Further tags

Ο βασιλιάς των μπάζων, πατσαβούρων, πατσούρων, μπαζόμπαζων κτλ. Κατά πάσα πιθανότητα ο μπαμπάς της ήταν (είναι) μάγειρας. Η γκόμενα αυτή είναι τόσο σαβούρα, που για να την απαυτώσεις πρέπει να βάλεις σακούλα στο κεφάλι σου, σε περίπτωση που σπάσει η σακούλα στο δικό της...

- Τη Μαρία;;;!! Τι σαβουρογάμης είσαι ρε Νώντα!!! Σύνελθε, είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές; Αυτή η γκόμενα είναι τρελό διπλοσάκουλο!! Ούτε με ξένο πούτσο δεν τη γάμαγα...

(από DT Jesus, 09/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν γαμιέσαι ν' ασπρίσεις; Φράση παρεμφερής του «δεν μας παρατάς», μόνο που χρησιμοποιείται πιο προσβλητικά και δηλώνει πλήρη αδιαφορία.

Ρε μαλάκα, άκουσες τι είπε ο Παπασταύρου; Θα πέσει διαγώνισμα στο ΑΟΘ την Τετάρτη.
— Μωρ' δεν γαμιέται ν' ασπρίσει κι αυτός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός από τις δυο λέξεις straight και gay. Στα αγγλικά stray.

Αυτός που δεν είναι τίποτα από τα δύο, ούτε άντρας είναι, ούτε την τρίζει την όπισθεν ακριβώς. Στα αγγλικά stray σημαίνει αδέσποτο, και μου αρέσει σαν λέξη, ταιριάζει.

Ο στρέι είναι η νέα γενιά αρσενικού της δεκαετίας που διανύουμε. Δεν βάζει κρέας στον κώλο του (κατά κανόνα), αλλά αγοράζει κρεμούλες για το προσωπάκι του. Δεν το «σηκώνει το σακάκι», αλλά μία χαλάουα την κάνει το καλοκαίρι (για να μην τον λένε βερμουδιάρη), δεν το ζυγίζει το λουκουμάκι, αλλά άμα πάει σε ρεμπετάδικο ή μπουζούκια το χορεύει το τσιφτετέλι του, δεν «τη σφίγγει τη γραβάτα», αλλά ζεϊμπέκικο δεν χορεύει, ή θα χορέψει γκεϊμπέκικο, ή θα περιοριστεί να βαράει παλαμάκια σε γυναίκες που χορεύουν ζεϊμπέκικο. (ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ).

Είναι ο άντρας που έχει πεσμένα επίπεδα τεστοστερόνης. Δεν τον λες πούστη ακριβώς, αλλά άντρας μια φορά δεν είναι. Θα το φορέσει το ροζ το πουκαμισάκι, θα το ξεφυλλίσει το Cosmopolitan, θα την πιει την pina colada του. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.

(Μεταξύ κολλητών)
- Ρε συ; Αυτός ο Θανασάκης τον παίρνει ή δεν τον παίρνει; Δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα...
- Είναι στρέι ο Θανασάκης, ούτε κι αυτός ξέρει τι είναι...
- Δηλαδή;
- Έχει πέσει περονόσπορος στους άντρες αδερφεεεεεεεέ.
- Λες να του τον βάζουν;
- Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα του τον έχουν ακουμπήσει λιγάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά με όλη τη σημασία της λέξης. Η πιο μειωτική βρισιά που μπορεί να ακούσει κανείς μετά τις θεολογικές και μητροβριστικές. Εκτός των άλλων, η εικόνα κάποιου να χτυπάει τα οπίσθια του σε μια κολώνα και να πέφτουν καπότες είναι τόσο γελοία και αδύνατη, πράγμα το οποίο κάνει τη φράση ακόμα πιο ακραία. Διαδόθηκε μέσω μιας σειράς φαρσών από το τηλέφωνο οι οποίες αποτελούν σλανγκικό πλούτο λόγω της καινοτομίας και δημιουργικότητας των πρωταγωνιστών. Απόσπασμα από τις συγκεκριμένες φάρσες όπου σκιαγραφείται η χρήση της εν λόγω βρισιάς συμπεριλαμβάνεται στα ανεβασμένα πολυμέσα του λήμματος.

Η αποτελεσματικότητα της βρισιάς αυτής οφείλεται στα τρία (3) κεντρικά μηνύματα της:

α) Υπονοείται ότι ο δέκτης της βρισιάς αυτής την τρίζει την όπισθεν, πράγμα το οποίο είναι πολύ προσβλητικό για κάποιον που στην πραγματικότητα δεν το κάνει.

β) Υπονοείται ότι ο δέκτης έχει ήδη ξεφλουδίσει τη μπανάνα του χρήστη της βρισιάς αυτής, πράγμα πολύ μειωτικό και ταπεινωτικό.

γ) Από τη χρήση των προφυλακτικών, εννοείται ότι ο δέκτης είναι τόσο βρωμύλος που απαιτείται η χρήση τους.

Επίσης, το φαλλικά συνυφασμένο αντικείμενο της κολώνας συνιστά μια περαιτέρω πινελιά στον σεξουαλικό εξευτελισμό του δέκτη της βρισιάς.

Παιδαγωγική χρήση της έκφρασης στο επικολλημένο πολυμέσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως είναι το ντανς-οφ (dance-off) μόνο που αντί για διαγωνισμό χορευτικών κινήσεων, οι αντίπαλοι προσπαθούν να πουν την τελευταία κουβέντα σε ένα μπαράζ βρισιών. Δημοφιλές σπορ συνήθως στις ηλικίες 8-12 αλλά αρέσει και σε πολλούς Σλάνγκους Δράκους που πιστεύουν ότι το σλανγκίζειν εστί φιλοσοφείν.

Παράδειγμα βρις-οφ:

- Πιάσε το τηλεκοντρόλ ρε.
- Σάλτα και πηδήξου. Να το πάρεις μόνος σου.
- Ρε πιάστο που σου λέω μη γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες!
- Θα στο φέρω να το βάλεις στον κώλο σου..
- Στο δικό μου δεν χωράει, στο δικό σου κολυμπάει.
- Στο δικό μου κάνει μπλουμ στο δικό σου τσοκομπλούμ.
- Για την ηλικία σου, καλή η μαλακία σου.
- Είπες το'να, είπες τ'άλλο, σκύψε τώρα να στο βάλω.
- Ρε χτύπα τον κώλο σου στην κολόνα να πέσουν οι καπότες μου.
-...
(Απάντηση στην τελευταία ατάκα δεν υπάρχει οπότε το βρις-οφ τελειώνει εδώ)

Αρκάς, Ο καλός λύκος (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπερθετικός του τον παίρνει, με την έννοια του συνουσιάζεται ως παθητικός ερώμενος, για να χαρακτηρίσουμε κάποιον που θεωρούμε τελειωμένο, τόσο που η σεξουαλική πρακτική έχει επιπτώσεις και στην ανατομία του. Βεβαίως είναι και βρισιά εμφατική του «τον παίρνεις», στο β' πρόσωπο.

  1. - Μου φαίνεται ότι ο Σάκης το κανελώνει το ρυζόγαλο. Λες να τον παίρνει;
    - Μωρ' τον παίρνει και γέρνει!

  2. (κατά την διάρκεια βρις-οφ):
    - Τον παίρνεις!
    - Τον παίρνεις και γέρνεις!

(από Khan, 29/06/12)

Δες και γέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς το μυγοκούραδο. Δηλαδή ο τιποτένιος, ο ουτιδανός άνθρωπος αξιολογικά, ή ο πολύ μικρόσωμος, ή ο αντιπαθητικός.

(Από το τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά: «Η υβρεοπομπή»):

Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΑΣΜΑ

Φοίβος Δεληβοριάς. «Η Υβρεοπομπή».

Ανήκω κι εγώ στη σωρεία των ανθρώπων
Που βλέπουν το στρατό σαν κάτι άχρηστο εντελώς
Μα ωστόσο διδάχτηκα και επηρεάστηκα
Απ΄ το τάγμα το ανέστιο των υβριστών. Λέω

Υπάρχει μία σκοτεινή κοιτίδα στο Έθνος
Που δύναται λεοντόκαρδα ν΄ αντιπαρατεθεί
Στους έξωθεν κίνδυνους
Σε Φράγκους κι Αγαρηνούς
Και αυτή είναι η Ελληνική υβρεοποιία.

Φαντάσου μια στιγμή μιαν ολονύχτια παρέλαση
Να σχίζει όλη την Εγνατία οδό
Και αντί για ονόματα
Διαιρέσεις σε σώματα
Να ΄ναι συντεταγμένη με αυτό τον τρόπο:

Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ' αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα

Ακόμα πιο μπροστά να είναι οι μαλακοκάβληδες
Οι φτωχομπινέδες κι οι πουτάνας γιοι
Με τύμπανα πιο κει οι ηρωικοί κλαπαρχίδηδες
Τα μαλακιστήρια κι οι κλασομπανιέρες.

Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα

Να υπάρχει ένα μεσαίο μέρος με ύβρεις κοινότοπες
Οι άντε και γαμήσου οι παλιοπούστη και λοιπά
Και αντί για ιερατείο να προπορεύονται οι βλάσφημοι
Που αυτά που λεν΄ δεν είναι για να τ΄ αναφέρω.
Τέλος μπροστά μπροστά κι εν είδει παραστάτη
Αγκαλιά η πουτάνα και το γαμώ τα παιδιά
Και μελαγχολικός κρατώντας τίμιο λάβαρο
Ν΄ ανοίγει την πομπή ο εθνικός μαλάκας.

Απόψε που σου γράφω μπαίνω στον μήνα τον ένατο
Στο θάλαμο το ημίφως μου σκεπάζει την ψυχή
Σε θέλω, σε σκέφτομαι κι απλώς ονειρεύομαι
Σε σένα να τελειώνει αυτός ο κάτω κόσμος.

Εγώ που δε βρίζω, που αυτοπεριορίζομαι
Που ψάχνω μες τη γλώσσα μιαν αρχαία πηγή
Δυο χρόνια απ' το χρόνο μου αφήνω τον κόσμο μου
Και ζω στο πίσω μέρος της δημιουργίας

Πληγές, βωμολοχίες κι αλλήλοταπεινώσεις
Κάτω απ΄ τη μπότα ενός επινοημένου διοικητή
Κι εγώ ο αόρατος στη βάση του δόρατος
να κλαίω και να γελάω με την πομπή της ύβρης.

Υβρεοπομπή Φοίβου Δεληβοριά (από Hank, 13/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κουράδα κυριολεκτικά και μεταφορικά. Απλώς λέγεται με μια μεγαλύτερη λυρική σλανγκική διάθεση, από κάποιον που έχει την όρεξη να γίνει ποιητής στο υβρεολόγιό του. Σημαίνει τον πολύ σκατά άνθρωπο, τον σκατά, τον σκατίπουστα.

Και πάλι από την «Πομπή της Ύβρης» του Φοίβου Δεληβοριά:
(για το πλήρες άσμα, βλέπε μυγόχεσμα, το)

Φαντάσου μια στιγμή μιαν ολονύχτια παρέλαση
Να σχίζει όλη την Εγνατία οδό
Και αντί για ονόματα
Διαιρέσεις σε σώματα
Να ΄ναι συντεταγμένη με αυτό τον τρόπο:

Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ΄ αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα

"Υβρεοπομπή" Φοίβου Δεληβοριά (από Hank, 13/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Και βασιβουζούκος, μπαζιμπουζούκος.

Από το τουρκικό başıbozuk που σημαίνει «ανεξάρτητος, άτακτος», ήταν η ονομασία που δόθηκε τον 19ο αιωνα σε Τούρκους ατάκτους στρατιώτες, που συνήθως διέπρατταν ωμότητες και λεηλασίες, τρομοκρατώντας τους χριστιανικούς πληθυσμούς.

Η φράση σήμαινε μετά γενικά τον βάρβαρο, τον άξεστο και ωμό, τον φωνακλά. Αλλά με τον καιρό, έχει απομείνει μόνο το αστείο του ήχου της, κι έτσι είναι μια γενικότατη βρισιά, που κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι σημαίνει, θυμίζει λίγο και το μπουζούκι και το συνεννόηση μπουζούκι και το χρησιμοποιούμε στην φράση «μην κάνετε σαν μπαζιμπουζούκοι»!

Με το που μπήκε ο Ριβάλντο στο γήπεδο, άρχισαν να κάνουν όλοι σαν μπαζιμπουζούκοι.

οι σφαγείς του Ηρακλείου (1897) Βαζιβουζούκοι (από xalikoutis, 17/05/09)(από Vrastaman, 18/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρριόλα με δύο -ρο είναι η φανατική θαυμάστρια της Carrie Bradshaw και φανατική θεατής της σειράς Sex & the City. Είναι το κοριτσάκι που έχει ταυτιστεί με το ίνδαλμά του τόσο πολύ, που την έχει δει Carrie, και νομίζει ότι ο γκόμενός της έχει την περιουσία του Mr Big, για να της αγοράζει υποδήματα Manolo Blahnik των πεντακοσίων Ευρώ τουλάχιστον, σε κάθε ευκαιρία. Και γενικότερα το κοριτσάκι που το παίζει σεξουαλικός κυνηγός, και της αρέσει να διηγείται τις εμπειρίες από τα θηράματά της κ.ο.κ.

Υπάρχουν πολλές καρριόλες. Είναι και σαραντάρες στο ράφι, που την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενες, βγαίνουν σε παρέες τεσσάρων γυναικών (από «Χρυσό Κουφέτο»), για να μοιάζουν με την σειρά. Είναι και δεκαεφτάρικα πιπίνια, -καρριολίτσες που προσπαθούν να γίνουν Κάρι πριν την ώρα τους. Μερικές είναι καλές και αξίζει να ενθουσιαστείς μαζί τους, (get carrie-d away το αγγλικό pun), μερικές είναι πικάντικες σαν ινδικό κάρι, ενώ άλλες καρριόλες είναι απλώς καριόλες με ένα ρο, με τον γνωστό ορισμό: «σε αντίθεση με την πουτάνα που πάει με όλους, η καριόλα είναι αυτή που πάει με όλους εκτός από σένα». Αν σας τύχει καρριόλα, που δεν σας πολυενδιαφέρει, μπορείτε να γυρίσετε την καρριολιά εναντίον της, δηλαδή να την φτύνετε όποτε θέλετε, ή και να της φοράτε περικοκλάδες, και να δικαιολογείστε με το σκεπτικό ότι αυτά έκανε κι ο Μπιγκ στην Κάρρι, και τελικά σε καλό της βγήκαν!...

Μένιος: Η Λάουρα έχει γίνει πολύ καρριόλα τώρα τελευταία! Παίρνει την Λίλιαν, την Μόνικα και την Μπάρμπαρα, και βγαίνουν πάντα οι τέσσερεις τους!
Γιώργος: Κι εσύ τι κάνεις; Μ.: Θέλω να την συνοδεύσω, για να έχω κι ευκαιρία να δω την Λίλιαν, αλλά η καρριόλα μου το απαγορεύει αυστηρά. Θέλει να είναι μόνο γυναικοπαρέα για να συζητούν για τις κατακτήσεις τους, λέει...
Γ.: Ρε τις καρριολίτσες!

Διαφήμιση της Heineken, παρωδία αντίστοιχης σκηνής στο Sex & the City. (από Hank, 14/01/09)(από Khan, 08/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified