Further tags

Οι οπαδοι του Ηρακλή αποκαλούνται έτσι από Αρειανούς και ΠΑΟΚτσήδες, διότι το υποκοριστικό της ομάδας είναι Γηραιός, γεγονός που οφείλεται στο ότι είναι η παλαιότερη ομάδα στην Α Εθνική από το 1907.

Μεταξύ λοιπόν «γύφτων» και «σκουληκιών» κινούνται οι «γριές» με λίγους σχετικά οπαδούς και μία διαφορετική μενταλιτέ περί τα αθλητικά. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι ο καλύτερος οπαδός του ΠΑΟΚ έχει σκοτώσει τη μάνα του, ενώ ο χειρότερος οπαδός του Ηρακλή έχει δύο μεταπτυχιακά.

Κατά τη λογική της χρήσης του λήμματος «γύφτοι» (βλ. σχετικά), πολλές φορές χρησιμοποιείται στον ενικό (η γριά) για να χαρακτηρίσει όλη την ομάδα.

1
- Ου ρε κωλόγριες που μου θέλετε να κάνετε και κερκίδα. Όλοι μαζί σε τηλεφωνικό θάλαμο χωράτε ρε!

2
- Τι τα θες, τι τα θες, πάλι πίπες οι γριές. (σ.σ. αηδίες...)

Βλέπε και γριά, στρουμφάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ απλά ένα πέος σε μεγένθυση, πιο μεγάλο πέος !

Είσαι για τον Πέουλα !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια άσχημη γυναίκα, συνώνυμο των κάμπια και μπάζο.

- Έλα ρε, ξέρεις με ποια βγαίνει ο Αντώνης;
- Ναι μωρέ, με αυτή την μπόχλα την Ελένη. Μα τυφλός είναι ο άνθρωπος;

Βλ. και μποχλάδα / μποχλάδω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατακαημένος, ο κακομοίρης, ο τρισάθλιος. Αυτός του οποίου ο κώλος έχει συγκαεί (όπως παθαίνουν τα μωρά) από και γω δεν ξέρω ποια αιτία. Ωσεκτουτού υποφέρει και εκφέρει ηλίθιες απόψεις επί παντός επιστητού, μπας και ξεπεράσει τον γελοίο πόνο του.

- Τι λέτε ρε συγκαμένοι, ρε κακομοίρηδες... (από φράση του Κων/νου Τζούμα, στην πρωινή του εκπομπή στον Εν Λευκώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τιποτένιος, το μηδενικό. Από την γερμανική λέξη null (= μηδέν, προφέρεται νουλ). Το λέμε και για άντρα και για γυναίκα.

Άιντε γαμήσου μωρή νούλα, σήκω φύγε από δω χάμω, άειντε και στο διάολο, μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιόγερος, η παλιόγρια.

Σιγά να μην παντρευτώ το μορμολύκειο. Χάθηκαν οι νέοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον τσάτσο (τον γκέι «προϊστάμενο» σε μπουρδέλο). Λέγεται υποτιμητικά για να χαρακτηρίσει άτομα που είναι γλείφτες, σφουγγοκωλάριοι, γυμνοσάλιαγκες, γλίτσηδες.

  1. - Ούτε που τόλμησε ο ξεφτιλισμένος να ξανάρθει... Έστειλε μόνο έναν τσατσάκο του να κόψει κίνηση, αλλά μόλις τον πήραμε γραμμή τον πετάξαμε έξω με τις κλωτσίες!

  2. - Τι έχεις και είσαι στεναχωρημένος;
    - Άσε, άργησα το πρωί να έρθω και μου τα έσουρε ο κύριος Γιατομπούτσογλου...
    - Ρε γι' αυτόν τον τσατσάκο χολοσκάς; Μην ψαρώνεις με τον γελοίο, όλοι τον έχουνε γραμμένο εδώ μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπασαρχίδης, μαλάκας.

- Πουτσοκαλλιγέρης τ' όνομά μου.

- Δες τον πουτσοκαλλιγέρη τι μαλακίες κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με εξογκώματα στο κεφάλι που κάνει μαλακίες.

Δες το καρούμπαλο τι μαλακίες κάνει πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλάκας, σπασαρχίδης, πουτσοκαλλιγέρης.
Πέος με εξόγκωμα.

- Μού 'χει σπάσει τ' αρχίδια, το πουτσοκαρούμπαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified