Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.
- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!
Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.
- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!
Got a better definition? Add it!
Τo φιστίκι είναι σίγουρα το πιο σλανγκοτραγουδισμένο ξηροκάρπιο στον ντουνιά.
Σημαίνει ταυτόχρονα μικρός και μεγάλος πέοντας, γαμήσι, αρχίδι, τάπα στο μπάσκετ, σύνδεση καλωδίων, και ταλιμπάν. Στην φίλη γείτονα, fistik αποκαλείται το αμαρτωλό με κορμί-κόλαση, αυτό που σε ανασταίνει για να σε στείλει στον τάφο μιαν ώρα αρχύτερα.
Στον κατάλογο αυτό ας προστεθεί, χάριν πληρότητας, και το παιδί-φιστίκι. Πρόκειται για τον τραγικό, ανίατο και αποχαυνωμένο από την μαλακία βλάκα, αυτόν του οποίου και η ίδια η φυσιογνωμία προδίδει κλινικά συμπτώματα ιδιωτείας.
Βλ. επίσης παιδί-κουμπί, παιδί-βιολί, παιδί-μπουζούκι, κουφέτο.
- Είναι τόσο παιδί-φυστίκι που όταν πρωτοαντίκρισε τον ομφάλιο λώρο του μωρού της είπε «μα εγώ το ήθελα ασύρματο»…
Got a better definition? Add it!
Αρχικά των λέξεων: Για Τον Πούτσο Καβάλα.
Χρησιμοποιείται κυρίως απο μαγκάκια που είναι, ή πρόσφατα διετέλεσαν, φαντάροι για να εκφράσουν τηλεγραφικά την αποδοκιμασία ή/και απόρριψή τους προς κάποιο άτομο ή κατάσταση. Προσδίδει αέρα «αφ' υψηλού» σε αυτόν που το εκφράζει και αντίστοιχα «κλειστής κάστας» σε αυτούς που τον καταλαβαίνουν (και συμφωνούν, εννοείται).
Σε περίπτωση ανάγκης έμφασης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το ΓΤΠΚ-Μ (γου-του-που-κου-μου) που βασικά σημαίνει: για τον πούτσο μου καβάλα, και δίνει μια πιο «προσωπική» και άμεση διάσταση στο όλο θέμα.
Got a better definition? Add it!
Μειωτικός χαρακτηρισμός για νέο άντρα ο οποίος επιδίδεται σε σεξουαλικές δραστηριότητες με ηλικιωμένες έναντι αμοιβής. Ο ζιγκολαβιές, αν και πανελλήνιο φαινόμενο, απαντάται κυρίως σε περιοχές των βορείων και νοτίων προαστίων των Αθηνών. Η Μέκκα των ζιγκολαβιέδων είναι όμως το Κολωνάκι.
Συνώνυμα: ζιγκόλι
- Ρε φίλε, πήρε χθες το μάτι μου τον Άκη μέσα σε ένα κάμπριο μ' ένα γριόνι!
- Αφού ρε ο τύπος είναι γνωστός ζιγκολαβιές, τώρα το κατάλαβες;
Got a better definition? Add it!
Είναι για τον πούτσο καβάλα.
Χρησιμοποιείται για άτομα αρσενικού γένους με απεριόριστη βλακεία και που προχωρούν με το πουλί στο χέρι, όπως και για άτομα θηλυκού γένους τα οποία δεν βλέπονται (κοινώς μπάζα) ή που αδυνατούν στο να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό (για οποιοδήποτε λόγο).
- Πωω, ρε, τι κατίνα αυτή η καινούρια. Ακόμα δεν ήρθε και τους έκανε όλους άνω κάτω...
- Άσε, είναι για τον πι κάπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μπουνταλάς, ο βλάκας, ο μαλάκας.
Για δες έναν χαβιόλο!
Got a better definition? Add it!
Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.
Ο χαρακτηρισμός έχει αρχαιοελληνική προέλευση και δεν αναφέρεται στο κούνημα του δέντρου συκιά (ποιο κούνημα αλήθεια;) όπως λένε πολλοί αλλά στο ότι ο πρωκτός του πούστη, από κάποια στιγμή και μετά, μοιάζει με σύκο.
Ο Borneman («Η πατριαρχία», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2001), ανάμεσα στα άπειρα επίθετα που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες για τους παθητικούς ομοφυλόφιλους παραθέτει ως ιδιαίτερα συχνές και τις λέξεις συκέα, συκῆ και συκιδαφόρος (αυτός που έχει σύκωση, δηλαδή αιμορροΐδες)
...εἰ δὲ μή, κωμῳδία φαίνεται, οἷον ποιεῖ Κλεοφῶν: ὁμοίως γὰρ ἔνια ἔλεγε καὶ εἰ εἴπειεν [ἂν] “πότνια συκῆ”. Αριστοτέλης Ρητορική 3.7
Μετάφραση: ...αλλιώς, το πράγμα γίνεται κωμωδία, όπως στην ποίηση του Κλεοφώνος, που (αναφερόμενος στον Ισοκράτη) χρησιμοποίησε υπονοούμενα όπως το «κυρία συκιά».
Got a better definition? Add it!
Ρατσιστικός χαρακτηρισμός για τις μαυροφορεμένες Πομάκες στη Θράκη.
Προέλευση του όρου:
Οι Πομάκοι είναι ιθαγενής ελληνική μουσουλμανική μειονότητα και κατοικούν στους Νομούς Ξάνθης και Ροδόπης. Οι γυναίκες φοράνε χειμώνα-καλοκαίρι μαντίλα και μακρύ μαντό (κάτι σαν παλτό). Αν και παραδοσιακά ντύνονται πολύχρωμα (βλ. μήδι 1, -διατηρείται πλέον μόνο στην ορεινή Ξάνθη), η επίδραση του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού επέταξε τελικά το μαύρο ντύσιμο (μήδι 2) και μερικές καλύπτουν με τη μαντίλα ακόμα και το στόμα τους, έτσι ώστε το μόνο που φαίνεται είναι η μύτη τους.
Ο υβριστικός χαρακτηρισμός του πιγκουίνου προήλθε από κάποιους ασυνείδητους οδηγούς (κυρίως φοιτητές) που, όταν έβλεπαν Πομάκα ντυμένη ως άνω να περνάει το δρόμο -ειδικά δε αν ήταν κοντή ή/και χοντρή- επιτάχυναν το αυτοκίνητο, για να τη δουν να τρέχει γρήγορα, φέροντας έτσι μεγάλη ομοιότητα με το συγκεκριμένο πτηνό.
- Ένας πιγκουίνος!
- Πάτα γκάζι! Πάτα γκάζι!
Got a better definition? Add it!
Ατάκα αγνώστου προελεύσεως (προφ ενδοπελοποννησιακή) που διαδόθηκε ευρέως με την ταινία «Τσίου».
Σημείωση 1: Ο γράφων την έχει ακούσει σε διάφορες φάσεις, όλες μετά την ταινία, όπως από φορτηγατζή στην Πατησίων, από γκόμενα προς άλλη γκόμενα κλπ και δεν αμφιβάλει για τη σλανγκύτητα της.
Σημείωση 2: Σε προσωπική κουβέντα με το σκηνοθέτη του «Τσίου» Μάκη Παπαδημητράτο, μου είπε ότι ούτε κι αυτός γνωρίζει την προέλευση της ατάκας καθώς δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο και την είπε η ατομάρα που ακούει στο όνομα Ερρίκος Λίτσης (που υποδύεται το Στέλιο), όταν έμαθε ότι το όνομα αυτού που θα έβριζε ήταν Μπακατσιάκος τουτέστιν εξ Μάνης.
Στέλιος το στυλιάρι: «Πούστη Μπακατσιάκο, θα σου βάλω τον Ταΰγετο στον κώλο πέτρα-πέτρα!»
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του πούστης.
Η λέξη δεν αποτελεί γλοιώδη καθωσπρεπισμό όπως το φούστης ή το μαμάω (τους οποίους και καταδικάζει πάραυτα ο γράφων), αλλά πρόκειται για υπερπαλιά και σλανγκικώς δόκιμη ορολογία.
Η ηχητική της ομοιότητα με το πούστης συνδυάζεται άριστα με την κυριολεκτική της σημασία (αυτός που λούζει, δηλ. ο κομμωτής, ή ακόμα χειρότερα, το τσουτσέκι του κομμωτή) και λόγω της υπερβολικά μεγάλης συγκέντρωσης ντιντήδων στους κόλπους τής κατά τα άλλα ευγενούς κάστας των κομμωτών, την καθιστά μια ιδιαίτερα εύστοχη επιλογή.
Καφενείο στα Πατήσα που συχνάζαμε προ εικοσαετίας.
Μπαίνει ο Πλάτωνας, λαχειοπώλης και τρελός του καφενείου. Όλος ο καφενές αρχίζει να μουρμουρίζει πνιχτά:
- Λούστης! Λούστης! Λούστης!
Ο Πλάτωνας τα παίρνει κρανίο και ορμάει σε όποιον βρει μπροστά του. Όλο το καφενείο αρχίζει τότε να φωνάζει:
- Αριδάς! Αριδάς!
Ο Πλάτωνας σταματάει ακαριαία σαν να είχε κουμπάκι και ταυτόχρονα σκάει τρελό χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά.
Η φάση επαναλαμβάνεται καθημερινά για χρόνια!
Got a better definition? Add it!