνια) και η λέξη να ήταν καλκατσούνες. Και το καλι- ως μπροστινό μέρος υπάρχει και σε άλλες λέξεις της Κρήτης, όπως το καλικώνω (βάζω παπούτσια, αλλά άσχετης προς τους εδώ σκοπούς μας ετυμολογίας - βλ. καλιγώνω ψύλλο) και το καλιμέντο (=καλό αποτέλσμα) που ίσως να έχει σχηματιστεί από το καλός+ μέντο (κατ' αναλογία προς το φαλιμέντο, τραταμέντο κ.α.). Άρα κάτι βρίσκουμε με το καλι- ως πρώτο συνθετικό, που θα μπορούσε ίσως να μας εξηγήσει ότι καλι-κατσούνες = (ειρων.) ωραίες κατσούνες. Αλλά πολύ εικοτολογία.

2) Από κει και πέρα καλικατσούνες βρίσκω ότι λέγεται και ένα είδος πτηνού στα Αιγαιοπελαγίτικα Νησιά. Λέτε οι καλικατσούνες να είναι τα σκαλίσματα της καλικατσούνας και όχι της όρνιθας;

Δεν επιτρέπω σε κανένα να εμφανίζεται ότι διαθέτει μεγαλύτερη περιβαλλοντική ευαισθησία από μένα. Αν κλείσουν οι ιχθυοκαλλιέργειες και φύγουν οι εργαζόμενοι από τη Λαγκάδα θα κλείσουν και τα σχολεία. Στο τέλος θα μείνει το χωριό με γλάρους και καλικατσούνες. πηγή.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταρχάς, δεν έχει καμία σχέση με τον Μπακούνιν.

Η σημασία της είναι παρόμοια με τη λέξη μπουκιά, κανονικά αναφέρεται στη μεγάλη μπουκιά, όμως στα χωριά της Λευκάδας δεν υπάρχουν τέτοιες μικροδιαφορές, και χρησιμοποιείται κυρίως για την φέτα ψωμί.

- Καθόμ'να κι εχάλευα να φάω ένα μπ'κούν' ψωμί σαν άνθρωπος, και αρχινάνε τα τ'λέφωνα. Δε μπόραγα να βρω λίγη ησυχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.

1) Συζήτηση μεταξύ φίλων. Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!

2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζιλ ζουρνά γκαϊντατζής του Έβρου, στο πρώτο παράδειγμα, ξεκίναγε τη μέρα του με μάλλον ανήπαρκτο τρόπο. Δεν έχω ιδέα αν η φράση λέγεται ( ή λεγόταν ) με αυτήν ή με κάποια άλλη, παρεμφερή έννοια. Το όποιο σλανγκοζούμι, αν υπάρχει, εκεί βρίσκεται. Ας μιλήσουν οι βόρειοι, ή όποιος άλλος τεσπα. Ρωτήστε και κάνα παπού, κακό δεν κάνει.

Η ετυμό : Aραβ. αρχής οθωμ. üşür > τουρκ. öşür vergisi / aşar = φόρος της δεκάτης.

  1. Ξεκίναγε τη μέρα του μ' ένα μεγάλο νεροπότηρο ούζο, ουσούρ, δηλαδή γεμάτο ως τα πάνω, ξεχειλισμένο - έβαζε το δάχτυλό του στα χείλια του ποτηριού για να δει αν το ακουμπάει η επιφάνεια του πιοτού. Τόλεγε ουσούρ γιατί, παλιότερα, πριν τους ξεριζώσουν απ' τον Μαΐστρο της Μικρασίας, όταν έρχονταν οι Τούρκοι φοροεισπράκτορες στ' αλώνια για να πάρουν τον φόρο, γέμιζαν με το στάρι που αναλογούσε γκαζοντενεκέδες ως τα πάνω, ξεχειλισμένους, ύστερα έσερναν έναν χάρακα χείλι με χείλι στον κάθε ντενεκέ να ισιώσει ξέχειλα η επιφάνεια του σταριού - κι αυτό τόλεγαν ουσούρ.
    Γ. Σκαμπαρδώνη «Ουσούρ», από την «Ψίχα της Μεταλαβιάς», εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1990.

  2. Και διά τούτο από τον καιρόν του αοιδίμου Σουλτάν Μεχμέτη [...] όσοι είναι εις τους τόπους των, και εις τα κτήματά των (μούλκια) οπού εξουσιάζουσι και ευρίσκονται εις τα Καλάβρυτα, και Βοστίτζαν, και παλαιάν Πάτραν, και εις το Χλουμούτζιον, και τα Τρυπία, ωρίσθη να δίδωσι δι' αυτά [...] δεκαπέντε χιλιάδες άσπρα, κατ' έτος, αντί του ουσουρίου και ρεσμίου και των άλλων τεκιλιφίων [...] burada

  3. ΒΑΜΒΑΚΟΧΟΡΤΟΝ, Xylon Herbaceum, είναι [...] το γνωστόν εις ημάς Βαμβάκι [...] λαμβάνει και διάφορα ονόματα, ή από του τόπου, καθ' όν γίνεται [...] ή από του τόπου, από τον οποίον στέλλεται [...] ή από τον τρόπον της εκλογής, ως Ουσούρι (το δέκατον), ή από τον τρόπον της πρώτης κατασκευής, ως δεμένον με άχυρον ή λυτόν, ή και από το μέγεθος των σακίων [...] şurada

  4. Η Οθωμανική φορομπηχτική πολιτική εν Μολδοβλαχία και οι γλωσσολογικές της συνέπειες orada

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπούκνα (η): Το μικρό μαύρο σύκο. Σε τοπικό νησιώτικο ιδίωμα μπούκνα ή μπουκνάκι λέγεται και το γυναικείο αιδοίο, λόγω της ομοιότητάς του με την ανοιγμένη στα δύο μπούκνα.

Μια τρίτη έννοια αφορά αυτόν που είναι άχρηστος, ακαμάτης.

  1. Φάε μπούκνες είναι νόστιμες.
  2. Αντρέα η γκόμενα έχει ένα μπουκνάκι....
  3. Μμμ αυτός να κάνει κάτι σωστό; Για τις μπούκνες είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού «cheat»: εξαπατώ, απατώ, παραβαίνω τους κανόνες παιχνιδιού, απατεώνας.

Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν, μπορεί να σημαίνει:

  • Πως κάτι (ή κάποιος) τα σπάει, είναι σούπερ γουάου!!, γαμάτο, και γαμώ, άπαιχτο, αμαρτία σκέτη.

  • Το κλου μιας ιστορίας, το χάιλαϊτ ενός θεάματος.

  • (Στο σύμπαν των γκέιμερ) Το σπαστήρι, το κρακ, το προγραμματάκι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πάρει λέβελ ή να νικήσει τους αντίπαλους ιντερνετικούς συμπαίχτες ξεγελώντας το παιχνίδι με το να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα κάνει τη διαφορά (περισσότερα εφόδια, όπλα, ζωές κλπ). Συντάσσεται συχνά με τα «κάνω», «μπαίνει», «βάζω».
    Σ’ αυτό το σύμπαν, χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό σε σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να εκτελέσει την απατεωνιά.

  • Σε διαλέκτους (π.χ. Ποντιακά, Πλωμαριανά), χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια με το καταγεγραμμένο «τσίτι»: το βαμβακερό ύφασμα με τυπωμένα εμπριμέ σχέδια (αυτό εκ του τούρκικου «çit» με περσική καταγωγή) σαν μέρος συνήθως της γυναικείας φορεσιάς.

  • Τα τσιτ-μιλ / τσιτ-μηλ (εκ του αγγλικού «cheat meal»), παίζουν πολύ μεταξύ όσων κάνουν δίαιτα ή, όπως π.χ. στα μποντιμπλιντεράδικα σινάφια, διατροφή.
    Σημαίνουν το προβλεπόμενο εκείνο γεύμα, που λαμβάνει χώρα μια στις τόσες και όπου ο εν διαίτη την καταστρατηγεί προκειμένου να μην κρασάρει ψυχολογικά και την εγκαταλείψει, τρώγοντας ό,τι απαγορευμένο ποθεί κολασμένα, σε ελεγχόμενη ποσότητα βεβαίως-βεβαίως.

  1. Kι εγώ στο save μου το 2015 είμαι, αλλά ρε φίλε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος πολύ ΤΣΙΤ!!

  2. - Γιατί ρεε;;;; Εμένα o fierro με έχει κάνει πολύ δουλειά.
    - Κι εμένα ο Sanogo!!!!!!! Σεντερφοράρα!!!!!!!!
    - Εννοείται για αυτό έγραψα ότι είναι τσιτ.

  3. …Tο λεγόμενο τσιτοσούτ, που να δεις τα knuckle εν κινήσει που είναι επίσημα δεν είναι τσιτ, τις ακυρωμένες ντρίπλες που και αυτό θέλει να είσαι γρήγορος και να έχεις βάλει αυτόματη άμυνα, αλλά και το απίστευτο το τσιτοφουλ που η μπάλα λόγω glitch είχε προωθηθεί (στο online δεν γίνεται και στο offline θέλει άπειρη προσπάθεια) ...ρε σου λέω ξέρω τι παίζω γι αυτό είχα ξενερώσει το καλοκαίρι με το προ και το έβριζα, απλά δεν μπορώ να μου βρίζουν το προ και να λέμε το φίφα ότι δεν έχει προβλήματα ...εκεί σπάζομαι φέτος το φίφα πέρα από τα αρνητικά που γράφω (κυρίως για να τα προσέξετε οι fan) εμένα μου άρεσε αρκετά δλδ αν δεν ήταν τόσο φτιαγμένο το προ, φίφα θα έπαιρνα χαλαρά.
    …..
    ΥΓ3. Το τσιτοσούτ το 'ξέραν όλοι οι έλληνες. Οι ξένοι επειδή έπαιζα online μένανε βλάκες.

  4. Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
    Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.

  5. - Κατερίνα έχουν πει οι κοπέλες πως η σφολιάτα ανεξαρτήτως υλικών έχει 1 μονάδα τα 3 κομμάτια.
    - Με ποια λογική; Δεν κοιτάμε τα συστατικά για να μετρήσουμε μονάδες; Εγώ αυτές τις συνταγές με σφολιάτα τις βρίσκω κοροϊδία. Καλυτέρα φάε ένα κανονικό γλυκό και πες ότι έκανες ένα τσιτ μιλ, όχι να θεωρείς ότι είναι σωστό κομμάτι υγιεινής διατροφής. Γνώμη μου.

στο 14:12\' (από sstteffannoss, 19/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετσά λένε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο (κάτι φιλετάρες που, παλιότερα τουλάστιχον, κρεμόσαντε σαν τα τσουτσούνια απ' το ταβάνι του καταστήματος και σήμερα που εκυριλέψαμεν τα βρίσκεις στη βιτρίνα από μέσα). Άντε να βρείτε καμιά φωτό στον γούγλη για να καταλάβετε και την ετυμό του πράγματος, που είναι μωρέ σύντεκνοι σαν πατούσα. Πάω και γω να δω αν η καλή μου έκανε τη σκορδαλιά κατά πως πρέπει, σύμφωνα με τις πάγιες οδηγίες μου.

Ο παστός μπακαλιάρος, το ψάρι του βουνού όπως λέγεται, έχει ιδιαίτερο ρόλο στην κρητική κουζίνα. Στην ενδοχώρα του νησιού, έφταναν δύσκολα τα ψάρια σε παλιότερες εποχές, κι αν έφταναν δεν είχαν τρόπους να τα διατηρήσουν. Ο μπακαλιάρος το έλυνε αυτό το πρόβλημα. Μάλιστα πάντα οι προμήθειες και οι προετοιμασίες του λιομαζώματος περιελάμβαναν μερικά «χνάρια» μπακαλιάρο. Χνάρι λέμε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο, όπως τον αγοράζουμε. επαέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για το άχρηστο μαχαίρι που δεν κόβει καλά.

Έχω ακούσει και την εξής παραλλαγή από την Θεσσαλία: «Δεν κόβει ούτε πούτσο από πεθαμένο».

Αυτό το μαχαίρι δεν κόβει ούτε του σκυλιού τον κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός της Ηπείρου που περιγράφει τύπο φτυαριού στενότερου και παράλληλου ως προς τη λαβή, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στενών τρυπών και αυλακιών. Συχνότερα απαντάται ως μπελ'.

- Τάσου, θα μου δώκεις του φτυάρ' ν' ανοίξου κανένα χαντάκ';
- Άμα θες χαντάκ' να σ' δώκω καλύτερα του μπελ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified