Further tags

(Πάτρα): Τρελός, χαζός (υποτιμητικό).

Συναντάται και ως μερέλας, μερελό (το).

Πιθανόν εκ του μουρλό(ς).

Ω ρε! Μπίτι μερελό είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Εκ του «αφηρημένος», αλλά, εν ευρεία έννοια βλάκας – παπάρας –άχρηστος και πάντα σε ουδέτερο (υποτιμητικό).

-Πήρες τηλέφωνο το Γιάννη να ‘ρθει;
-Ωχ! Το ξέχασα!
-Ω ρε! Mπίτι αφαιρεμένο είσαι ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): και αντούφιανο(ς) / αντουβιανέας κ.τ.λ. = Βλάκας, χαζός, ιδίως αυτός που δεν αντιλαμβάνεται τί του λές, όσες φορές και να το πεις.

Δεν τα παίρνει τα γράμματα (γραμματική), ούτε τα νούμερα (αριθμητική), ούτε και χρώματα (ζωγραφική). Σε ουδέτερο ιδιαιτέρως υποτιμητικό.

-Την έλυσες την άσκηση Γιαννάκη;
-Εεεε... δεν την κατάλαβα δάσκαλε... -Μπίτι αντούβιανο είσαι ρε; Πέντε φορές στην εξήγησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χρησιμοποιουμένη οσάκις ο συνομιλητής μας λέει πράγματα ανυπόστατα ή μας ζητεί δυσαναλόγως επαχθές αντάλλαγμα.

(κούρσα Παγκράτι - Σύνταγμα 6:00 το πρωί)
-Τί οφείλω αφεντικό;
-Να, δώσε ένα δεκάρικο...
-Ρε δε μπα' να γαμηθείς να πάρεις και χρώμα λέω γω; Τσίμπα ταληράκι και τα ρέστα δικά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σιχαμένο υποκείμενο, γλοιώδης τύπος, ανεκδιήγητος κορτάκιας - μπάζο!

-Μου θέλει και γκόμενα ο σαλιαμάγκουρας! Δεν κοιτάει τα χάλια του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που χρησιμοποιείται για χαρακακτηρισμό γκόμενας.

Πρόκειται για αναγραμματισμό τη λέξεις πουτανίτσα και χρησιμοποιείται αντ' αυτής συνηθως σε καβγάδες.

Aν η γκόμενα ειναι ξανθιά και αναρωτηθεί τι εννοείτε, μπορείτε να την διαβεβαιώσετε ότι πρόκεται για γνωστή κινέζικη φράση με σημασία της επιλογής σας.

Πάλι χωρίς βρακί γύρισες μωρή; E, είσαι τσανιτάπου... πάει τέλειωσε!

Δες ακόμη: τσανιτάπου, ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά ύβρις. Το ανεπιθυμήτως τεχθέν παιδίον, προϊούσης της δημοφιλούς μεθόδου του μπατανά (πινέλο), ελλιπούς σωματικής διαπλάσεως ένεκα του τρόπου συλλήψεώς του.

Εκ του τουρκ. μπατανά = πινέλο / βούρτσα βαφής (βλ. και πλεοναστικόν: μπαντανόβουρτσα). Ήτοι, ο μπαμπάς ξηγήθηκε μπατανά στη μαμά, πλην αλλ' όμως και ατυχώς, δεδομένης της ευεξίας του πρώτου αλλά και της κονικλογονιμότητος της τελευταίας, εκύλησεν ρανίς σπέρματος εις το αιδοίον, δίχως (φεύ!) να το λάβωσιν πρέφαν οι σύνευνοι και ούτω πως, εγεννήθη ημίθεος λευκός (!).

Η εξήγησις διατίθεται και σε πελαργό / κουνουπίδι δια τους μικρούς μας αναγνώστας.

Συνώνυμα:

  1. Ως προς τον τρόπον συλλήψεως : Κωλόπιασμα (ειδικότερον), ότε ο μπατανάς λαμβάνει χώραν εις τον απηυθυσμένον και ουχί κατά διαμήρευσιν (η κουφάλα ο Ήφαιστος μια φορά τονε βάρεσε στο μπούτι της Αθηνάς κι έγινε το έλα να δεις). Εξ ου και κωλόπαιδο, (echo: της μάνας σου το οικόπεδο) το εκ του αφεδρώνος συλληφθέν τσογλάνι.

  2. Ως προς την σωματικήν διάπλασιν: κακαντράκι, χαμαντράκι, χτικιάρης, χλεμπονιάρης, ρούχο, ολίγος, γατομούστακος, μπασμένο, τάπα, σπανομαρίας, εφτα/εξα-μηνίτικο, κοντοστούπης, σκαμνί, μπρίκι, κομοδίνο κτλ.

  3. Ως προς την ανεπιθύμητον γέννησιν: μούλικο, μούλος, μπάσταρδο, μπασταρδέλι (Μυτιλήνη) κτλ.

- Ρε φίλε, ψάχνεις τίποτα και κοιτάς τη γυναίκα μου τόση ώρα ;
- Σιγά την κυρία ...
- Ρε μπατανόπιασμα, άμα σου χώσω μια, δε θα βρεί ο παπάς να θάψει !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σύγχρονη και επιστημονικότερη έκφραση του: Γαμώ το σόι σου! Με τη διαφορά πως, εν προκειμένω, οι καθυβριζόμενοι συγγενείς σου είναι πολυπληθέστεροι και τραβάνε πολύ πίσω (αλλά και μπροστά!) σε χρονικό ορίζοντα.

Αν πιστεύεις στο Δαρβίνο δεν είναι και τόσο βαριά, δεδομένου οτι πολλοί πρόγονοί σου ήτανε ουρακοτάγκοι και δε σε χαλάει. Αν όμως πιστεύεις στη Βίβλο, τότε, όσο πιό πίσω πάς τόσο βαρύτερο το μπινελίκι αφού φτάνεις στο Θεό (κατ' εικόνα κτλ).

Μέχρι την εισαγωγή της έκφρασης αυτής, το πιο πιθανόν είναι ότι το χρονικό και αριθμητικό εύρος των κατωτέρω ενδεικτικών ιταλικών εκφράσεων ίσως να μην είχε ποτέ ξεπεραστεί:

I morti toi, a doi-a doi, fin' che arrivano a numeri dispari! (Bari) = Γαμώ τους νεκρούς σου, δυο-δυο, μέχρι να φτάσουνε σε περιττό αριθμό ...

Managgi' a chi t' ha mort' e che te stramort', e ancora ta' da muri! (Napoli) = Γαμώ τους νεκρούς σου και τους καλύτερούς σου νεκρούς κι αυτούς που θα σου πεθάνουνε ...

Managgi' a chi t' ha mort' e che te stramort', e chi sonava la campana mort'! (Napoli) = Γαμώ τους νεκρούς σου και τους καλύτερούς σου νεκρούς κι αυτόν που βάραγε την καμπάνα τους

L' animaccia dei meglio mortaci tua! (Roma) = Γαμώ την κωλοψυχή των καλύτερών σου νεκρών ...

Γιός : Γέρο, πέσε κανά ευρώ. Στέγνωσα.
Πατέρας : Ρε γαμώ το ντι-εν-έι σου, χτές δε σου' δωσα ρε κωλόπαιδο ; Τί τα κάνεις ; Βάλε και τίποτα στην άκρη.
Γιός : Όλα στην άκρη τα σπρώχνω, ρε φάδερ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέα κοπέλα ελευθερίων ηθών, με μαλλί τιγρέ (α-λα Μπόνι Τάιλερ) ή θεσσαλονικί, όχι απαραιτήτως πουτάνα, αλλά σίγουρα πουτανάκι.

Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.

Βγήκαμε χτες με τον Γιώργη σε κάτι παρακμιακά κωλάδικα στον Πειραιά. Τίγκα στο ξεμπούρδελο. Έπαιρνες παράσημο με το κοίταγμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο κοινή βρισιά στ' Ανώγεια Μυλοποτάμου, ισοδύναμη αυτή και τα παράγωγά της με το «μαλάκα» και τα παράγωγά του. Κυκλοφορεί και στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου και κυρίως του Ηρακλείου, και φτάνει και μέχρι τα αστικά κέντρα των δυο νομών.

Ετυμ.> παρά+ ὥρα = παρά την ώρα του, άκαιρος (το Lidell & Scott online έχει το «πάρωρος»).

Απαντά και η «παραουρ(γ)ιά»= άκαιρη, ανόητη, άκυρη, «αψυχολόγητη» πράξη, μαλακία δηλαδή. Στον πληθυντικό η φράση «κάνω παραουρ(γ)ιές»

- Πάλι εξέχασες τ' αμάξι ακλείδωτο μπρε παράουρε... ι ανάθεμά σε...

- Mπρε συ, με γατέχεις ποιος είμαι;
- Dε σε θυμούμαι φίλε να πω την αλήθεια...
- Oι χίλιοι διαόλοι στη κοιλιά σου μπρε παράουρε απού δε με γατέχεις... Του Στεφανή μπρε ο γιος δεν είμαι, του Λεωτυχίδη ο αξάδερφος....

- Γιάντα μπρε κάνεις παραουργιές... άμε δα να τονέ πλερώσεις κι άλλη φορά να μη γ-κάθεσαι με τσι κουμαριτζίδες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified