Further tags

Υποτιμητικός όρος από κατοίκους της Πρωτεύουσας για κατοίκους της Θεσσαλονίκης -και όχι μόνο- ο οποίος είναι εμπνευσμένος από τη γειτνίαση της συγκεκριμένης περιοχής με την αντίστοιχη χώρα και την ομοιότητα της συμπεριφοράς των Θεσσαλονικέων με τους Βουλγάρους.

Οι Βούλγαροι πάλι γυαλιά καρφιά τα κάνανε μόνο και μόνο επειδή είδαν αθηναϊκές πινακίδες. (sic)

Λεωφορείο 31 Βούλγαρη - Σφαγεία... (από HODJAS, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται όταν κάποιος αναλαμβάνει την πληροφόρηση του κόσμου για οποιοδήποτε θέμα και χωρίς καμία παρακίνηση. Είναι τα αρχικά γράμματα της λέξης ρουφ-ιάνος/-α.

- Είπες στον ρουφ τον Νώντα για το δάνειο;;; Μέτρα σε πόσες μέρες θα το ξέρει όλο το χωριό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το ήμισυ λατινογενής φράση, αφού συντίθεται από το ελληνικό «σαύρα» και το ιταλικό «ραγκάτσα», που σημαίνει κοπέλα.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια κοπέλα είναι πολύ άσχημη.

(εμπνευσμένο από πραγματικό διάλογο σε 5ήμερη εκδρομή λυκείου των Νοτίων Προαστείων)
Αγόρι σε μια κοπέλα γυρισμένη πλάτη αλλά με ωραίο σώμα: -Bella ragazza! (=ωραία κοπέλα)
Το ίδιο αγόρι όταν η κοπέλα γύρισε: -Α!(επιφώνημα φρίκης), σαύρα ραγκάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για άνδρες (αλλά και για γυναίκες με τη λέξη «σπασαρχίδω») οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως εκνευριστικοί, σε σημείο να «σπάνε τα αρχίδια» όποιου τους ακούει (εξού και η λέξη).

Καλά, επικοινωνείς; Θα φέρεις και τη σπασαρχίδω τη Μαρία μαζί;;; Ωραία θα περάσουμε!!!

σπάζτης... (από BuBis, 21/09/09)(από xalikoutis, 30/09/09)(από patsis, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για άτομα ανεξαρτήτως καταγωγής αλλά κοινού στυλ, το οποίο πρόσκειται στο στυλ του «μπραχαμιού». Δηλαδή παρωχημένες ενδυματολογικές επιλογές οι οποίες θυμίζουν βλάχο σε νεαρή ηλικία, εξού και η λέξη.

- Ήμουν Ποσειδώνος και περίμενα 7 ολόκληρα λεπτά να άναψει το κωλοφάναρο, και δε φτάνει μόνο αυτό, ήταν και ένας βλαχοτηνέιτζερ μπροστά μου που είχε πωρωθεί με το "Τζίγκλι μπελς" της Θώδη και δεν ξεκινούσε με τίποτα ο μαλάκας. Μια ολόκληρη ουρά περίμενε να τελειώσει η τραγουδάρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρεζίλι της κοινωνίας.

Η Ρούλα; Αυτή η ρεντικολέντζα... που παντρεύτηκε τον παππού και τον «έστειλε» την πρώτη νύχτα στα κυπαρίσσια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για λεξιπλαστικό όρο (τσούλα με την κατάληξη επιθέτου «-ίδου») ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου και περιγράφει την γυναίκα εκείνη που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της όλα τα χαρίσματα της τσούλας.

- Τη βλέπεις αυτή εκεί; Χριστίνα Τσουλίδου με τ΄όνομα. Δεν της έχει γλιτώσει τίποτα αρσενικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκτελών χρέη ψυχολόγου / λογοθεραπευτή, συνοδού και security, χωρίς να της ακουμπάει ούτε το χεράκι όμως. Συνήθως γλοιώδης τύπος που τον εκμεταλλεύεται κάποια γυναίκα προκειμένου να της ανορθώνει το ηθικό της και να αποδείξει ότι την προτιμούν οι άντρες.

Και τι έγινε που συνοδεύεται ρε, δεν τον βλέπεις, γκομενοφύλακας είναι ο μαλάκας, όρμα την στ' αυτιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλάκας. Γενικά ο βλάκας/χαζός που κάνει μαλακίες. Ιδιαίτερα εύηχο.

Πού πα ρε ντελημπάσκο μέσα στη μέση του δρόμου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «ρε άει γαμήσου» και προφέρεται ως μία λέξη: ραγαμήshhh.

-Ραγαμής που θα πάω να σου πάρω και τσιγάρα! Μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified