Further tags

Έκφραση, που χρησιμοποιείται ως επίδειξη αδιαφορίας έναντι μηδαμινής απειλής προερχομένης εκ στόματος εξ ίσου μηδαμινού υποκειμένου.

Σημαίνει: δε μασάω, σ' έχω χεσμένο, κουνιούνται κτλ.

Ταυτόσημη με: θα μου κλάσεις τ' αρχίδια, μια μάντρα αρχίδια, μια μάντρα λιμουζίνες, δυο μάντρες ταξί , τη μάντρα του Αττίκ, τη Μάνδρα Αττικής κτλ.

Προέρχεται εξ εννοιολογικής συντμήσεως της παροιμιώδους φράσεως: πάρε φόρα κι έλα να μου τα κλάσεις!

-Μαλάκα, έτσι και σε δει τ' αφεντικό να γράφεις αυτές τις μαλακίες στο slang.gr, σ' έχει γαμήσει !

-Πες του να πάρει φόρα και να ' ρθει να με την όπισθεν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαπωνική νεανική έκφραση, (απόδοση με λατινικούς χαρακτήρες: gamo-toshiba-n), η εισαγωγή της οποίας αποδίδεται μάλλον εις τον μελετητήν της νεότητος Γιάννη Δαλιαννίδη (ή Ζαν Ντάλ για τους παλαιότερους ή «Πρόξενο» για τους παροικούντας εφήβους το πάρκον των Ιλισίων), διά στόματος Πάνου Μιχαλόπουλου στην ταινία «Τα τσακάλια» (1981).

Εις την γλώσσαν προελεύσεως, μαρτυρεί απέχθειαν προς συγκεκριμένην εταιρία κατασκευής μπαταριών τύπου «n» (εν) λόγω ενδεχομένης χαμηλής ποιότητος (π.χ. πίπτει ταχύτατα).

Μια διαφορετική προσέγγιση εις την ελληνικήν υποδηλώνει οτι ο τοιουτοτρόπως εκφραζόμενος νεαρός, θεωρών οτι έχει φθάσει προώρως εις την θέωσιν, ούτω πως, δύναται να «φουσκώσει» το σύμπαν προκειμένου να γεννηθουν πολλά νέα άστρα εις το στερέωμα (βλ. Monty Python 'Universe song'), παρά τας αστρονομικάς θεωρίας και τα θρησκευτικά θέσφατα.

Δηλώνει την πλήρη αγανάκτησιν ή απόγνωσιν του λέγοντος, ένεκα αναποδιάς.

Συνώνυμα: γαμιέται ο Δίας, γαμώ το ντι-εν-έι μου, τον Αντίχριστό μου, τη θεία κτλ.

- Τί θα γίνει, θα ετοιμαστείς καμιά φορά; Τα παιδιά έχουν διπλοπαρκάρει απο κάτω και κορνάρουνε. Έχουμε κλείσει το δρόμο, κουνήσου!
- Δε βρίσκω το μαγιώ μου, γαμώ το σύμπαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Βαρύτατη απειλή, την οποίαν ακολουθεί σχεδόν πάντα σοπάκι (=τουρκ. ξύλο/στυλιάρι). Άγνωστον αν αναφέρεται μόνον σε προσφιλή πρόσωπα του απειλουμένου, που έχει και δεν έχει αποκτήσει ακόμα (!) ή εκτείνεται και σε υλικά αντικείμενα ... Δεν φρονούμεν ότι έχει ποτέ πραγματοποιηθεί τέτοια απειλή, λόγω του φόρτου εργασίας που συνεπάγεται.

- Ρε φίλε, θα σταματήσεις να με σπρώχνεις και να χύνεις το ποτό μου, για θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις;
- Τί 'πες ρε τσουτσέκι;

(Η συνέχεια στο αυτόφωρο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαπωνική τέχνη, κατά την οποία η γυναίκα παίρνει το γεύμα της με λίγο σπέρμα ή το πίνει σαν το γαλατάκι.

Αυτό το μωρό εκεί πέρα, θέλει ένα γκοκούν να στρώσει!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γέρος που κυνηγά νεότερους για να πνίξουν κουνέλια.

Το είδες το πουρό τον 68ρη! Κυνηγά την Εμμανουέλα, τον Μανωλίνο μας! Για τη WWF είναι η αρκουδίτσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ξεχνάς τα προφυλακτικά στο αυτοκίνητο και κάνεις χωρίς αυτά τη φάση.

- Τι έγινε χτες με τη Χαρά;
- Τι να σου πω! Ξέχασα τα προφυλακτικά στο αυτοκίνητο και το κάναμε μπέρμπακ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Elegant – ηχητικά - σλανγκικός χαρακτηρισμός της πουστάρας.

Ετυμολογία: ομοφυλόφιλος + σκύλος.

Προέλευση: πέραν και πλέον του προφανούς, έχει και μια πιο ουσιαστική εξήγηση αφού στην προσπάθεια να πολιορκήσουν την πίσω πόρτα, οι συμπαθείς (κατά τα λοιπά) πούστρες το κάνουν doggy style (ένα λογικό συμπέρασμα βγάζω, ε...)

Συνώνυμα: καμιά 500αριά στο λήμμα πούστης.

- Ρε μαλάκα, αυτός ο ομοσκυλόσκυλος ο Σιανίδης πάλι με μουνάρα κυκλοφορούσε χθες!
- Ρε λες να το παίζει πούστης για να κερδίζει την εμπιστοσύνη των γυναικών, μετά να τις μεθάει και να τις πηδάει;
- Λες...;

(σ.σ. ας προβληματιστούμε)

oμοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)ωμοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)ζεστοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση του : σπαζαρχίδας= ενοχλητικός τύπος.

Ιταλιστί: rompicoglioni / scassacazzi
Ισπανιστί: tocacojones / tocahuevos

-Λοιπόν είπαμε: Την Παρασκευή θα μου γνωρίσεις την Έλλη εντάξει; Δε θέλω μα-μου.
-Εντάξει. Στο 'πα 300 φορές! Μην είσαι σπάζας μωρ' αδερφέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τους όρους νταλικέρης, γυναίκα-νταλικέρης, νταλικέρισσα, περιγράφουμε μεταφορικώς άτομα θηλυκού φύλου τα οποία έχουν υιοθετήσει πρότυπα και συμπεριφορές που παραδοσιακά προσιδιάζουν στα αρσενικά. Η πρόσληψη όμως αυτή έχει γίνει με τρόπο επιφανειακό και κραυγαλέο, με σκοπό να πουλήσουν μούρη και να το παίξουν ιστορία. Έχουν δλδ καταπιεί αμάσητα τα ανδρικά χούγια, χωρίς να έχουν αφομοιώσει την βαθύτερη ποιότητα του ανδρικού ήθους. Εξ ου και η γενικά υποτιμητική σημασία των όρων. Αντιθέτως, ο όρος αντράκι (για γυναίκα πάντα) έχει κατά κανόνα θετικό πρόσημο: υπογραμμίζει χαρίσματα όπως επιμονή, αποφασιστικότητα, καρτερία, εντιμότητα κλπ.

Η γυναίκα-νταλικέρης έχει πολλά κοινά γνωρίσματα με μια καγκουρογκόμενα (εννοούμε όχι την γκόμενα του κάγκουρα, αλλά μια γκόμενα με δική της, αυτόφωτη καγκουροσύνη). Ωστόσο οι δύο όροι δεν ταυτίζονται, με τον δεύτερο να χρήζει αυτοτελούς πραγμάτευσης σε ιδιαίτερο λήμμα. Επίσης, πολλαπλές και άκρως ενδιαφέρουσες είναι οι νοηματικές διασυνδέσεις μεταξύ νταλικέρισσας και bitch (καθαρόαιμο και σκυλί του πολέμου λεγόμενο).

Ο όρος καθόλου μα καθόλου δεν έχει να κάνει με την εξωτερική εμφάνιση. Μια νταλικέρισσα δεν είναι απαραίτητα ούτε αντικαβλέ ταγάρι, ούτε μπάζο, ούτε καν νταρντάνα. Μπορεί κάλλιστα να είναι μια λίαν ευπαρουσίαστη και καυλωτική Μπάρμπι, όπως μπορεί επίσης να είναι λεπτεπίλεπτη και μικροκαμωμένη, μια γκόμενα-μινιόν, μια γκόμενα-μπρελόκ, μια γκόμενα τσέπης, ένα εύθραυστο μπιμπελό... Τέλος, η νταλικέρισσα δεν είναι απαραίτητο να είναι λεσβία, αν και το αντίστροφο ισχύει στο 99% των περιπτώσεων (δλδ σχεδόν όλες οι λεσβίες νταλικοφέρνουν).

Η γυναίκα-νταλικέρης είναι συνήθως αυτό που λέμε αλητάκι, της πιάτσας. Έχει ψηθεί στους δρόμους, ξέρει από ζωή και από ανθρώπους. Γουστάρει κάργα την ανδρική παρέα, χωρίς απαραίτητα να είναι αγοροκόριτσο. Είναι - ή νομίζει πως είναι - μαγκιόρα / μαγκιόρισσα, με μια μαγκιά όμως μάλλον κακοχωνεμένη και με αρνητικές συνδηλώσεις. Λατρεύει να περιαυτολογεί (σ' αυτό δε διαφέρει από τις άλλες γυναίκες).

Σήμα κατατεθέν της νταλικέρισσας είναι η μπάσα και βραχνή φωνή της. Αποτέλεσμα επιτήδευσης, στο οποίο έχουν ουκ ολίγον συμβάλλει και τα εκατομμύρια τσιγάρα (νόμιμα και μη) που έχει πιεί στη ζωή της. Σε εξτρήμ περιπτώσεις, το βράχνιασμα έχει προκληθεί και από τη χρήση στεροειδών αναβολικών, τα οποία κυριολεκτικά ανδροποιούν τη γυναίκα (σταμάτημα περιόδου, εξαφάνιση στήθους, τριχοφυΐα, υπερβολικές καύλες, νεύρα κλπ).

Ο τρόπος ομιλίας της συμβαδίζει απόλυτα με το περιεχόμενο της ομιλίας αυτής. Η νταλικέρισσα καταναλώνει τεράστιες ποσότητες σλανγκ, μπινελικίων, γαμοσταυριδίων. Συχνά ξεκινάει τις προτάσεις τις με ένα «ρε φίλε» ή «ρε γαμώτη μου». Λέει συχνά στ' αρχίδια μου ή στο μουνί μου. Σε πιο καμένες περιπτώσεις, μπορεί ακόμη και να κλάνει ή να ρεύεται. Με δυο λόγια, ιδανική γυναίκα για το μικρό μας σάιτ (που όμως τελευταία υφίσταται - φευ - τη διαβρωτική δράση όψιμων εκπροσώπων της κοσμοθεωρίας του γουτσισμού...)

Η νταλικέρισσα έχει κατά κανόνα γράψει πολλά πεοχιλιόμετρα στη ζωή της. Αντιμετωπίζει τους γκόμενους ως μουνιά, μιμούμενη την ανδρική φρασεολογία. Όταν περιγράφει τις συνευρέσεις της, είναι λιγότερο σουρεαλιστική και αρκείται απλά στο να πει πως του έριξε κανά δυο μουνιά. Στις σχέσεις της - αν κατ' εξαίρεση κάνει κάτι τέτοιο - απεχθάνεται την πολλή τρυφερότητα, ενώ στο σεξ έχει απομυθοποιήσει και αποφεύγει τα πολλά προκαταρκτικά (όπως ακριβώς κι οι άντρες). Δεν τρέφει καμιά εκτίμηση για τους μετροσέξουαλ, τους θεωρεί φλωράτσες. Η ίδια ισχυρίζεται πως ψάχνει το απόλυτο αρσενικό, αυτό που θα δαμάσει το θηρίο που κρύβει μέσα της. Για να δει κάποιον πιο σοβαρά, θα πρέπει «να έχει πολύ μεγάλα αρχίδια, γιατί αρχίδια ούτως ή άλλως έχω κι εγώ» (αυθεντική ατάκα). Τα «αρχίδια» αυτά μεταφράζονται σε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, νταηλίκι, βαρβατίλα, προστυχιά, αλητεία, περιπετειώδη διάθεση. Γι' αυτό και προτιμούν επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών, μπράβους, αθλητές, drug-dealers, νταραβεριτζήδες και κουμανταδόρους. Και, ναι, καλά το καταλάβατε, ο κόσμος του πνεύματος και της διανόησης τις αφήνει παντελώς αδιάφορες. Ίσως τρέφουν μια γενική και αόριστη εκτίμηση για τους γραμματιζούμενους, αλλά όχι και να μπλέξουν και μαζί τους, για όνομα...

Μίνι κατάλογος με επώνυμες νταλικέρισσες

(εννοείται ότι δεν ανταποκρίνονται στα πάντα όλα της ανωτέρω περιγραφής, αλλά εντάσσονται εντούτοις στο γενικό νταλίκα-mood).

Bάνα Μπάρμπα

Άννα Βίσση

Άντζελα Δημητρίου

Μαρία Σολωμού

Σάσα Μπάστα

Ντέσσυ Κουβελογιάννη

Βούλα Πατουλίδου

Λιάνα Κανέλλη

Τζόρτζια από τους Μπλε

Amy Winehouse

(o κατάλογος παραμένει ανοιχτός προς συμπλήρωση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαία ύβρις, ακολουθούμενη από επίδειξη του ανδρικού μορίου, που προσκαλεί σε πεολειχία.

Αναφέρεται στην γνωστή έκφραση όχι μόνο προσωποποίησης, αλλά και αγιοποίησης (!) της τσαπούς (βλ. «του Αγίου Πούτσου ανήμερα» = ποτέ/πάρα πολύ αργά σε χρονικό ορίζοντα), ως δήθεν υπαρκτή ημέρα του εορτολογίου, κατά την οποίαν καλούνται οι πιστοί να προσκυνήσουν (και να φιλήσουν) γονυκλινείς την εικόνα του τιμωμένου αγίου. Αν θέλουν μπορούν και να σταυροκοπιούνται.

Χρησιμοποιείται και ως εριστικό, υποτιμητικό και εκδικητικό σκώμμα μετά από πλήρη και οριστική επικράτηση εις βάρος του αντιπάλου, δηλαδή: πάρ' τα μωρή άρρωστη, πάρτα Λίζα και κάντα κορνίζα, πάρ' τ' αρχίδια μου κ.ο.κ.

(Μπάλα) :
-Πιάσ' το Μήτσοοοοο ! Ωχ...
-Γκόοοοοοολ ! Του Αγίου Πούτσου σήμερα αγόρι μου, έλα να προσκυνήσεις, έλα !

Προσκυνητής του Καθολικού St. Peon (από Vrastaman, 08/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified